Σταύρος Τομπάζος, Παγκόσμια κρίση (2007 -2017) και σχήματα αναπαραγωγής του κεφαλαίου, εκδόσεις Τόπος, σελ. 130
Φαίνεται παράταιρο, προφανώς, παραμονές Χριστουγέννων η βιβλιοπαρουσίασή μας να έχει ως θέμα την κρίση. Πολλοί θα διαγνώσουν σ’ αυτό έλλειψη «θετικής σκέψης» – και καλά θα κάνουν. Δεδομένης, ωστόσο, της πάγκοινης πρόβλεψης πως το πιο πιθανό ενδεχόμενο είναι πως η καπιταλιστική κρίση κινείται προς ένα νέο επεισόδιο ισχυρής ύφεσης στα επόμενα ένα δυό χρόνια είναι δύσκολο κάποιος να «αφεθεί» στο πνεύμα των ημερών.
Για την κρίση, λοιπόν, και πάλι. Που φαίνεται να δικαιώνει τον χαρακτηρισμό Long Depression, που της έχει αποδώσει εδώ και χρόνια, μεταξύ άλλων, ο Μάικλ Ρόμπερτς, προβλέποντας πως δεν θα μας αφήσει στην ησυχία μας γρήγορα.
Το βιβλίο του Σταύρου Τομπάζου είναι μια εξαιρετική συνεισφορά στη συζήτηση για την κρίση. Η αλήθεια είναι πως και στην Ελλάδα από το 2010 κι έπειτα έχουν κυκλοφορήσει μερικά πολύ καλά έργα σχετικά τόσο με την εγχώρια όσο και τη διεθνή διάσταση της κρίσης –κυρίως από μαρξιστές. Η διαφορά του βιβλίου του Τομπάζου είναι πως πρόκειται για την πιο ευσύνοπτη και περιεκτική προσέγγιση, η οποία, ταυτόχρονα, δεν αφήνει εκτός κανένα από τα μεγάλα ζητήματα –θεωρητικά κι εμπειρικά- που συνδέονται με το θέμα. Ένα θέμα, που μπορεί να εξελιχτεί σε ζωής και θανάτου για την ανθρωπότητα. Για να θυμηθώ τα λόγια του μεγάλου συμβουλιακού κομμουνιστή Πάουλ Μάτικ, έχουμε, εδώ και μερικές δεκαετίες, μπει σε μια περίοδο της ιστορίας, στην οποία κάθε κρίση μπορεί να αποδειχτεί η «τελική» κρίση. Γιατί μπορεί το σύγχρονο φαντασιακό να μην καταφέρνει να συλλάβει το τέλος του καπιταλισμού, αλλά δεν έχει καμιά δυσκολία να απεικονίσει –με χίλιους δυό τρόπους– το τέλος της ανθρωπότητας.
Η περίοδος είναι απολύτως (κρίσ)ιμη, λοιπόν. Πράγμα που κάνει επιτακτική την διαρκή ενασχόληση με τα «κρισιακά». Οι υπεκφυγές, άλλωστε, δεν βοηθούν μακροπρόθεσμα παρά μόνο τους πεπεισμένους κεϊνσιανούς, για τους οποίους, ως γνωστόν, «μακροπρόθεσμα» είμαστε όλοι νεκροί.
Ο Τομπάζος ξεκινάει την πραγμάτευσή του με ένα μείζον –και διαρκές, πλέον;– χαρακτηριστικό της περιόδου: από το αδιαμφισβήτητο γεγονός, δηλαδή, πως, από την κρίση του ’70[1] κι έπειτα, στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, όπως συνηθίσαμε να λέμε, η ετήσια υπεραξία (το ετήσιο κέρδος) αποκλίνει συνεχώς από την ετήσια καθαρή επένδυση παγίου κεφαλαίου. Ή, αλλιώς, από το ότι, σχεδόν για τέσσερις δεκαετίες, έχουμε μια παρατεταμένη αύξηση του λόγου Υπεραξία/Καθαρή επένδυση. Πράγμα που σημαίνει πως όλο και λιγότερο μέρος των κερδών επενδύεται.
