Τυχερό το φιλοθεάμον κοινό της Θεσσαλονίκης. Το απαγορευμένο έργο «Σαλώμη» του Όσκαρ Ουάιλντ παρουσιάζεται για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων στο θέατρο «Έξω από τα τείχη». Το έργο γράφτηκε από τον ιρλανδό συγγραφέα στο Παρίσι, όπου βρήκε μία «αγκαλιά» όταν το συντηρητικό Λονδίνο της εποχής τον έδιωξε. Η Σαλώμη, μάλιστα, απαγορεύτηκε από την αγγλική λογοκρισία και χρειάστηκε να περάσουν 40 χρόνια για να πρωτοπαρουσιαστεί. Αυτές τις ημέρες ξαναζωντανεύει από τον βρετανικό θίασο Theatre Lab Company, με την σκηνοθετική υπογραφή της Αναστασίας Ρεβή. Οι Θεσσαλονικείς έχουν την ευκαιρία να ακούσουν στο πρωτότυπο το κείμενο της «καταραμένης» αυτής ιδιοφυΐας της βικτοριανής Αγγλίας,- όπως έχει χαρακτηριστεί ο Όσκαρ Ουάιλντ- από ένα πολυπολιτισμικό κάστ ηθοποιών. Σίγουρα πρόκειται για μία εμπειρία διαφορετική. Μία γεύση από το τι συμβαίνει αυτά τα βράδια στο θέατρο «Έξω από τα τείχη» μας δίνει η Αναστασία Ρεβή.
Συνέντευξη στην Ευγενία Χατζηγεωργίου
Το κοινό είναι καλεσμένο σε ένα πάρτι. Στο πάρτι των γενεθλίων του βασιλιά Ηρώδη. Σ’ αυτή τη νύκτα συμβαίνουν παράξενα πράγματα μέσα στο παλάτι της παρακμής και των απολαύσεων Εκεί βρίσκεται και ένας προφήτης που ο Όσκαρ Ουάιλντ τον ονομάζει Jokanaan. Είναι ένας προφήτης ο οποίος διαρκώς τους λέει ότι θα καταστραφείτε από την υπερβολική χρήση απολαύσεων, από την έλλειψη ορίων, από την έλλειψη ισορροπίας- κάτι που δεν αρέσει ούτε στον βασιλιά ούτε στη βασίλισσα.
Καθώς κυλά το βράδυ, πίνουν πολύ, ξεφεύγουν πολύ και ο Ηρώδης εκφράζει μία τρελή επιθυμία: να γευτεί τον «απαγορευμένο καρπό», την νεαρή Σαλώμη. Πρόκειται για ανιψιά και θετή του κόρη, καθώς η Σαλώμη ήταν κόρη της γυναίκας του Ηρωδιάδας και του αδερφού του, τον οποίο ο Ηρώδης είχε σκοτώσει. Εκείνη την νύχτα την επιθυμεί, την ερωτεύεται και της ζητάει να χορέψει. Η Σαλώμη δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα κοριτσάκι, μία μοναχοκόρη-βασιλοκόρη, μία μπαλαρίνα, που δεν ξέρει τίποτα άλλο από τον μικρό κόσμο του παλατιού. Εκείνο το βράδυ ανακαλύπτει ότι μέσα στο παλάτι υπάρχει ένας αιχμάλωτος, τον οποίο ερωτεύεται. Τον Jokanaan. Είναι κεραυνοβόλος έρωτας, χωρίς η ίδια να έχει ιδέα ότι είναι προφήτης. Το μόνο που του ζητάει είναι να τον φιλήσει, αλλά εκείνος αρνείται. Στην προσπάθειά της να κερδίσει εκείνο το φιλί, ζητάει να του κόψουν το κεφάλι. Δεν το κάνει ούτε για να τον τιμωρήσει ούτε γιατί είναι κακιά απλά γιατί θέλει να γευτεί ένα φιλί. Η Σαλώμη δεν ξέρει τι είναι καλό και τι είναι κακό. Είναι ένα αγνό παιδί μέσα σε ένα κολασμένο παλάτι που εκείνη τη συγκεκριμένη βραδιά έχει μία πρωτογενή επιθυμία.
