in

Συμβούλιο Περιβάλλοντος ΑΠΘ: Απόσυρση του νομοσχεδίου για τον αιγιαλό

Συμβούλιο Περιβάλλοντος ΑΠΘ: Απόσυρση του νομοσχεδίου για τον αιγιαλό

Στο θέμα του νομοσχεδίου για την «οριοθέτηση, διαχείριση και προστασία αιγιαλού και παραλίας» παρενέβη το Συμβούλιο Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, επειδή πιστεύει ότι η διαχείριση και προστασία του αιγιαλού έχουν εξαιρετική σημασία για τη χώρα μας. Το συμβούλιο έκρινε αρνητικά πολλές από τις διατάξεις του νομοσχεδίου και ζήτησε την απόσυρσή του.

Το κείμενο της παρέμβασης του Συμβουλίου Περιβάλλοντος του ΑΠΘ έχει ως εξής:

«Είναι αναμφισβήτητο ότι προτεραιότητες της χώρας πρέπει να είναι: (1) η αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας, (2) ο εξορθολογισμός και απλοποίηση του νομικού πλαισίου για την προστασία και ολοκληρωμένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης και (3) η βέλτιστη εφαρμογή της κείμενης σχετικής νομοθεσίας για την προστασία και αειφορική χρήση της βιοποικιλότητας. Ωστόσο, το παρόν σχέδιο νόμου, το οποίο, σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα του Υπουργού έχει ως μόνο στόχο την «απελευθέρωση των τεράστιων δυνατοτήτων οικονομικής ανάπτυξης» της παράκτιας ζώνης, δεν εξυπηρετεί τις προτεραιότητες αυτές, για τους ακόλουθους λόγους:

Α) Στερείται επαρκούς επιστημονικής τεκμηρίωσης, αφού αγνοεί τις σύγχρονες επιστημονικές απόψεις και τεχνολογίες σε σχέση με την παράκτια γεωμορφολογία, οικολογία και βιολογία, ενώ εισάγει καινοφανείς επιστημονικά έννοιες, όπως η «τεκμαρτή παραλία», οι μη προστατευόμενες λίμνες και ποταμοί, η παρόχθια ζώνη προκαθορισμένου πλάτους, χωρίς καμία αξιοποίηση των διεθνώς καθιερωμένων επιστημονικών τεχνικών και γνώσεων.

Β) Είναι όχι μόνο αντιπεριβαλλοντικό αλλά και αντιαναπτυξιακό, καθώς ακολουθεί την αποτυχημένη συνταγή του χρονικά προσωρινού και εντελώς αμφίβολου οικονομικού οφέλους, υιοθετώντας πρακτικές τουριστικής ανάπτυξης, που όχι μόνο έχουν αποδειχθεί παρωχημένες, αλλά ήταν και ανάμεσα στις αιτίες της σημερινής οικονομικής κρίσης, αφού βασίστηκαν στην ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και την υπερπροσφορά ακινήτων. Συγχρόνως αγνοεί τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης, οι οποίες εξασφαλίζουν τη μακρόχρονη οικονομική ευημερία (π.χ. οικο-τουριστική ανάπτυξη).

Γ) Περιορίζει την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών στον αιγιαλό, καταργεί στην ουσία την συνταγματικά κατοχυρωμένη κοινή χρήση του αιγιαλού και, έχοντας ως μοναδικό γνώμονα την εισπρακτική πολιτική, επιβραβεύει συλλήβδην και στο διηνεκές την παρανομία (π.χ. με την τακτοποίηση αυθαιρέτων). Παράλληλα δημιουργεί προϋποθέσεις για κρατική διαφθορά, αφού π.χ. τα πρόστιμα καθορίζονται με υποκειμενικά κριτήρια σε ό,τι αφορά την περιβαλλοντική επίπτωση των παρανομιών ή άλλων τεχνικών επεμβάσεων.

Δ) Χάνει την ευκαιρία να τακτοποιήσει οριστικά το χωροταξικό, νομικό και περιβαλλοντικό πρόβλημα που αφορά τον αιγιαλό, διαιωνίζοντας τα χρόνια περιβαλλοντικά, χωροταξικά και ιδιοκτησιακά προβλήματα των παράκτιων και παρόχθιων περιοχών.

»Ειδικότερα, το νομοσχέδιο παρουσιάζει μία σειρά από συγκεκριμένες τεχνικές, επιστημονικές και νομικές αδυναμίες. Ενδεικτικά επισημαίνονται τα ακόλουθα σημεία:

1) Η επεξεργασία του προτεινόμενου νομοθετικού πλαισίου διακρίνεται από προχειρότητα. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτυγχάνει τον εκσυγχρονισμό της υπάρχουσας σχετικής πολυνομίας.

