Ο Μάρτιν Σκοrσέζε, όπως ακριβώς ο Κουεντίν Ταραντίνο λίγους μήνες νωρίτερα στέλνει το δικό του αποχαιρετιστήριο μήνυμα για το μεγάλο του πάθος, το σινεμά. Δύο ιερά τέρατα της έβδομης τέχνης που στη δύση της καριέρας τους αρνούνται να εγκαταλείψουν αρχές και φιλοσοφία ετών, που έκαναν το κοινό να τους λατρέψει και μπαίνουν στην τελική κούρσα για το Oscar Σκηνοθεσίας. “The Irishman” βασισμένο στο “I heard you paint houses” του Charles Brandt.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Ένα γκανγκστερικό κρεσέντο μας μεταφέρει νοερά σε μία άλλη εποχή, με την αυτοδικία έμμεσα να επικροτείται. Η δύναμη της εξουσίας είναι παροδική. Σε έναν ακύρηχτο πόλεμο επιβιώνει και φτάνει μέχρι τα βαθιά γεράματα ο πιο ευέλικτος.
Ο Φρανκ μέσα σε ένα βράδυ περνάει το κατώφλι της μεγάλης ζωής σε ένα μπαρ. Ένας συμπαθής τύπος που τιμάει την έννοια της φιλίας κι είναι έτοιμος για κάθε επικίνδυνη αποστολή ανά πάσα στιγμή. Για καλή του τύχη αυτό θα το εκτιμήσουν κομβικά πρόσωπα και σύντομα θα ανελιχθεί στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Σκαλί σκαλί θα φτάσει να γίνει ένα σύμβολο κοινής αποδοχής και για ένα μεγάλο διάστημα να ενώσει. Ποτέ όμως δε θα απολαύσει το μεγαλείο της εξουσίας. Πάντα θα χρωστάει στους ευεργέτες του και θα βρίσκεται στη σκιά τους. Τι γίνεται όμως επί προσωπικού; Τι πρότυπα καλλιεργείς στο οικογενειακό περιβάλλον;
Για ποια εποχή όμως μιλάμε; Προεδρία Κένεντι. Το “σύστημα” με άψογη συνεργασία, με απόλυτη σύμπνοια κυβέρνησης και επιχειρήσεων είναι έτοιμο να εγκαθιδρύσει το σημερινό μοντέλο εξουσίας. Κάστες ιταλοαναθρεμένων ανθρώπων με ρίζες στην μαφία παλεύουν να κρατήσουν τα κεκτημένα, αλλά ουσιαστικά πέφτουν οι ίδιοι μέσα στον λάκο που θα θάβουν για τους άλλους. Τραγική ειρωνεία. Μέχρι να φτάσουμε όμως εκεί έχουμε αρκετά ξεκαθαρίσματα, όρκους τιμής, επιβράβευση της υπακοής, μία μακρά διαδρομή χρημάτων και πολλές άλλες παθογένειες που μοιάζουν τόσο γνώριμες στο σήμερα. Κάποια στιγμή πιστεύεις πως χωρίζεται στα δύο το φιλμ. Πρώτο και δεύτερο σκέλος.
Επιστρέφω στο φιλμ κι είμαι ηθικά υποχρεωμένος να πλέξω το εγκώμιο του Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Γοητευμένος από την ερμηνεία του. Τι κι αν το σώμα είναι πλέον βαρύ, το πνεύμα του τον οδηγεί σε μία οσκαρική ερμηνεία. Θεωρώ πως είναι ικανός να βάλει δύσκολα στον Χόακιν Φοίνιξ, που θεωρείται το αδιαφιλονίκητο φαβορί για το χρυσό αγαλματίδιο α’ ανδρικού ρόλου. Είναι πραγματικά ο κινητήριος μοχλός. Πρώτο βιολί και αφηγητής. Δεν είναι λίγες οι στιγμές που αυθόρμητα πάω να κάνω μία σύγκριση με τον Βίγκο Μόρτενσεν και τον ρόλο του στο περσινό “Green Book”. Πλάι του ο αειθαλής Τζο Πέσι (σα γεννημένοι να συμπρωταγωνιστούν) και φυσικά ο γεμάτος πάθος Αλ Πατσίνο, σε μία σύμπραξη κυριολεκτικά εκατομμυρίων.