«Με ιντριγκάρει ο,τιδήποτε απαγορευμένο»
Ρωτώ την Αναστασία Ρεβή πως επέλεξε το συγκεκριμένο έργο. «Πολύ καιρό φλέρταρα τη Σαλώμη» απαντά, σημειώνοντας : «Πρώτον μου αρέσει πολύ ο Όσκαρ Ουάιλντ. Η γραφή, η αισθητική, η οξυδέρκεια και ο αυτοσαρκασμός του. Είναι στοιχεία που δένουν πάρα πολύ και με τη δικιά μου προσωπικότητα και με τον δικό μου χαρακτήρα». Αναφέρεται στο «κοφτερό βρετανικό χιούμορ», φέρνοντας χαρακτηριστικά δύο φράσεις: «Μπορεί όλοι να είμαστε στα σκουπίδια, αλλά κάποιοι από εμάς μπορούμε να κοιτάμε το φεγγάρι και να νιώθουμε καλύτερα» και «Τίποτα δεν μπορεί να θεραπεύσει την ψυχή περισσότερο από τις αισθήσεις, όπως και τίποτα δεν μπορεί να θεραπεύσει τις αισθήσεις περισσότερο από την ψυχή».
«Μ’ αρέσει ο,τιδήποτε είναι απαγορευμένο. Φυσικά με ιντριγκάρει, όπως τους περισσότερους», αναφέρει στη συνέχεια, προσθέτοντας: «Εμένα ως καλλιτέχνη με ενδιαφέρει πάρα πολύ να διερευνώ το θέμα της χαμένης αθωότητας και η Σαλώμη είναι μία τέτοια περίπτωση. Είναι ο συμβολισμός της χαμένης αθωότητας, είναι η αγωνία της ενηλικίωσης, είναι αυτή η μεταβατική εποχή από την ασφάλεια της παιδικότητας στον τεράστιο παράξενο κόσμο των μεγάλων- κάτι που δεν το κατάλαβα ποτέ, ακόμη και τώρα που μεγάλωσα μάλλον…».
«Ήθελα μια εποχή που να επιτρέπει εκκεντρικότητες»
Προσωπική επιλογή της Αναστασίας Ρεβή ήταν να τοποθετήσει το έργο στο 1930 και όχι στην βιβλική εποχή που το τοποθετεί ο Όσκαρ Ουάιλντ. Είναι η εποχή του Μεσοπολέμου και της αποικιοκρατίας, όπου όπως εξηγεί «τα ήθη είναι πάρα πολύ χαλαρά και δένει πάρα πολύ η εποχή αυτή με τον εστέτ Όσκαρ Ουάιλντ στα δικά μου μάτια, στη δική μου ανάγνωση. Κάθε έργο είναι ανοικτό προς διαφορετικές αναγνώσεις». «Η δική μου ανάγνωση ήθελε μία εποχή, έναν περίγυρο, ο οποίος επιτρέπει εκκεντρικότητες, επιτρέπει αλκοόλ, επιτρέπει καπνό, επιτρέπει γυμνά σώματα, επιτρέπει απαγορευμένες απολαύσεις. Όλο το ’30 είναι έτσι, όλο το Art Nouveau είναι έτσι», συμπληρώνει.
Η απόρριψη από τα Δημήτρια και η πρόσκληση από το θέατρο «Έξω από τα τείχη»
Η Θεσσαλονίκη αποτελεί τον τέταρτο σταθμό της παράστασης. Είχε προηγηθεί το Λονδίνο, όπου ανέβηκε για οκτώ sold-out παραστάσεις σε ένα Βικτοριανό χολ, μία κρυμμένη έπαυλη σε μία underground περιοχή. Η δημοσιότητα της παράστασης δεν έγινε επίσημα, με την είσοδο να επιτρέπεται μόνο με έναν μυστικό κώδικα. Η απήχηση της παράστασης μεγάλη και κάπως έτσι ήρθε η πρόσκληση από την Αθήνα. Η παράσταση ανέβηκε σε ένα επίσης underground χώρο, το «Cabaret Voltaire» στο Μεταξουργείο. «Πολύ ιδιαίτερος χώρος», σημειώνει η Αναστασία, προσθέτοντας: «καθόλου δήθεν. Εγώ δεν μπορώ τίποτα δήθεν».
