Πλήρης ημερών, σε ηλικία 108 ετών, «έφυγε» το απόγευμα της Παρασκευής από τη ζωή ο σπουδαίος φιλόλογος και καθηγητής, Εμμανουήλ Κριαράς.
“Δεν ήλπιζα τόσο μακρά ζωή. Θυμάμαι, ξέρετε, τον κομήτη του Χάλεϊ, την εμφάνιση του Βενιζέλου, παρέστην – μικρό παιδί – σε ένοπλο συλλαλητήριο στην Κρήτη. Δεν επεπόθησα, ξέρετε, τόσο μακρύ βίο… Έγινε. Δεν θέλω πια άλλο να ζήσω. Η χαρά μου, η αγαπημένη μου σύζυγος, έφυγε. Ο έρωτας, τον οποίο η ύπαρξή της και μόνο μου ενέπνεε, ο έρωτας για τη ζωή, τη δημιουργία και την εργασία, δεν υπάρχει πια. Οπότε, σας ευχαριστώ για τις ευχές και τα δώρα αλλά… είναι πλέον περιττά. Και η εποχή μας δεν το θέλει το περιττό”, είχε δηλώσει σε συνέντευξή του, πριν από λίγους μήνες στο ΑΠΕ, με αφορμή τη συμπλήρωση των 107 ετών του.
Ο Εμμανουήλ Κριαράς γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1906 στον Πειραιά από οικογένεια κρητικής καταγωγής, ενώ τα πρώτα παιδικά του χρόνια έζησε στη Μήλο.
Tο 1914 με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα Χανιά της Κρήτης, όπου και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Το 1924 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1929. Από το 1930 έως το 1950 εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, αρχικά ως συνεργάτης και από το 1939 ως διευθυντής.
Παράλληλα με την εργασία του στο Μεσαιωνικό Αρχείο συνέχισε τις σπουδές του και το 1930 μετέβη στο Μόναχο με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών για να ενημερωθεί σε θεωρητικά και τεχνικά ζητήματα της λεξικογραφίας στο περιβάλλον του Thesaurus Linguae Latinae.
Το 1938-1939 και το 1945-1948, ως διδάκτορας πλέον, φεύγει για μετεκπαίδευση στο Παρίσι, την πρώτη φορά στη βυζαντινολογία και τη δεύτερη στη συγκριτική γραμματολογία. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1938 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τη διατριβή Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου.
Το 1948 ήταν υποψήφιος για την έδρα της νέας ελληνικής φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, την οποία όμως κατέλαβε ο Λίνος Πολίτης. Δύο χρόνια αργότερα, εκλέχτηκε στην θέση του τακτικού καθηγητή της μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο.
Στην Θεσσαλονίκη δίδαξε κυρίως μεσαιωνική φιλολογία, εκτάκτως μεσαιωνική ελληνική ιστορία, νεοελληνική φιλολογία, αλλά και γενική και συγκριτική γραμματολογία, αφού χάρη στις δικές του ενέργειες ιδρύθηκε (το 1965) η πρώτη -και για πολλά χρόνια μοναδική στην Ελλάδα- έκτακτη αυτοτελής έδρα της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας.
Το διδακτικό έργο του Εμμανουήλ Κριαρά διακόπηκε βίαια τον Ιανουάριο του 1968, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών αποφάσισε να τον απολύσει για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Η απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο τον έστρεψε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στη σύνταξη του ‘«Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669)».
Έγραψε περίπου 60 βιβλία και δημοσίευσε πάνω από 1.000 άρθρα. Ξεχωρίζουν οι μονογραφίες του για τον Ψυχάρη, τον Σολωμό και τον Παλαμά, οι εκδόσεις των παλαιότερων κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως η Πανώρια του Χορτάτση και τα Θεατρικά του Πέτρου Κατσαΐτη, οι ποικίλες μελέτες του για τον δημοτικισμό και κυρίως οι 14 πρώτοι τόμοι του Λεξικού, που διεθνώς έχει καθιερωθεί να αποκαλείται «Λεξικό Κριαρά». Το 1997, για προσωπικούς λόγους, ο Κριαράς σταμάτησε τη συγγραφή του Μεσαιωνικού Λεξικού και παρέδωσε το σχετικό αρχείο στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, στη Θεσσαλονίκη. Το Κέντρο συνεχίζει την επεξεργασία του αρχείου και έκτοτε εξέδωσε τον 15ο τόμο (2006), τον 16ο (2008), τον 17ο (2011), τον 18ο (2014), καθώς και δίτομη επιτομή των πρώτων 14 τόμων. Ο Κριαράς εξέδωσε επίσης το σπουδαίο Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας, γραπτής και προφορικής (Εκδοτική Αθηνών, 1995).
Η σύζυγός του, καθηγήτρια της ψυχοτεχνικής στη Βιομηχανική Σχολή της Θεσσαλονίκης (σημερινό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), Αικατερίνη Στριφτού-Κριαρά, με την οποία είχε παντρευτεί το 1936, απεβίωσε την 1η Μαΐου του 2000.