Κι είναι η απαλή μουσική τόσο συγκινητική που σε ταξιδεύει από μόνη της σε μία αναδρομή γνώσης και συνειδητοποίησης στον χρόνο. Τον μοναδικό νικητή, αυτόν που δε θα χάσει ποτέ, όσες αλλαγές κι αν γίνουν στη γη μέχρι αυτή να καταστραφεί. Θα συνεχίζει την πορεία του σταθερά. Ούτε γρήγορα, ούτε αργά. Ακούγεται μάταιο, μα είναι πέρα για πέρα ειλικρινές και τόσο ο σκηνοθέτης, όσο κι οι πρωταγωνιστές το έχουν πλέον αφουγκραστεί πλήρως κοντεύοντας τα 80. Κι είναι από την άλλη μία νέα γενιά, τα παιδιά που μεγαλώνουν παρακολουθώντας στην tv ποικίλες μορφές βίας και πρέπει να χτίσουν τη δική τους ασπίδα. Έναν δυναμικό χαρακτήρα που θα μείνει μακριά απ’ αυτήν την παράνοια. Δεν είναι εύκολο, όπως δεν είναι εύκολο και να συγχωρέσεις.
Την ώρα που διαδικτυακές πλατφόρμες εξαπλώνονται ολοένα και περισσότερο δημιουργώντας ολοένα και μεγαλύτερα προβλήματα στη βιομηχανία του κινηματογράφου, το απόλυτα συμβατικό Netflix έρχεται να μας χαρίσει μία δεύτερη αληθινά μεγάλη ταινία σε δική του παραγωγή, μετά το “Roma” του Αλφόνσο Κουαρόν. Όταν είσαι λάτρης ψάχνεις να βρεις τρόπους να μείνει ζωντανό αυτό που αγαπάς και στην εποχή μας ένας από τους βασικούς είναι αυτός. Σημεία των καιρών. Κι από τη στιγμή που δεν μας εγκλωβίζουν στην οθόνη της τηλεόρασης, πόσο μάλλον σε αυτή του υπολογιστή ή του τάμπλετ, έχει καλώς …
Η πισώπλατη μαχαιριά είναι κάτι που δε συγχωρείται ποτέ μεταξύ ανδρών. Ο εγωισμός των ανθρώπων ακλόνητος. “Αποσύρεσαι για να πεθάνεις, δεν αποσύρεσαι για να διοικήσεις”. Κι έρχεται η ώρα της αποτίμησης, του ταμείου της ζωής κι εκεί μονάχα ένα πράγμα δεν μπορείς να συγχωρήσεις στον εαυτό σου. Δεν υπάρχει επιστροφή και λύτρωση. Θα προσπαθήσεις να σώσεις τη ψυχή σου με κάθε τρόπο, να ζητήσεις άνωθεν άφεση αμαρτιών μα είναι ήδη αργά. Αντιλαμβάνεσαι πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος μονάχα όταν πραγματικά έχεις γεράσει. Και τότε το θέαμα της καθόδου στο μνήμα μοιάζει τόσο μακάβριο, κάτι τελεσίδικο και συγχρόνως μία άσχημη “πρό(σ)κληση”. Ποιος θα είναι ο επόμενος;
Είναι από εκείνες τις στάσεις που θα κρατήσουμε στο χρονοντούλαπο των αναμνήσεών μας. Μία ευθεία γραμμή δίχως γραμμική αφήγηση από το τότε στο σήμερα με ένταση, με παραστατικότητα, με ζωντάνια, που παρά τη διάρκειά της δεν κουράζει. Το τίμημα για κάθε θυσία μεγάλο. Οι περισσότεροι όμως σταθμίζουν τα δεδομένα με άξονα τα χρήματα κι ενδεχομένως δευτερευόντως με άξονες το κύρος και την υστεροφημία τους. Είναι μία επιλογή σεβαστή. Στη ζωή όμως μένουν οι ανθρώπινες σχέσεις κι αξιοπρέπεια. Αυτές που χτίζονται όταν μοιράζεσαι το ίδιο θρανίο, όταν δεν έχεις να βγεις ένα Σάββατο, όταν η κοινή ανάγκη σε δένει και σε κάνει ατσάλι. Αυτό δε θα αλλάξει όσος καιρός κι αν περάσει και θα παραμείνει πλάνη η ρήση: “είναι ευτυχισμένος, επειδή είναι πλούσιος” …