Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 31/07/2014
Γράφει ο Μιχάλης Νικολακάκης, Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας για τις Οικοτριβές
Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα. Η ανάπτυξη του τραµ µεταφέρει την αναδυόµενη αστική ελίτ της πρωτεύουσας στη θάλασσα του Νέου Φαλήρου. Στην περιοχή αναπτύσσεται η πρώτη οργανωµένη παραλία στη χώρα µε όλες τις ανέσεις και τις παρεµβάσεις του τοπίου που γίνονται σε αντίστοιχα παραθαλάσσια θέρετρα στη Δύση, µε προεξάρχουσες µια επιβλητική, για τα µέτρα της εποχής, προβλήτα για ψυχαγωγικούς σκοπούς και του ποδηλατοδρόµιου που αργότερα έγινε το στάδιο Καραϊσκάκη. Σε αυτό τον τόπο έκανε τα πρώτα της µπάνια η ελληνική αστική τάξη ακολουθώντας ανάλογες εξελίξεις σε πλήθος ευρωπαϊκών και αµερικάνικων πόλεων.
Η παραλία του Νέου Φαλήρου όµως σταδιακά παρακµάζει. Αρχικά µε την εκβιοµηχάνιση της περιοχής, στη συνέχεια µε την καταστροφή της προβλήτας κατά τον Β΄ παγκόσµιο πόλεµο και τελικά ως αποτέλεσµα της ξέφρενης και άναρχης µεταπολεµικής αστικοποίησης. Οι αγωγοί µε τις ακαθαρσίες µεταφέρουν τα λύµατά τους στην περιοχή και έτσι η ακτή του Νέου Φαλήρου παύει να είναι «παραλία».
Σήµερα που η συζήτηση για τις ελληνικές παραλίες έχει ανάψει για τα καλά η ιστορία του ξεχασµένου αυτού χώρου παραθερισµού είναι διδακτική. Και αυτό γιατί η παραλία του Νέου Φαλήρου δεν ήταν απλά ένας «φυσικός πόρος» που διαλύθηκε από την ανθρώπινη παρέµβαση. Ήταν εξ αρχής ένας κατασκευασµένος τόπος αναψυχής κοµµάτι των παρεµβάσεων στο δηµόσιο χώρο του 19ου αιώνα που νοµιµοποιούνταν στο όνοµα της αναγκαιότητας της επαφής των ελληνικών ελίτ µε το φυσικό στοιχείο. Τότε, όπως και σήµερα, ο λόγος γύρω από την ανάγκη επιστροφής στη φύση και την απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος είναι και ο ίδιος εγγεγραµµένος στη σταδιακή γιγάντωση του τουριστικού κυκλώµατος.
Η παραλία εφευρίσκεται τον 19ο αιώνα από την ιατρική επιστήµη και κατασκευάζεται ως τόπος ανάρρωσης του πάσχοντος σώµατος. Ως τέτοια σταδιακά µεταβάλλεται, γίνεται χώρος κοινωνικοποίησης για τα ανώτερα στρώµατα και βαθµιαία από το µεσοπόλεµο και µετά αποικιοποιείται από όλο και µεγαλύτερα τµήµατα των δυτικών κοινωνιών. Ακόµα στις αρχές του 20ού αιώνα η ελληνική λογοτεχνία, όπως π.χ. το διήγηµα «Όταν σκάνε τα λουλούδια» του Δηµοσθένη Βουτυρά για τον απαγορευµένο έρωτα δύο γυναικών που δεν µπορεί παρά να κρυφτεί στην ερηµιά δίπλα στη θάλασσα, αποκαλύπτει την παραλία ως τόπο απόµακρο, καταραµένο και αφιλόξενο.
Η παραλία διά µέσου της κοινωνικής µίµησης των µεσαίων προς τα ανώτερα στρώµατα και την καθιέρωση των πληρωµένων διακοπών γίνεται από τη µεσοπολεµική περίοδο πανευρωπαϊκά τόπος παιχνιδιού, χώρος στον οποίο τα πλήθη µιας αναδυόµενης «µαζικής κοινωνίας» θα διασκεδάσουν, θα παίξουν και θα αναπαραστήσουν τον εαυτό τους ως συµµέτοχους µιας καθολικής ισότητας. Ή, όπως το διατύπωνε ο Ανρί Λεφέβρ, «ο µοναδικός χώρος απόλαυσης που το ανθρώπινο είδος είχε καταφέρει να ανακαλύψει στη φύση». Η παραλία καθίσταται έτσι το αίτηµα και η ουτοπία ενός συνολικού εκδηµοκρατισµού της κοινωνίας, η φαντασίωση της άρσης ταξικών διακρίσεων και της καθολικότητας πολιτικών δικαιωµάτων.
Η παραπάνω διαδικασία κοινωνικής κατασκευής της παραλίας δεν ήταν ουδέτερη, φυσική ή άµοιρη πολιτικών σχεδιασµών. Περιλαµβάνει διαχρονικά ένα σηµαντικό βαθµό πολιτικού παρεµβατισµού και ρύθµισης. Πολιτικών, δηλαδή, που από τη µια χωροθετούν και κατασκευάζουν το νέο χώρο απόλαυσης δίπλα στη θάλασσα, όπως οι µορφές προστασίας της και οι επενδύσεις σε δίκτυα µεταφοράς προς τις ακτές. Και, από την άλλη, δηµόσιων παρεµβάσεων ρύθµισης της νέας µορφής απογύµνωσης των ανθρώπινων σωµάτων, είτε για να γίνουν διαχειρίσιµες οι κοινωνικές αντιδράσεις εναντίον της, είτε για να γίνουν συµβατές µε τους διευρυνόµενους κύκλους εµπορευµατοποίησης της αναψυχής.
