«Η καπιταλιστική κοινωνία είναι μια κοινωνία καταστροφική και αυτοκαταστροφική». Με τα λόγια αυτά ξεκίνησε την ομιλία του στο 9o Ελευθεριακό Φεστιβάλ βιβλίου ο Γερμανός καθηγητής Φιλοσοφίας Anselm Jappe με τίτλο «Ναρκισσισμός και φετιχισμός του εμπορεύματος. Η παθολογία της καπιταλιστικής κοινωνίας».
Πρόκειται ουσιαστικά για δύο παθολογίες του καπιταλιστικού συστήματος που ενώ δεν συνδέονται ευθύγραμμα, κινούνται παράλληλα και έχουν παραγνωριστεί τόσο από τον παραδοσιακό μαρξισμό όσο και από τις πιο σύγχρονες αναλύσεις.
Να αναφερθεί ότι ο Anselm Jappe συμμετέχει σε ένα θεωρητικό ρεύμα που ξεκίνησε πριν περίπου 30 χρόνια στη Γερμανία στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η κριτική της αξίας. Το ρεύμα αυτό, γνωστό και ως «Gruppe Krisis», εξέδιδε το περιοδικό «Exit» ενώ προεξάρχουσα μορφή του ήταν ο φιλόσοφος Robert Kurz. Η κριτική της αξίας είναι μία κριτική των θεμελιωδών κατηγοριών του καπιταλισμού, όχι μόνο της κατανομής των πόρων αλλά της εργασίας, της αξίας και του χρήματος. O Jappe αναλύει εκτενώς τις έννοιες του φετιχισμού και του ναρκισσισμού στο βιβλίο του «Η αυτοφαγική κοινωνία» (εκδόθηκε πριν δύο χρόνια στην Γαλλία), άρθρα του οποίου πρόκειται σύντομα να μεταφραστούν και στα ελληνικά από τις «εκδόσεις των ξένων».
Για τον A. Jappe η καπιταλιστική κοινωνία είναι μία κοινωνία πολύ άδικη. Η αδικία όμως αυτή δεν έγκειται μόνο στον τρόπο που κατανέμονται οι πόροι ή στην διαίρεση των ανθρώπων σε πλούσιους και φτωχούς. Υπάρχει ένα άλλο επίπεδο αδικίας που δεν έχει να κάνει με την ταξική πάλη, πρόκειται για μία παθολογία που συμμετέχουν όλα τα μέλη της. Ο καπιταλισμός, όπως χαρακτηριστικά είπε, δεν θα μπορούσε να έχει επιβιώσει τα τελευταία 200 χρόνια αν δεν υπήρχε ένα είδος συνεργασίας στο εσωτερικό της κοινωνίας.
«Ο καπιταλισμός είναι ένα είδος συλλογικής παραφροσύνης που έχει τέσσερα ονόματα: εργασία, αξία, χρήμα και εμπόρευμα. Αυτές είναι, όπως έδειξε ο Μαρξ, οι αξίες που συγκροτούν την καπιταλιστική κοινωνία. Στα αρχικά κεφάλαια του Κεφαλαίου δεν μιλά για αστική τάξη και προλεταριάτο ούτε για ανθρώπους και δρώντα υποκείμενα εν γένει αλλά για κατηγορίες που μοιάζουν αφηρημένες, για την εργασία, τη συγκεκριμένη και την αφηρημένη. Η αφηρημένη όψη της εργασίας εκφράζεται στην αξία των εμπορευμάτων, αξία που λαμβάνει την ορατή της μορφή στο χρήμα».
Όπως εξήγησε ο Jappe, o Μαρξ όταν μιλούσε για αυτές τις κατηγορίες δεν τις περιέγραφε ως φυσικές οντότητες που υφίστανται σε όλα τα κοινωνικά μορφώματα της ιστορικής ύπαρξης του ανθρώπινου είδους. Αντίθετα, ήθελε να καταδείξει ότι αυτές οι κατηγορίες υπάρχουν μόνο στις καπιταλιστικές κοινωνίες και ότι μια μη καπιταλιστική κοινωνία θα απαλλασσόταν από αυτές.