Στην περιοδολόγηση που παραθέτει ο ίδιος εξηγεί, με θαυμαστά καθαρό τρόπο, πώς, μετά την κρίση του ‘70, έχουμε διαρκή απόκλιση της παραγωγικότητας από τον μισθό και, ταυτόχρονα, παράλληλη απόκλιση του ποσοστού κέρδους από το ποσοστό συσσώρευσης (ο λόγος των δύο, για τις ΗΠΑ, από 2.51 το 1985 γίνεται 10.55 το 2009, για την ΕΕ, από 2.84 11.43 και για την Ιαπωνία από 2.8 38.95!). Επιπλέον, το μερίδιο των μισθών συμπιέζεται δραματικά, υποχωρώντας κατά 5 μονάδες του ΑΕΠ στις ΗΠΑ (από 63% σε 58%), κατά 10 μονάδες στην ΕΕ (από 66% σε 56%) και 15 στην Ιαπωνία (από 73% σε 58%).
Το κεφάλαιο απαιτεί όλο και μεγαλύτερη κερδοφορία για το ίδιο ποσοστό συσσώρευσης, απαιτεί όλο και υψηλότερο ποσοστό κέρδους προκειμένου να αναλάβει παραγωγικές επενδύσεις.
Στις συνθήκες αυτές, ένα σημαντικό τμήμα των μη επενδυόμενων κερδών δίνεται ως δάνεια σε μισθωτούς, οι οποίοι έχουν συρρικνωμένα εισοδήματα και δεν μπορούν με άλλο τρόπο να διατηρήσουν την κατανάλωσή τους, ενώ, από την άλλη, οδηγεί σε υπερεπέκταση της αγοράς παραγώγων με στόχο τη διάχυση του κινδύνου, αλλά με αποτέλεσμα την παρώθηση των επενδυτικών τραπεζών να ενδιαφέρονται για τον όγκο των δανείων πολύ περισσότερο απ’ ό,τι για την ποιότητά τους –κι έτσι να υπερσυσσωρεύονται τοξικές πλασματικές αξίες.
Έτσι έχουμε μια τεράστια αύξηση του (ιδιωτικού, κυρίως) χρέους, ενώ στην ΕΕ παρατηρείται το φαινόμενο η υπεραξία των πλεονασματικών χωρών να μετατρέπεται σε δάνεια προς τις ελλειμματικές, οι οποίες υπερχρεώνονται.
Με το ξέσπασμα της κρίσης το 2007 ο εκτεταμένος νομισματικός πειραματισμός κάνει τα πράγματα ακόμη περισσότερο «μη-γραμμικά» κι επομένως χαοτικά, με την αυστηρά μαθηματική έννοια του όρου.
Ο Τομπάζος δείχνει, χρησιμοποιώντας τα Σχήματα Αναπαραγωγής του Μαρξ από το «Κεφάλαιο», πως αναπαραγωγή βασιζόμενη στη διόγκωση του χρέους της μισθωτής εργασίας δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο. Όπως σημειώνει, «[το] χρηματοπιστωτικό σύστημα της νεοφιλελεύθερης περιόδου επέτρεψε τη μαζική «μεταφορά» της μελλοντικής ζήτησης των μισθωτών στον παρόντα χρόνο διαμέσου ενός αυξανόμενου χρέους των μισθωτών, του οποίου η εξυπηρέτηση υπονόμευε όλο και περισσότερο τον διαθέσιμο για κατανάλωση μισθό τους. Είχε συνεχώς ημερομηνία λήξεως ευθύς εξαρχής». Και οι «αγορές» το ανατίναξαν.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Τομπάζος παρουσιάζει την ελληνική κρίση τεκμηριώνοντας απολύτως αυτό που το σύστημα θέλει οπωσδήποτε να αποκρύψει. Αποδεικνύει πως η ελληνική κρίση προκλήθηκε όχι από το δημόσιο χρέος, που ήταν σταθερά κοντά στο 100%, αλλά από το ιδιωτικό χρέος, που, μεταξύ 1999 και 2008 υπερδιπλασιάστηκε[2].