Ακολούθησε το φεστιβάλ της Αβινιόν και ένας άλλος παράξενος χώρος: ένα εξωκλήσι του 1700 που έχει μετατραπεί σε θέατρο. «Ένα σπιρτόκουτο», αναφέρει χαρακτηριστικά, «Ήταν η πιο μίνι Σαλώμη που έχω κάνει».
Η Αναστασία Ρέβη δηλώνει ιδιαίτερα χαρούμενη που η παράσταση ανεβαίνει και στη Θεσσαλονίκη, μία πόλη που αγαπά ιδιαίτερα. Αν και η απάντηση για να συμμετέχει στα Δημήτρια ήταν αρνητική, αυτές τις ημέρες το κοινό της πόλης έχει την σπουδαία ευκαιρία να την παρακολουθήσει στο θέατρο «Έξω από τα τείχη». Άλλωστε ο χώρος αυτός που φιλοξενεί την παράσταση έχει τη δική του ιδιαιτερότητα: υπήρξε εστιατόριο του γερμανικού κατοχικού στρατού, χώρος βασανιστηρίων των αντιστασιακών, αποθήκη πολεμοφοδίων της ΕΠΟΝ, σχολείο και τώρα πια θέατρο. Η πινελιά της Αναστασίας Ρεβή υπήρξε καθοριστική και έτσι η αλλαγή στο θέατρο «Έξω από τα τείχη» είναι ριζική. Όπως αποκαλύπτει, πρόκειται για μία «δυνατή» παρέμβαση με αποτέλεσμα το θέατρο να μην έχει καμία σχέση με πριν.
Η Αναστασία Ρεβή παραδέχεται πως ήθελε πάρα πολύ η παράσταση να έρθει στα Δημήτρια. «Όταν πας σε φεστιβάλ, όταν πας στην Αβινιόν και παίρνεις πεντάστερα στη La Provence και σε κάνει θέμα η Liberation και σου λένε όχι τα Δημήτρια, λες οκ παιδιά…», σχολιάζει.
Όπως εξηγεί στη συνέχεια, την ενδιαφέρει η συμμετοχή σε φεστιβάλ, έχοντας άλλωστε ανεβάσει πάρα πολλές παραστάσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου. «Μου αρέσουν πάρα πολύ γιατί έχει όλη αυτή την ατμόσφαιρα της γιορτής, των παραστάσεων. Συναντάς ανθρώπους και βλέπεις παραστάσεις από όλο τον κόσμο», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Εγώ αυτά τα λατρεύω, δηλαδή αυτές τις ανταλλαγές καλλιτεχνών, ιδεών για μένα είναι ό,τι ωραιότερο. Με συμφωνίες, με διαφωνίες έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον αυτό».
Ρίσκο για το κοινό της πόλης τα αγγλικά;
Δεδομένου ότι η παράσταση είναι στα αγγλικά ρωτώ την Αναστασία Ρεβή αν θεωρεί πως το στοιχείο αυτό αποτελεί ρίσκο για το κοινό της Θεσσαλονίκης. «Όχι, γιατί είναι μία παράσταση απολύτως εικαστική», μου απαντά. «Ναι η γλώσσα είναι δύσκολη γιατί και για τους Άγγλους είναι δύσκολη. Είναι ποίηση μαζί με βικτοριανά αγγλικά, οπότε το επίπεδο της γλώσσας είναι φοβερά υψηλό και για το σύγχρονο λονδρέζικο κοινό. Αλλά η παράσταση, επειδή με ενδιαφέρει πάρα πολύ πάντα το εικαστικό κομμάτι, είναι μία πανδαισία εικόνων και αισθήσεων. Επίσης έχει πάρα πολύ καθαρές γραμμές και νομίζω ότι κανείς παρακολουθεί την ιστορία πάρα πολύ εύκολα», προσθέτει.
«Βλέπεις υψηλή τέχνη»
Η πρεμιέρα της παράστασης συνέπεσε με τα γενέθλια της Αναστασίας Ρεβή και η ανταπόκριση του κόσμου ήταν το καλύτερο δώρο για εκείνη. «Η πλειοψηφία του κοινού ήταν εκστασιασμένη», δηλώνει η ίδια η οποία στην επαφή της με το κοινό είχε τη χαρά να ακούσει σπουδαία σχόλια.