«Η πιο θεμελιώδης και δύσκολη διάκριση είναι μεταξύ συγκεκριμένης και αφηρημένης εργασίας. Δεν είναι δύο διαφορετικές οντότητες αλλά δύο όψεις της ίδιας κατηγορίας. Όταν ο Μαρξ λέει ότι η εργασία είναι καπιταλιστική δεν αναφέρεται στην παραγωγική δραστηριότητα αλλά στη δραστηριότητα που αξιολογείται μόνον ως προς το πόσο χρόνο εργασίας χρειάζεται για να διεκπεραιωθεί. Το εμπόρευμα αξιολογείται ως προς το χρόνο εργασίας που δαπανάται για να δημιουργηθεί. Αν ένα εμπόρευμα είναι χρήσιμο για τους ανθρώπους ή όχι, έχει δευτερεύουσα σημασία» συνέχισε ο Jappe τονίζοντας ότι πλέον τα εμπορεύματα γίνονται φθηνότερα και χρειάζεται όλο και λιγότερος χρόνος για να παραχθούν. Ο χρόνος, όμως, είναι κάτι αφηρημένο και αυθαίρετο.
«Το να δημιουργώ μία βόμβα είναι πολύ διαφορετικό από το να φτιάχνω ένα παιχνίδι. Η χρήση τους είναι πολύ διαφορετική για τους ανθρώπους. Αλλά ως εμπορεύματα μπορεί να είναι τα ίδια αν είναι ίδιος ο χρόνος που δαπανήθηκε για να παραχθούν. Στον καπιταλισμό το μόνο που έχει σημασία είναι ο χρόνος που δαπανάται για την παραγωγή και εκφράζεται στη μορφή του χρήματος. Ο χρόνος είναι τυφλός ως προς τις ποιοτικές διαφορές. Για την αφηρημένη αντίληψη του χρόνου δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ μιας βόμβας και ενός παιχνιδιού. Αυτό σημαίνει ότι η καπιταλιστική παραγωγή αδιαφορεί για τις συνέπειες και το περιεχόμενο, είναι ένα πρόβλημα δομικό και όχι ηθικό» τόνισε.
Και αυτό επειδή, όπως εξήγησε, επικαλούμενος και πάλι τον Μαρξ «οι καπιταλιστές είναι οι εκτελεστές μιας λογικής που έχει το ίδιο το κεφάλαιο. Οι άνθρωποι δεν έχουν επιλογή κάνοντας αυτά που κάνουν. Όλοι συμμετέχουν στο παιχνίδι αυτό ως κομμάτια ενός μηχανισμού που είναι η συσσώρευση της αξίας που μετατρέπεται σε κεφάλαιο». Αυτό φυσικά, ξεκαθάρισε ο Jappe, δε σημαίνει ότι απαλλάσσεται από τις ευθύνες της η καπιταλιστική τάξη. Το πρόβλημα, όμως, δεν βρίσκεται, στις συνειδητές προθέσεις της τάξης που ταυτίζουμε με τους καπιταλιστές αλλά σε αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «ο φετιχισμός του εμπορεύματος και το μυστικό του».
Μάλιστα ο Μαρξ, σύμφωνα με τον καθηγητή, χρησιμοποιεί με ειρωνικό τρόπο τον όρο αυτό καθώς τον 19ο αιώνα ο φετιχισμός θεωρούνταν η χαμηλότερη βαθμίδα θρησκευτικότητας, δηλαδή το να πιστεύουν οι άνθρωποι σε ξύλινα φυλαχτά, να εξαρτώνται από μικρά φετίχ. «Αυτό που έλεγε ο Μαρξ είναι ότι και οι πολιτισμένοι λειτουργούν όπως οι πρωτόγονοι γιατί λατρεύουν το εμπόρευμα και τη ζωή του με το ίδιο πνεύμα καθυπόταξης σαν τα εμπορεύματα να προέκυψαν από το πουθενά και να έχουν μία μεταφυσική εξουσία στους ανθρώπους. Ο φετιχισμός δε συνιστά απλά και μόνον μία μυστικοποίηση, μια εξαπάτηση. Στη φετιχιστική κοινωνία οι άνθρωποι ελέγχονται από τα εμπορεύματα και όχι το αντίστροφο, τα εμπορεύματα από τους ανθρώπους. Αυτή είναι η ψευδαίσθηση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Από την άλλη δεν είναι κάτι φυσικό γιατί στην πραγματικότητα οι άνθρωποι δημιουργούν τα εμπορεύματα αλλά έχουν χάσει τον έλεγχό τους».
Αναλύοντας μια κεντρική κατηγορία της μαρξικής σκέψης, την έννοια της αφηρημένης εργασίας, ο Jappe υπενθύμισε ότι σε μια κοινωνία που βασίζεται στο κεφάλαιο όλα αποκτούν την αξία τους από το πόση αφηρημένη εργασία αντιπροσωπεύουν.