2) Μπορεί το σχέδιο νόμου να εμφανίζεται ως καταλύτης για την εναρμόνιση πλήθους νόμων και υπουργικών αποφάσεων σε ζητήματα αιγιαλίτιδας ζώνης, ωστόσο προσκρούει στο άρθρο 24 του Συντάγματος και στα άρθρα 966 και 967του Αστικού Κώδικα περί κοινοχρήστων και πραγμάτων εκτός συναλλαγής. Προσκρούσει επίσης στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της απόλαυσης των δημοσίων αγαθών όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 5 παρ.1 και 25 παρ.1 εδ. α του Συντάγματος, καθώς επίσης στη θεμελιώδη αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και της αρχής της αναλογικότητας. Προσκρούει επίσης και στην ίδια την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (α.1 παρ. 2 Σ). Είναι αντίθετο επίσης με το Νόμο 3937/11 περί προστασίας της Βιοποικιλότητας και τις οδηγίες της ΕE (π.χ. οδηγία 2000ΕΕ60), καθώς και με θεμελιωμένες επιστημονικές γνώσεις της Φυσικής, Βιολογικής και Γεωλογικής Ωκεανογραφίας.

3) Στο ίδιο πνεύμα και η νομολογία του ΣτΕ1, είναι πάγια αντίθετη στην παραχώρηση ή την αλλοίωση, μέσω έργων, του αιγιαλού, εκτός αν εξυπηρετείται υπέρτατο δημόσιο συμφέρον και μόνο κατόπιν σχετικής μελέτης. Ωστόσο, κατά την ίδια νομολογία ούτε το ιδιωτικό επιχειρηματικό συμφέρον ούτε γενικά ταμειακοί λόγοι θεωρούνται από το ΣτΕ ότι συνιστούν υπέρτατο δημόσιο συμφέρον.

4) Συμπληρωματικά, δεν υιοθετούνται διαπιστώσεις – προτάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη οι οποίες έχουν διατυπωθεί με σχετική έκθεση για τη Διαχείριση της παράκτιας ζώνης (Ανεξάρτητη Αρχή)2

5) Σχεδόν σε όλο το κείμενο του σχεδίου νόμου αποφεύγεται επιμελώς κάθε νύξη σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις (με ορισμένες εξαιρέσεις π.χ. άρθρο 13, παράγρ. 5, άρθρο 14 παράγρ. 1), και με τις συμβατικές υποχρεώσεις των αναδόχων των έργων ή της αξιοποίησης του αιγιαλού για αποκατάσταση του τοπίου, μετά το πέρας της χρονικής διάρκειας αξιοποίησης μέρους του αιγιαλού.

6) Σε αρκετές περιπτώσεις άρθρων διαπιστώνονται φωτογραφικές διατάξεις που στοχεύουν στην νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας – αυθαιρέτων (π.χ. άρθρο 5, παράγρ. 8).

7) Δεν προβλέπονται μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε θαλάσσιες περιοχές όπου σχεδιάζεται η ανάπτυξη θαλάσσιων πάρκων με πλωτές εξέδρες ή πλωτών προσβάσεων από των αιγιαλό.

8) Η διαδικασία καθορισμού της γραμμής του αιγιαλού επιδέχεται πολλές αμφισβητήσεις και στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης. Σε κάθε περίπτωση στις επιτροπές καθορισμού οριογραμμών (άρθρο 4 παράγρ. 1), θα πρέπει να προβλέπεται εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που να καλύπτει τα αναγκαία επιστημονικά πεδία, ώστε να καθορίζονται με ακρίβεια οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα της αιγιαλίτιδας ζώνης, και όχι μόνο.

9) Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου αναφέρονται συμβατικές υποχρεώσεις για την εκπόνηση μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεν προσδιορίζεται το είδος και οι απαιτήσεις των μελετών αυτών.

10) Επιτρέπει έργα στον αιγιαλό ακόμη και την προσάμμωση του αιγιαλού (αρθρ. 13.2) και την επιχωμάτωση του θαλάσσιου χώρου (αρθρ. 13.5), υπολογίζοντας την έκταση της επιχωμάτωσης με βάση τον αριθμό των κρεβατιών της τουριστικής μονάδας και με κριτήριο τις ανάγκες των τουριστικών μονάδων.

11) Αναγορεύεται ο Υπουργός Οικονομίας ως ο μοναδικός ρυθμιστής όλων των διαδικασιών ακόμη και των τεχνικών, περιβαλλοντικών, διαχειριστικών (αρθρ. 23).

»Για όλους τους παραπάνω λόγους το Συμβούλιο Περιβάλλοντος του ΑΠΘ απαιτεί την πλήρη απόσυρση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, καθώς παραβιάζονται θεμελιώδεις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος και των δημοσίων αγαθών. Τέλος, θεωρεί πως η χώρα χρειάζεται απαραιτήτως ένα ολοκληρωμένο πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης της παράκτιας ζώνης που θα προστατεύει τους μοναδικούς φυσικούς πόρους και το παράκτιο τοπίο. Που θα εξασφαλίζει την ευρύτερη συναίνεση όλων των συναρμόδιων φορέων με την οικονομική ανάπτυξη, τη χωροταξία και το περιβάλλον, αξιοποιώντας την επιστημονική γνώση».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΓΣΕΕ: Κυβερνητικός αυταρχισμός χωρίς τέλος

ΜΕΤΑ: «Νόμος και τάξη» υπέρ των ιδιωτικών συμφερόντων