***
Ένα μεγάλο πλεονέκτημα του βιβλίου είναι πως προσφέρει και μια πολύ σαφή παρουσίαση της καθοριστικής μαρξικής έννοιας του πλασματικού κεφαλαίου (fictitious capital). Πλασματικό κεφάλαιο είναι, σύμφωνα με το Μαρξ, κάθε κεφάλαιο που «εμφανίζεται ως ενεργητικό σε πολλά λογιστικά βιβλία».
Στη νεοφιλελεύθερη περίοδο το πλασματικό κεφάλαιο εμφανίζεται σε «δεύτερη» ή «τρίτη» δύναμη, με αποτέλεσμα την εκθετική αύξηση της αδιαφάνειας και την ώθηση προς ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Παράγωγα παραγώγων, ω παράγωγα. Πραγματικό χάος. Με τα λόγια του Τομπάζου, «[α]πό ένα σύστημα όπου η παραχώρηση δανείου σήμαινε και ανάληψη κινδύνου περάσαμε σε ένα σύστημα που αποδεσμεύει την παραχώρηση δανείου από τον κίνδυνο διαμέσου της πώλησης του δανείου υπό μορφή παραγώγων τίτλων» (τα περίφημα ABS [Asset Backed Securities] από 40 δισεκατομμύρια το 1980 έφτασαν στα 11000 δισεκατομμύρια το 2009!).
Πάρτε για παράδειγμα το δημόσιο ομόλογο. Ο τίτλος δημοσίου χρέους είναι δικαίωμα πάνω στο μελλοντικό μισθό και το μελλοντικό κέρδος. Όπως σημειώνει ο Τομπάζος, υπό μια έννοια, πρόκειται για πλασματικό κεφάλαιο σε «δεύτερη» δύναμη, αφού το μοναδικό «πραγματικό» του αντίκρισμα είναι η αξιοπιστία του κράτους. Κατά τη νεοφιλελεύθερη περίοδο ο δημόσιος τίτλος, λόγω της «παγκοσμιοποίησης» και των φοροπαραδείσων, στην πράξη είναι απαίτηση πάνω μόνο, πλέον, στο μελλοντικό μισθό και καθόλου πάνω στο μελλοντικό κέρδος. Τα ίδια κεφάλαια που φοροαπαλλάσσονται μετατρέπονται, εκ νέου, σε κεφάλαια επενδυμένα σε δημόσιους τίτλους, για να διεκδικήσουν μερίδιο από τη μελλοντική φορολογία (και μετά διασώζονται από το κράτος!).
Η εντυπωσιακή αύξηση του πλασματικού κεφαλαίου τις τελευταίες δεκαετίες οφείλεται στο δημόσιο χρέος, κυρίως, όμως, στην αύξηση άλλων μορφών του κεφαλαίου –χρήματος.
Όπως, με μεγάλη σαφήνεια, δείχνει ο Τομπάζος, το ίδιο κεφάλαιο –χρήμα εμφανίζεται με πολλαπλά πρόσωπα, δηλαδή σε πολλά ενεργητικά. Όταν π.χ. το κερδοσκοπικό ταμείο κατασκευάζει παράγωγο χρηματοπιστωτικό προϊόν του παράγωγου χρηματοπιστωτικού προϊόντος, δηλαδή πλασματικό κεφάλαιο του πλασματικού κεφαλαίου, το αρχικό ενεργητικό πολλαπλασιάζεται. «Ενεργητικό το δάνειο της τράπεζας που αντιστοιχεί στις υπερβάσεις ορίων των τραπεζικών καρτών, ενεργητικό το ABS στο κερδοσκοπικό ταμείο με το οποίο η τράπεζα ξεφορτώθηκε το δάνειο στο ταμείο, ενεργητικό και το CDS με το οποίο το ταμείο ασφάλισε το ABS». Γι’ αυτό το 1980 τα ενεργητικά του κεφαλαίου –χρήματος ήταν περίπου ίσα με το παγκόσμιο ΑΕΠ, ενώ το 2010 ήταν τετραπλάσια!