«Στην εμπορευματική κοινωνία λαμβάνει χώρα ένα είδος αντιστροφής συγκεκριμένου και αφηρημένου. Αυτό που ενδιαφέρει τους ανθρώπους είναι η συγκεκριμένη όψη των πραγμάτων: υπάρχει τεράστια διαφορά μιας βόμβας και ενός παιδικού παιχνιδιού. Σε μια ανθρώπινη κοινωνία που θα είχε τον έλεγχο των πραγμάτων που παρήγαγε, οι άνθρωποι θα προτιμούσαν το παιχνίδι. Αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο γιατί η λογική του εμπορεύματος αγνοεί το περιεχόμενο και το μόνο που μετράει είναι η αξία και κυρίως η υπεραξία, δηλαδή η ποσότητα αφηρημένου χρόνου και η ποσότητα του επιπλέον χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι για να υπερβούμε την καπιταλιστική κοινωνία δεν αρκεί να αναδιανείμουμε τον πλούτο και την αξία. Μία μετα-καπιταλιστική κοινωνία θα ήταν μια κοινωνία που θα λάμβανε αποφάσεις στη βάση της συγκεκριμένης αξίας των πραγμάτων, με βάση την ποιότητά τους».
Ασκώντας κριτική σε ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας, των οποίων οι διεκδικήσεις περιορίζονται στην ανακατανομή πλούτου, τόνισε ότι για αυτούς «το χρήμα, η αξία και η εργασία θεωρούνται αυτονόητα, φυσικά και δεδομένα καθώς και ότι το μόνο που μπορεί κανείς να κάνει είναι να αλλάξει τη διανομή του πλούτου». Αυτό, όμως, εκτίμησε δεν είναι πλέον εφικτό γιατί ο καπιταλισμός βρίσκεται σε βαθιά κρίση εδώ και 40 χρόνια και δεν έχει πια ούτε καν μια μακρινή χρονικά δυνατότητα για μια καλύτερη διανομή.
Παράλληλες αλλά όχι ευθύγραμμες πορείες
Ο Jappe συνέδεσε την μαρξική έννοια του φετιχισμού με αυτή του ναρκισσισμού για να αποδείξει ότι και στις δύο παθολογίες της καπιταλιστικής κοινωνίας διαπιστώνεται πλήρης αδιαφορία για τον πραγματικό συγκεκριμένο κόσμο.
Ο ναρκισσισμός αρχικά εισήχθη ως έννοια από τον Φρόιντ το 1914 ενώ στην ψυχαναλυτική συζήτηση που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’70 χαρακτηρίστηκε ως η βασική ψυχοπαθολογία του καιρού μας. Για τον Jappe η ναρκισσιστική προσωπικότητα έχει γίνει ένας κοινός ανθρωπότυπος τη εποχής μας. Η θεωρητική συμβολή του ίδιου του Jappe έγκειται στον εντοπισμό ενός βαθύτερου επιπέδου ανάλυσης, που δεν αντιλαμβάνεται τον ναρκισσισμό μόνο ως μια ατομική ψυχοπαθολογία αλλά και ως ένα κοινωνικό πρόβλημα. Προπομπός σε αυτή τη συζήτηση υπήρξε το έργο του Christopher Lasch που το 1979 δημοσίευσε την «Κουλτούρα του ναρκισσισμού».
Στην ψυχανάλυση, σύμφωνα με τον Jappe, ο ναρκισσισμός είναι απαραίτητος στα πρώτα στάδια της ανθρώπινης ζωής για την ωρίμανση του βρέφους. Ένα βρέφος δεν έχει αντιληφθεί ότι υπάρχει ένας κόσμος έξω από το ίδιο και τις επιθυμίες του. «Το βρέφος στην ψυχανάλυση αποκτά επίγνωση αυτού του εξωτερικού κόσμου μέσα από την οιδιπόδεια σύγκρουση. Αρχίζει να ξεπερνά τη φαντασίωση της παντοδυναμίας και να καταλαβαίνει τί μπορεί ο εξωτερικός κόσμος να του παράσχει και τί όχι. Υπάρχει όμως και η περίπτωση ένα παιδί μόνο επιφανειακά να παραδεχτεί ότι υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος έξω από αυτό αλλά ασυνείδητα να εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο εξωτερικός κόσμος υπάρχει μόνο στο κεφάλι του. Ναρκισσισμός σημαίνει ότι ζω μέσα από προβολές του εσωτερικού μου κόσμου στον εξωτερικό» σημείωσε επισημαίνοντας πως το ερώτημα δεν είναι αν είναι οι άνθρωποι ναρκισσιστές ή όχι αλλά το κατά πόσο είναι.