Υπό µια έννοια, λοιπόν, η κοινωνική τάση και η πολιτική µέριµνα για την προστασία των παραλιών δεν ήταν πάντοτε τµήµα κάποιας οικολογικής ευαισθησίας. Έχει κατ’ επανάληψη αποτελέσει, διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, κοµµάτι της διαδικασίας προστασίας του περιεχοµένου του ίδιου του τουριστικού προϊόντος. Δεν αποτελούσε πάντοτε µια τάση απο-εµπορευµατοποίησης προς όφελος της προστασίας του δηµόσιου χώρου, όπως είναι σήµερα για την αριστερά, αλλά κατά το παρελθόν έχει υπάρξει η προϋπόθεση της επιτυχούς εµπορευµατοποίησης και της δηµιουργίας ενός διευρυνόµενου τουριστικού κυκλώµατος γύρω από τις παραλίες.
Η παραπάνω αντίφαση είναι εγγεγραµµένη στην ίδια τη δοµή του τουριστικού εµπορεύµατος. Ο τουρισµός διέπεται από µια διαρκή ένταση ανάµεσα στα συµφέροντα του µεµονωµένου και του «συλλογικού» κεφαλαιοκράτη, ανάµεσα στο µελλοντικό επενδυτή και στο σηµερινό επιχειρηµατία. Ο σηµερινός επιχειρηµατίας και, υπό συνθήκες, το κράτος θέλει να εξασφαλίσει µακροχρόνια τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου στον κλάδο, την ικανότητα δηλαδή των καταναλωτών να χρησιµοποιούν π.χ. τις παραλίες περιοδικά και σε βάθος χρόνου ώστε να διασφαλίζεται η κερδοφορία και η ανταγωνιστικότητά του στο µέλλον. Αντίθετα ο µελλοντικός επενδυτής αδιαφορεί για ζητήµατα χωροθέτησης και ενδιαφέρεται για την ικανότητα εµπέδωσης του συσσωρευµένου κεφαλαίου του στο χώρο. Έτσι στον τουρισµό, η κερδοφορία της µεµονωµένης επιχείρησης βρίσκεται σε σχέση δυνητικά ανταγωνιστική µε αυτή του κλάδου συνολικά.
Στα παραπάνω βρίσκεται και ο λόγος που είναι τόσο παράδοξη και καταστροφική η σηµερινή συντονισµένη απόπειρα εκποίησης πλήθος παραλιών µέσω του ΤΑΙΠΕΔ όσο, φυσικά, και ο νόµος περί αιγιαλού που αποπειράται να περάσει το υπουργείο Οικονοµικών. Γιατί στο όνοµα της ανάπτυξης της τουριστικής οικονοµίας στη χώρα απαξιώνει την τεράστια συσσωρευµένη επένδυση που έχει πραγµατοποιηθεί τα τελευταία 50 χρόνια για τη δηµιουργία της υποδοµής της σε τουριστικές υποδοµές και ξενοδοχεία. Γιατί η απόπειρα συνολικής ιδιωτικοποίησης των παραλιών της χώρας θυσιάζει την ικανότητα της υφιστάµενης τουριστικής αγοράς να αναβαθµίσει το παρεχόµενο προϊόν της προς όφελος µεµονωµένων οικονοµικών δρώντων, άλλοτε γνωστών στο ελληνικό επιχειρηµατικό σύµπαν αδιαφάνειας και άλλοτε άγνωστων δυνητικών ξένων επενδύσεων, που ως φαντασίωση παρουσιάζονται να µας εξαγνίζουν από τη συλλογική ενοχή της έλλειψης ανταγωνιστικότητας.
Δυστυχώς, όµως, οι κυβερνητικές αυτές πρωτοβουλίες είναι ενδεικτικές και βαθύτερων κοινωνικών µετατοπίσεων. Αντανακλούν τόσο την απόσυρση του δηµόσιου από οικονοµικές λειτουργίες στοιχειώδους ρύθµισης της ιδιωτικής οικονοµίας όσο, όµως, και τη διάλυση της έννοιας της καθολικότητας των διακοπών ως δικαίωµα προσβάσιµο στο πολίτη ανεξαρτήτου οικονοµικής κατάστασης. Η καθολική αναψυχή των εργαζοµένων καταρρέει µαζί µε το συµπληρωµατικό ιδανικό της, αυτό της καθολικής εργασίας. Και µπροστά µας απλώνεται η έρηµος του ιδιωτικού, του ιδιωτικοποιηµένου και του µερικού. Του µερικού συµφέροντος, του µερικού δικαιώµατος και του ολικού κατακερµατισµού του δηµόσιου χώρου.
Η παραλία λοιπόν φτιάχνεται για να εξυπηρετήσει κοινωνικές και οικονοµικές ανάγκες. Και κάθε τι το ανθρώπινο που δηµιουργείται καταστρέφεται κιόλας. Σήµερα, κάτω από την παραλία βρίσκεται το πλακόστρωτο της πλήρους ιδιωτικοποίησης και της κατάρρευσης του δηµόσιου χώρου. Ας την υπερασπιστούµε.