Τελικά πόσο κάνει; Της Πόλα Καπόλα

Τελικά πόσο κάνει; Της Πόλα Καπόλα
Mερικές σκέψεις για την τιμή των βιβλίων
Τον τελευταίο καιρό έχει ανοίξει η συζήτηση για την κατάργηση της ενίαιας τιμής του βιβλίου. Τα επιχειρήματα των υπερασπιστών και των πολέμιων είναι γνωστά και έχουν παρουσιαστεί εκτενώς στον τύπο. Σκοπός αυτής της παρέμβασης δεν είναι να υπερασπιστεί τη διατήρηση της ενιαίας τιμής, μολονότι αυτή είναι η θέση της γράφουσας, αλλά να θέσει ορισμένα ερωτήματα για το αν τελικά το βιβλίο είναι όντως ακριβό.

Μιλάμε για το βιβλίο και αναφερόμαστε σε αυτό ως το «ύψιστο» πολιτισμικό αγαθό. Πόσο ειλικρινής είναι αυτή τη δήλωση είτε προέρχεται από τους αναγνώστες-καταλανωτές, είτε από τους ανθρώπους του βιβλίου, ή ακόμα περισσότερο από τους πολιτειακούς φορείς; Χρειαζόμαστε τα βιβλία; Μάλλον συμφωνούμε όλοι είτε γιατί το πιστεύουμε, είτε γιατί το μάθαμε κάποτε στο σχολείο σαν το «Πάτερ ημών», και το επαναλαμβάνουμε αυτοματοποιημένα.

Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε κατά πόσο η κοινωνία επιθυμεί να διοχετεύονται χρήματα, δηλαδή οι φόροι της, σε έργα πολιτισμού ή παιδείας. Δεν γνωρίζουμε αν αποδέχεται την αξιοπρεπή αμοιβή όσων συντελούν στην παραγωγή ενός προϊόντος, εμπορεύματος και αγαθού μορφωτικού μαζί, δηλαδή αν είναι διατεθειμένη να την πληρώσει ως μέρος του κόστους. Έτσι η περί ενιαίας τιμής των βιβλίων συζήτηση γίνεται στα τυφλά, χωρίς τα σχετικά εργαλεία ανάλυσης. Δεν υπάρχει κανένας αξιόπιστος φορέας που να καταγράφει τις πραγματικές προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού, δεν γνωρίζουμε πόσα είναι τα βιβλιοπωλεία, δεν γνωρίζουμε πώς επιμερίζεται ο τζίρος των εκδοτικών επιχειρήσεων είτε θεματικά, κατά κατηγορία περιεχομένου, είτε συναλλακτικά, κατά κατηγορία σημείων πώλησης (βιβλιοπωλεία, χαρτοπωλεία, παζάρια, ιντερνετ, κ.λπ.). Η άγνοια αυτών των μεγεθών είναι προφανής σε όποιον διαβάσει τις σχετικές σελίδες των προτάσεων του ΟΟΣΑ, ή καλύτερα, των άγνωστων, χαμηλόβαθμων και εξωτερικών συνεργατών του. Εξίσου προφανές είναι και το δημαγωγικό συμπέρασμά τους, πως η κατάργηση του νόμου θα υποχρεώσει τις εκδοτικές επιχειρήσεις να καινοτομήσουν και να χαμηλώσουν το κόστος τους, άρα τις τιμές των ελληνικών βιβλίων.

Οι αναγνώστες έχουν κάθε λόγο να απαιτούν τις όσο το δυνατόν χαμηλότερες τιμές στα βιβλία. Δυστυχώς, οι τιμές στις οποίες προσφέρονται τα ελληνικά βιβλία δεν τα καθιστούν προσιτά στους πιθανούς αγοραστές, για τους λόγους που όλοι γνωρίζουμε τα τελευταία χρόνια. Όμως, η ανέχεια που χαρακτηρίζει τον μέσο αναγνώστη δεν είναι λόγος για να κατεβούν οι τιμές. 

Η τιμή του βιβλίου, η οποία ορίζεται από τον εκδότη, προκύπτει από τους εξής παράγοντες: τα συγγραφικά δικαιώματα προς τον συγγραφέα, την αμοιβή του μεταφραστή εάν πρόκειται για ξενόγλωσσο βιβλίο, την αμοιβή του επιμελητή-διορθωτή, την αμοιβή του γραφίστα, την αγορά του χαρτού, την εκτύπωση, τη βιβλιοδεσία και τέλος τα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησης. Σε όλα τα παραπάνω ο εκδότης πρέπει να συνυπολογίσει το ποσοστό έκπτωσης που θα κάνει στον βιβλιοπώλη και τον χονδρέμπορο, ποσοστά που κυμαίνονται από 35% έως 50%.