Για να γίνει πιο κατανοητό το ερώτημα έφερε ως παράδειγμα την τεχνολογία η οποία «ενθαρρύνει τη ναρκισσιστική σκέψη γιατί βασίζεται στο να εμπνέει αισθήματα παντοδυναμίας». Το ίδιο πρόβλημα εντοπίζεται και στις διαδικτυακές «συναντήσεις», τις οποίες χαρακτήρισε «ένα σουπερμάρκετ δυνητικών σχέσεων» όπου δεν αντιμετωπίζει κανείς όλα τα προβλήματα των πραγματικών σχέσεων. «Αν κάποιος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες σου επιλέγεις τον επόμενο». Τελικά, ο ναρκισσισμός σημαίνει για τον Jappe να μην μπορεί κανείς να αντιληφθεί το σύνορο που ξεχωρίζει τον εσωτερικό από τον εξωτερικό κόσμο.
Γιατί, όμως, έχει επεκταθεί τόσο πολύ ο ναρκισσισμός; Υπάρχει κάποια σύνδεση ναρκισσισμού και καπιταλιστικής κοινωνίας; Ο Jappe απάντησε θετικά λέγοντας ότι υπάρχει ένας βαθύς δομικός ισομορφισμός με τον φετιχισμό του εμπορεύματος από τη μία και του ναρκισσισμού από την άλλη, πρόκειται για παράλληλες διαδικασίες. Επειδή, τόσο στην φετιχιστική λογική του εμπορεύματος όσο και στη ναρκισσιστική λογική, υπάρχει η ίδια αδιαφορία για τον συγκεκριμένο κόσμο. «Ο ναρκισσιστής δεν έχει πραγματική σχέση με τον κόσμο, δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά τα αντικείμενα στον κόσμο, προσπαθεί να επιβάλει τις προβολές του στον εξωτερικό κόσμο. Η ιστορική ανάπτυξη του καπιταλισμού παρουσιάζει παραλληλίες με την ανάπτυξη του ναρκισσισμού ακόμη και αν αυτές δεν είναι ευθύγραμμες» ανέφερε ακόμη κάνοντας μια αναδρομή στις απαρχές της νεωτερικής φιλοσοφίας και το έργο του Ρενέ Ντεκάρτ, όπου και εκεί συναντάται μια ναρκισσιστική αντίληψη για τον κόσμο που ανάγεται στο «Σκέφτομαι άρα υπάρχω». Από εκεί ξεκινάει η περίπλοκη διαδρομή της νεωτερικής μορφής του υποκειμένου.
Το επιχείρημα αυτό μπορεί να βρίσκεται, όπως υποστήριξε, στον αντίποδα της σύγχρονης σκέψης και του παραδοσιακού μαρξισμού σχετικά με το υποκείμενο και τον καπιταλισμό, αλλά μπορεί ίσως να αποβεί χρήσιμο για την οικολογική σκέψη. Αυτό που βρίσκουμε στην οικολογική σκέψη, είπε ο Jappe, είναι ότι στην καπιταλιστική λογική δεν υπάρχουν όρια.
«Ο καπιταλισμός είναι καταστροφικός και αυτοκαταστροφικός, καταστρέφει τη φυσική βάση της ζωής, αδιαφορεί δομικά προς κάθε είδους περιεχόμενο, ακόμη και για τη ζωή. Στη φετιχιστική λογική διαπιστώνεται η πλήρης απουσία ορίων. Ο καπιταλισμός βάζει όλο το συγκεκριμένο κόσμο στην μεγάλη μαρμίτα της μετατροπής των πάντων σε αξία. Η φύση και οι άνθρωποι θυσιάζονται για να διαιωνιστεί η ίδια αφηρημένη λογική. Κάποιοι άνθρωποι έχουν συμφέρον να διαιωνίσουν αυτή τη λογική, πλουτίζουν από αυτό το σύστημα ακόμη και αν αυτοί δεν είναι οι συγγραφείς αυτής της λογικής. Ο Μαρξ χρησιμοποιεί τον όρο αυτόματο υποκείμενο, εννοώντας την αξία. Το πραγματικό υποκείμενο στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι τα κοινωνικά όντα, οι αστοί, οι προλετάριοι ή οι άλλες τάξεις αλλά η αξία και η ανάγκη της για αυτοσυσσώρευση. Από την άλλη είναι ένα αντικείμενο που έχει φτιαχτεί από ανθρώπους».
Η συγκρότηση του ανθρώπινου υποκειμένου όμως δεν είναι κάτι το ανέφικτο. «Το ανθρώπινο υποκείμενο μπορεί να συγκροτηθεί όταν και μόνο αν απαλλαγεί από την ναρκισσιστική και φετιχιστική λογική» κατέληξε.
Σταυρούλα Πουλημένη
*Η διερμηνεία στην ομιλία του έγινε από την Λύα Γυιόκα