Πρόσφατα έχει προταθεί ότι η διγλωσσία επιδρά στις γνωστικές ικανότητες, υπό την έννοια ότι τα δίγλωσσα παιδιά παρουσιάζουν αυξημένο ρυθμό ανάπτυξης των επιτελικών λειτουργιών (ανασταλτικός έλεγχος, γνωστική ενημέρωση, γνωστική ευελιξία), της εργαζόμενης μνήμης και της μεταγνωστικής ενημερότητας, σε σύγκριση με τον μονόγλωσσο πληθυσμό.
Ενδιαφέρον θεωρητικό ερώτημα είναι πως ακριβώς οι επιτελικές λειτουργίες, η εργαζόμενη μνήμη και οι μεταγνωστικές εκτιμήσεις σχετίζονται με την ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων. Σημασία έχει επίσης να εξεταστεί από την επιστημονική κοινότητα κατά πόσον η χρήση των δυο γλωσσών, αντί μιας από τα παιδιά συντελεί στην ταχύτερη ανάπτυξη σε σύγκριση με μονόγλωσσο πληθυσμό ή αν αυτή η σχέση δεν υφίσταται.
Η “εργαζόμενη μνήμη” αναφέρεται σε έναν γνωστικό μηχανισμό που συγκρατεί προσωρινά και ταυτοχρόνως επεξεργάζεται πληροφορίες χρήσιμες για την επιτέλεση γνωστικών δραστηριοτήτων. Ο μηχανισμός αυτός φαίνεται πως διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στην κατάκτηση της γλώσσας.
Η απόκτηση τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης γλώσσας αποτελεί πολύπλοκη γνωστική διαδικασία, καθώς τα δίγλωσσα παιδιά πρέπει να επεξεργάζονται δύο γλωσσικά συστήματα ταυτοχρόνως. Για να κατακτήσουν τις δύο γλώσσες καλούνται να συγκρατούν και την ίδια στιγμή να επεξεργάζονται εισερχόμενα λεκτικά ερεθίσματα δύο διαφορετικών γλωσσικών κωδικών, μέχρι να τα μάθουν.
Η επιστημονική κοινότητα με τον όρο “γνωστική ενημέρωση” αναφέρεται στην ικανότητα να παρακολουθούμε τις εισερχόμενες πληροφορίες, αντικαθιστώντας αυτές που δεν χρειαζόμαστε πλέον με αυτές που είναι σχετικές με το έργο που επιτελούμε στη δεδομένη στιγμή.
Για την σχέση της διγλωσσίας και της “εργαζόμενης μνήμης” διατυπώνονται δύο αντικρουόμενες απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη, η αναγκαιότητα για χειρισμό δύο γλωσσών ταυτοχρόνως πιθανώς απαιτεί αυξημένη συμμετοχή της “εργαζόμενης μνήμης”. Η διγλωσσία συνεπώς ίσως εμποδίζει την επεξεργασία των πληροφοριών στην “εργαζόμενη μνήμη”, εξαιτίας του γνωστικού φόρτου και του όγκου των δεδομένων προς μνημονική επεξεργασία, που απαιτούν οι δύο γλώσσες.
Σύμφωνα με την δεύτερη άποψη οι ανεπτυγμένες ικανότητες ανασταλτικού ελέγχου στο δίγλωσσο πληθυσμό, οι οποίες επιτρέπουν την ανάσχεση της μιας γλώσσας ενώ χρησιμοποιείται η άλλη, ίσως αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της “εργαζόμενης μνήμης” επειδή ακριβώς αυτή η ικανότητα αναστολής των άσχετων πληροφοριών είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχημένη διαχείριση των πόρων της εργαζόμενης μνήμης.
Παρόλα αυτά παραμένουν αδιευκρίνιστοι οι ακριβείς μηχανισμοί με τους οποίους εμπλέκεται η “εργαζόμενη μνήμη” στην ανάπτυξη της διγλωσσίας καθώς και η σχέση μεταξύ των μηχανισμών.
Η επιστημονική κοινότητα εξετάζει τη φύση της σχέσης μεταξύ της “εργαζόμενης μνήμης”, γνωστικής ενημέρωσης και της διγλωσσίας σε παιδιά σχολικής ηλικίας.