***
Η ενεργητική αντίσταση των εργατών από τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα (απουσίες, αλλαγή εργασίας, απεργίες συντεταγμένες και άγριες…) έκανε το κεφάλαιο να αντιδράσει αντικαθιστώντας εργασία με πάγιο κεφάλαιο. Έτσι προέκυψε αύξηση της οργανικής σύνθεσης, μείωση των επενδύσεων και της συσσώρευσης, δραματική αύξηση της ανεργίας και κρίση των δημόσιων οικονομικών.
Από το ’80 η απάντηση του κεφαλαίου υπήρξε εξαιρετικά επιθετική. Η ύφεση παροξύνθηκε ακόμη και σκόπιμα προκειμένου η εργατική τάξη να βρεθεί στη δυσκολότερη δυνατή θέση. Το κεφάλαιο –χρήμα, αναλαμβάνοντας τα ηνία, επέβαλλε μια άτεγκτη πειθαρχία παντού. Την ίδια στιγμή, η θέση του έγινε πραγματικά ηγεμονική. Το βιομηχανικό κεφάλαιο συγκατένευσε μια και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ήταν αποδοτικές για όλες τις μορφές του κεφαλαίου και, κυρίως, για την κατίσχυση του κεφαλαίου ως κοινωνική σχέση.
Το κεφάλαιο–χρήμα καθιέρωσε, όπως ήδη σημειώθηκε, νέες και ακραίες απαιτήσεις στην κερδοφορία. Η εκμετάλλευση έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα – μαζί και οι ανισότητες.
Το κεφάλαιο κέρδισε μια πολύ μεγάλη νίκη απέναντι στην εργασία –και πολύ παρατεταμένη και ακλόνητη, όπως δείχνει και η αδυναμία της εργατικής τάξης να απαντήσει μετά από μια δεκαετία κρίσης του συστήματος. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως έχουμε κάποια υπέρβαση του συστημικού αδιεξόδου. Ίσα ίσα φαίνεται να παρατείνεται και να εντείνεται.
Είναι χαρακτηριστικές, από αυτήν την άποψη, οι επισημάνσεις του Τομπάζου αναφορικά με την τεχνολογία:
Βλέπουμε παντού νέες τεχνολογίες: στο δρόμο, στο σπίτι. Η επίδρασή τους είναι πανταχού παρούσα πλην της παραγωγικότητας της εργασίας. Ποτέ στην μεταπολεμική ιστορία, ίσως ποτέ στην καπιταλιστική σε καιρό ειρήνης, δεν υπήρξε μια τόσο μακροχρόνια και ταυτόχρονα καθολική στασιμότητα της παραγωγικότητας της εργασίας […].
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο σύγκρουσης και ασυμβατότητας των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις».
Ο Μαρξ, όπως είναι γνωστό, θεωρούσε αυτές τις εποχές ως κατεξοχήν επαναστατικές. Η έκβαση είναι ανοιχτή και το διακύβευμα τεράστιο.
[1] Για την κρίση του ’70 βλ.: Χρήστος Λάσκος–Ευκλείδης Τσακαλώτος, Χωρίς επιστροφή –καπιταλιστικές κρίσεις, κοινωνικές ανάγκες, σοσιαλισμός, ΚΨΜ, 2011
[2]Ο Τομπάζος παρουσιάζει μια πραγματικά εξαίρετη ανάλυση της ελληνικής κρίσης στο: Οι δύο όψεις της ελληνικής οικονομίας, 2000 -2017, που περιλαμβάνεται στον τόμο: Νίκος Σερντεδάκις–Σταύρος Τομπάζος (επιμέλεια), Όψεις της ελληνικής κρίσης, Gutenberg, σελ. 39-67