«Διαισθάνθηκα κάποιους άλλους που δεν ήξεραν πως να αντιδράσουν», δεν διστάζει να αποκαλύψει. «Υπάρχει και ένα κομμάτι κοινού που δεν ξέρει πως να αντιδράσει σ΄ αυτό. Νομίζω ότι είναι κάτι πρωτόγνωρο και όλα τα πρωτόγνωρα πράγματα μας δημιουργούν ανάμεικτα συναισθήματα και εγώ αυτό το πράγμα το διαβάζω στον κόσμο», σημειώνει.
«Είναι ωραίο το κοινό να εξοικειώνεται σε διαφορετικά είδη», σχολιάζω. «Στο διαφορετικό υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μπορούν να πάνε σ’ ένα άλλο κομμάτι, να αναγνωρίσουν ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει και αυτό να τους δώσει τρελή ανάταση. Υπάρχει και ένα κοινό για το οποίο το διαφορετικό, ακριβώς επειδή είναι διαφορετικό μπορεί να είναι και πάρα πολύ άβολο».
«Και μόνο το να βλέπεις το καταπληκτικό καστ της Σαλώμης και να ακούς Όσκαρ Ουάιλντ στο πρωτότυπο είτε έχεις εξοικειωθεί είτε όχι, είναι εμπειρία. Βλέπεις υψηλή τέχνη. Τώρα το τι θα το κάνεις είναι δικό σου κομμάτι. Ζεις μία διαφορετική εμπειρία και εγώ ως καλλιτέχνης οφείλω να την δώσω γενναιόδωρα και αυτό το κάνω», τονίζει η ίδια.
Το κεφάλαιο Theater Lab Company
Η Αναστασία Ρεβή έχει την καλλιτεχνική διεύθυνση του θιάσου Theater Lab Company με έδρα το Λονδίνο. Με περηφάνια μου λέει πως ο θεατρικός αυτός οργανισμός της Μεγάλης Βρετανίας κάνει ένα τεράστιο έργο για την προώθηση του ελληνικού πολιτισμού. «Αυτό γίνεται γιατί εγώ είμαι Ελληνίδα και γιατί πιστεύω πάρα πολύ στο ελληνικό θέατρο», σημειώνει.
Κάνει ειδική αναφορά στον πενταετή κύκλο έρευνας και παρουσίασης τριών τραγωδιών (Αντιγόνη του Σοφοκλή, Ορέστεια του Αισχύλου, Μήδεια του Ευριπίδη) και μίας κωμωδία (Λυσιστράτη του Αριστοφάνη). Και οι τέσσερις αυτές δουλειές, στα αγγλικά και με διεθνές κάστ- γίνανε στα Riverside Studios, ένα από τα καλύτερα θέατρα της Ευρώπης, σε συνεργασία με το μουσικό σχήμα Δαιμονία Νύμφη- , Έλληνες που κάνουν καριέρα στην Ευρώπη, χρησιμοποιώντας παραδοσιακά ελληνικά όργανα μπλεγμένα με έντονη μουσική.
Μύθος ότι ο κόσμος γνωρίζει τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες
Κάνοντας μία παρένθεση στην δραστηριότητα του Theater Lab Company, η Αναστασία Ρεβή διευκρινίζει πως είναι ένας μύθος να νομίζουμε οι Έλληνες ότι ξέρει όλος ο κόσμος τις τραγωδίες μας. «Κανένας δεν ξέρει τίποτα εκτός από τους ακαδημαϊκούς, τους ελίτ και τους κλασικιστές», αναφέρει χαρακτηριστικά. Και αυτό, όπως συμπληρώνει, έχει φοβερό ενδιαφέρον γιατί έρχονται να δουν μία δουλειά η οποία έχει μία ιστορία 2.500 χρόνων, οπότε έχει κάτι αρχέγονο και ταυτόχρονα κάτι πάρα πολύ πρωτότυπο. Είναι ένας συνδυασμός που τουλάχιστον το λονδρέζικο κοινό το ενδιαφέρει πάρα πολύ.