Πρόσφατη έρευνα του ΑΠΘ έδειξε συσχέτιση των επιδόσεων στα έργα “εργαζόμενης μνήμης” και στο έργο γνωστικής ενημέρωσης, εύρημα που εναρμονίζεται με προηγούμενα και ερμηνεύεται με βάση τον κοινό μηχανισμό που υποστιρίζει την εκτέλεση των έργων γνωστικής ενημέρωσης και εργαζόμενης μνήμης.
Στην έρευνα εξετάστηκε η αλληλεπίδραση μεταξύ διγλωσσίας, γνωστικών και μεταγνωστικών λειτουργιών, σε παιδιά 8-12 ετών, με δύο γλώσσες την ελληνική και την αλβανική. Τα αποτελέσματα της έρευνας αφορούν τρεις άξονες: (α), τη συμβολή της εργαζόμενης μνήμης και τη σχέση της με τη γνωστική ενημέρωση και τη διγλωσσία, (β) τη σχέση των επιτελικών λειτουργιών (ανασταλτικού ελέγχου, γνωστικής ενημέρωσης, και γνωστικής ευελιξίας) με τη διγλωσσία, και (γ) τη σχέση των μεταγνωστικών λειτουργιών με τη διγλωσσία στον παραπάνω πληθυσμό.
Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η τυπική εκπαίδευση και στις δύο γλώσσες επηρέασε θετικά την ανάπτυξη των μη λεκτικών γνωστικών λειτουργιών. Το παρατηρούμενο, σε πολλές μελέτες, «γνωστικό πλεονέκτημα των δίγλωσσων» φαίνεται ότι εξαρτάται από τις απαιτήσεις της εκάστοτε γνωστικής δραστηριότητας του παιδιού (σύνθετη, απλή), το εκπαιδευτικό πλαίσιο στο οποίο εκτίθεται, και το κοινωνικό περιβάλλον.
Συγκεκριμένα, τα κύρια ευρήματα της έρευνας είναι:
(α) Το σημαντικότερο γενικό εύρημα ήταν ότι οι δίγλωσσοι με εκπαίδευση διατήρησης (κάποιος βαθμός γραπτής χρήσης της αλβανικής γλώσσας, παρακολούθηση αλβανικού σχολείου) δε διέφεραν από τους μονόγλωσσους στις γνωστικές επιδόσεις, παρά τη χαμηλότερη επίδοσή τους στο έργο εκτίμησης της μη λεκτικής τους ευφυΐας,
(β) το ίδιο παρατηρήθηκε και με τους δίγλωσσους με εκπαίδευση εμβύθισης (προφορική χρήση της αλβανικής γλώσσας στο σπίτι ή/και το περιβάλλον), όταν αφαιρέθηκε η συμβολή της μη λεκτικής ευφυΐας,
(γ) στην περίπτωση της ικανότητας για ανασταλτικό έλεγχο, οι δίγλωσσοι με εκπαίδευση διατήρησης και οι μονόγλωσσοι υπερείχαν των δίγλωσσων με εκπαίδευση εμβύθισης με σημαντική διαφορά.
Τα παραπάνω αποτελούν μέρος της ανακοίνωσης και των αποτελεσμάτων της έρευνας για τον νου και τη διγλωσσία, στα πλαίσια του Συνεδρίου της Παιδαγωγικής Σχολής του ΑΠΘ για την παιδική ηλικία.
Στα πλαίσια του Συνεδρίου θα παρουσιαστούν τα πρώτα αποτελέσματα της ΚΕΟ 2 (Κύριας Ερευνητικής Ομάδας 2) του ερευνητικού έργου, με τίτλο: «Διγλωσσία και δίγλωσση εκπαίδευση: Η ανάπτυξη γλωσσικών και γνωστικών δεξιοτήτων σε διάφορους τύπους διγλωσσίας (BALED)». Επικεφαλής της ΚΕΟ 2 είναι η Καθηγήτρια του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ., Ζωή Μπαμπλέκου.
Το έργο έχει συγχρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και από εθνικούς πόρους, μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) – Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο: ΘΑΛΗΣ.
Όλες οι ανακοινώσεις του Συνεδρίου έχουν αναρτηθεί στο σύνδεσμο: http://www.nured.auth.gr/congress2014/