Από τους αναγνώστες, και κυρίως από αυτούς που  διαβάζουν συστηματικά και παρακολουθούν και την ξένη βιβλιοπαραγωγή, διατυπώνεται η άποψη, με τη μορφή μομφής προς τους έλληνες εκδότες, ότι το βιβλίο στην Ελλάδα σε σχέση με το εξωτερικό είναι δυσανάλογα πιο ακριβό. Η παρατήρηση αυτή, αν και έχει μια δόση αλήθειας, δεν λαμβάνει υπόψη  τις  ιδιαιτερότητες της  ελληνικής αγοράς: αφενός ότι η αγορά αυτή είναι πολύ περιορισμένη, αφετέρου ότι η παραγωγή του βιβλίου γίνεται με εισαγόμενα προϊόντα, λ.χ. χαρτί. Οι εκδότες, επομένως, δεν μπορούν να βγάλουν μεγάλα τιράζ ώστε να επιμεριστεί το κόστος της παραγωγής. 

Το κατώτατο όριο τιμών είναι εκείνο που επιτρέπει στην εκδοτική επιχείρηση να διατηρείται ζωντανή, να μπορεί να πληρώνει τα άτομα και τα μέσα που την συντηρούν και την αναζωογονούν. Από την άποψη αυτή, τα βιβλία στη χώρα μας είναι πολύ φθηνά. Οι άθλιες αμοιβές των συνεργατών των εκδοτικών οίκων, η άδηλη και όχι σπάνια δωρεάν συμβολή των φίλων τους σε προτάσεις, η προσφορά έργου από συγγραφείς και μεταφραστές, από σχεδιαστές και καλλιτέχνες, διατηρεί το κόστος σε βασικές λειτουργίες των οίκων, κυρίως των μικρών, σε χαμηλά επίπεδα. Εάν αναγνώριζαν, όσοι κατηγορούν τους εκδότες ως συντεχνία που θέλουν να έχουν τους αναγνώστες τους αιχμάλωτους της ενιαίας τιμής, τις θυσίες που κρύβονται σε ένα άρτιο ελληνικό, μη ΄ευπώλητο΄ βιβλίο, και εάν ήσαν έντιμοι, θα έπρεπε να δηλώσουν πως μόνον ανοδικά μπορούν να κινηθούν οι τιμές. 

Θέλουμε φτηνό βιβλίο, αλλά πρέπει να ξέρουμε και το κόστος. Τα φαινόμενα δείχνουν ότι θέλουμε φτηνό βιβλίο, όπως θέλουμε φτηνή παιδεία και φτηνό πολιτισμό. Κάτι που οδηγεί μάλλον στη φτωχή παιδεία, στον φτωχό πολιτισμό. Στην πραγματικότητα, αυτοί που μπορούν να σώσουν την τιμή και την «τιμή» του βιβλίου είναι οι αναγνώστες. Αν αυξηθεί το αναγνωστικό κοινό, οι καταναλωτές δηλαδή, για να μιλάμε και με τους όρους που αγαπά η αγορά, μοιραία θα χαμηλώσουν και οι τιμές στα βιβλία.

Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να υιοθετεί την πολιτική απελευθέρωσης της αγοράς, επομένως ο κόσμος του βιβλίου δεν μπορεί να περιμένει την αρωγή του κράτους ώστε να διατηρηθούν ή να πέσουν οι τιμές στο βιβλίο. 

Η επερχόμενη κατάργηση της ενιαίας τιμής θα οδηγήσει μάλλον σε αύξηση των τιμών σε ορισμένα βιβλία, καθώς οι εκδότες δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις μεγάλες εκπτώσεις που θα τους ζητηθούν από τα βιβλιοπωλεία. Το μέλλον των εκδοτικών οίκων και των βιβλιοπωλείων επαφίεται στη δυνατότητα συνεννόησης των μεν με τους δε. Ο εκδοτικός κόσμος, με τις όποιες διαφορές του, οφείλει να συνομιλήσει και να συνεργαστεί.

Ευχαριστώ τον Κ.Π. για τις καίριες παρατηρήσεις του.

Η Πόλα Καπόλα είναι η εκδότρια των εκδόσεων νήσος και αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Εκδοτών Βιβλίου Αθήνας.

 

Πηγή: Rednotebook.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ανακοίνωση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ για το θάνατο του Κωστή Παπαγιώργη

Ισχυρή σεισμική δόνηση σημειώθηκε στο Περού