Επίσης ακριβώς επειδή δεν κουβαλάνε την βαριά κληρονομιά του αρχαίου ελληνικού μεγαλείουστο κύτταρό τους έρχονται και με μία ανοικτή ψυχή, σημειώνει η ίδια επισημαίνοντας πως αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον και εκεί γίνονται ωραίες ανταλλαγές ανάμεσα στους καλλιτέχνες, ανάμεσα στο κοινό.
Η Αναστασία Ρεβή επανέρχεται στο «παρεάκι» εκείνο, με το οποίο γνωρίστηκε από το 1997 -όταν συμμετείχε στην ομάδα ως ηθοποιός- και ξεκίνησε μία τεράστια δουλειά προώθησης και παρουσίασης του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Αναφέρει έναν κατάλογο συγγραφέων με τους οποίους το θιάσου Theater Lab Company έχει ασχοληθεί, – όπως μεταξύ άλλων Αναγνωστάκη, Σκούρτη, Κεχαΐδη, Μάτεση, Ηλιόπουλο, Σερέφα, Δήμου, Ράπτη, Πέγκα, Φυλακτάκη, Κούφαλη, Δημητριάδη, Τζανάτου.
Κάποια από τα έργα έχουν παρουσιαστεί στο πλαίσιο των φεστιβάλ θεατρικών αναλογίων. Ήδη έχουν διοργανωθεί τρία φεστιβάλ και τη φετινή Άνοιξη ακολουθεί το τέταρτο. Η παρουσίαση των σύγχρονων ελληνικών έργων ως αναλόγια γίνεται πάντα στα αγγλικά. Πάντα με μη Έλληνες ή με κάποιους Έλληνες, «ένας συγκερασμός που έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον», όπως τονίζει η Αναστασία Ρεβή.
Στα αναλόγια το λονδρέζικο κοινό πηγαίνει να δει και τη γραφή ενός άλλου λαού και τα θέματα που διαπραγματεύεται η σύγχρονη Ελλάδα, με μία διάθεση να γνωρίσουν κάτι διαφορετικό. Εκτός από αυτό, πηγαίνουν να δουν μία καλή παράσταση είτε να δουν τη συνέχεια του Theater Lab Company, όπως προσθέτει η Αναστασία Ρεβή.
Η επίσημη μεριά της Ελλάδας δεν νοιάζεται
Επιπλέον, αξίζουν ιδιαίτερης αναφοράς οι εκδόσεις, καθώς είναι η μόνη ομάδα στον κόσμο που έχει κάνει αυτή την τεράστια δουλειά σε σχέση με το σύγχρονο ελληνικό θέατρο.
Ωστόσο, η Ανστασία Ρεβή επικρίνει τη στάση της χώρας μας. «Η Ελλάδα δεν το είχε καταλάβει, όσες φορές προσπάθησα να το επικοινωνήσω αυτό με τους ιθύνοντες δεν υπάρχει καμία οικονομική στήριξη γι΄ αυτό. Ούτε καν αιγίδα δεν υπάρχει, ούτε καν η ελληνική πρεσβεία δεν δείχνει μία παρουσία. Τίποτα», αναφέρει χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας «Η επίσημη μεριά της Ελλάδας, όχι δεν έχει καταλάβει, νομίζω δεν νοιάζονται πολύ. Αλλά δεν πειράζει η τέχνη δεν μπορεί να σταματήσει από τους ανθρώπους αυτούς. Καλά να είναι οι άνθρωποι. Κάνουν αυτοί τη δουλειά τους και εμείς τη δικιά μας».
«Υπάρχει μία βαθιά αγάπη για τη δουλειά, υπάρχει και όραμα και γνώση, οπότε όταν έχεις αυτά τα συστατικά είναι δικά σου και δεν στα παίρνει κανένας και μ’ αυτά πορεύεσαι. Έχω δουλέψει πάρα πολύ και είχα την χαρά να έχω βρεθεί σε μεγάλες σκηνές. Όταν τις περνάς αυτές τις εξετάσεις γίνεσαι λίγο χαλύβδινος. Πας με καθαρή ψυχή», σημειώνει με έμφαση η Αναστασία Ρεβή.
