του Τάσου Ξένου
Βρισκόμαστε στο μακρινό 1928. Ήταν μια μάλλον ηλιόλουστη μέρα στη Βαϊμάρη. Στο γερμανικό κοινοβούλιο έρχεται η πρόταση του χαρισματικού υπουργού των Εξωτερικών Γκούσταβ Στρέζεμαν, που θα καθόριζε τη πορεία της χώρας και θα σφράγιζε την πολυπόθητη σταθερότητα που χαρίζει μία ειρήνη.
Οι σοσιαλδημοκράτες μπορεί να μην ήταν για καιρό στην εξουσία είχαν όμως αποφασίσει να υπερασπιστούν με κάθε κόστος τη νομιμότητα και την ομαλότητα. Τι και αν στα χέρια τους βρισκόταν το αίμα παλιών συντρόφων τους που είχαν φύγει από το κόμμα; Τι και αν το «φάντασμα» της κόκκινης Ρόζας ακόμα σουλατσάριζε στους κεντρικούς δρόμους και στα χείλη απλών πολιτών; Τι και αν ο Λίμπκνεχτ ήταν παλιός συνάδελφος τους στη βουλή; Άλλωστε και οι δύο ανήκαν στο μακρινό και επάρατο παρελθόν του Μεγάλου Πολέμου. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος Φριτς Τάρνοβ είχε χαράξει τη γραμμή με τρόπο κυνικό: «Στεκόμαστε στο κρεβάτι του πόνου του καπιταλισμού σαν τον γιατρό που επιθυμεί να κάνει τον άρρωστο καλά; Ή σαν τους χαρούμενους κληρονόμους που βιάζονται να έλθει ο φυσικός θάνατος και μάλιστα θα ήθελαν να τον επιταχύνουν με δηλητήριο; Για το κόμμα μας η μόνη επιλογή είναι η πρώτη!» Είχαν βέβαια τις ενστάσεις τους με τον Στρέζεμαν. Ακολουθούσε συντηρητική πολιτική και είχε ενδώσει σε εξωφρενικές απαιτήσεις των Γάλλων. Αλλά το κοινό καλό είχε μόνο μία επιταγή. Στήριξη πάση θυσία στις δυνάμεις της σταθερότητας και της νομιμότητας.
Η συντηρητική κεντροδεξιά κυβέρνηση πανηγύριζε. Ένας λαμπρός πολιτικός έφερε την ειρήνη. Οι Γάλλοι υποσχέθηκαν να μη σηκώσουν ξανά όπλα εναντίον του λαβωμένου γίγαντα. Τι και αν τα όπλα τους βρίσκονταν στραμμένα γύρω από τη Γερμανία; Τι και αν οι γάλλοι αφόπλισαν τον γίγαντα; Τι και αν οι δυνάμεις κατοχής της γείτονας απλώνονταν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ρηνανίας; Η ειρήνη βασιλεύει…
Δύο πτέρυγες όμως ενοχλούσαν το κλίμα ομόνοιας και «γόνιμης δημοκρατικής αντιπαράθεσης» στο ναό τούτης της δημοκρατίας. Είχαν πιάσει και τα άκρα της αίθουσας δημιουργώντας ένα αίσθημα αποπνικτικής μελαγχολικής περικύκλωσης. Και οι δύο δεν αγαπούν την ειρήνη μας. Οι τέρμα δεξιά θέλουν ειρήνη μόνο αν ξανά γίνει η Γερμανία μία ισχυρή αυτοκρατορία που θα γονατίζουν όλοι μπροστά της από δέος και φόβο και οι τέρμα αριστερά που θέλουν τη δική τους ειρήνη. Μία ειρήνη που θα διοικείται από τον ασταθή λαό. Ένας λαός που πίστεψε τον Γουλιέλμο ήταν το λιγότερο που μπορούμε να πούμε αφερέγγυος –έστω και αν μας ψήφιζε αβίαστα-.
Και τα δύο ενδεχόμενα δεν είναι προς το συμφέρον το δικό μας που κοπιάζουμε τόσο σκληρά για να εμπεδώσει η χώρα την νομιμότητα. Άρα δεν είναι και προς το συμφέρον του λαού.
Στη διαδικασία επικύρωσης του Συμφώνου Μπράιν – Κέλλογκ ο πρώτος που παίρνει τον λόγο είναι ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του δεξιού συνασπισμού.
«Κύριοι συνάδελφοι είμαστε σε μία ιστορική μέρα. Η Γερμανία ξανά μπαίνει στο παγκόσμιο γεωπολιτικό παιχνίδι. Η ειρήνη εδραιώθηκε και κάθε προσπάθεια ανατροπής της είναι βόμβα στα θεμέλια του οικοδομήματος που με τόσο κόπο και θυσίες χτίσαμε εμείς μαζί με το λαό.»
Το λόγο παίρνει ο σοσιαλδημοκράτης βουλευτής: «η κυβέρνηση ακολουθεί το δρόμο που χάραξαν οι σοσιαλδημοκράτες πριν 4 χρόνια, όταν ήταν στην εξουσία. Φυσικά όταν εμείς παλεύαμε γι αυτά εσείς οι δεξιοί μας αντιπαλεύατε αλλά χαιρόμαστε που μπήκατε στο δρόμο της υπευθυνότητας έστω και τώρα».
Με μία σχετική και κάπως υποκριτική δυσφορία ο πρόεδρος της βουλής δίνει τον λόγο στον αρχηγό που φώναζε στην άκρα δεξιά πτέρυγα: «Βαστάζοι μίας ψευδεπίγραφης ειρήνης είστε και οι δύο. Ο πληθωρισμός ανεβαίνει και ο λαός φτωχαίνει. Πίνετε σαμπάνιες σε διπλωματικά γκαλά όταν οι στρατιωτικοί μας έχουν αφοπλιστεί. Πώς θα προστατευθούμε από τους μετανάστες; Χαίρεστε που έχουνε εδάφη μας οι Γάλλοι; Όταν ο λαός θα μας φέρει πάνω θα στηθούν λαϊκά δικαστήρια για σας και τη συμφωνία σας».
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έντασης παίρνει τον λόγο σχεδόν αυτοβούλως ο εκπρόσωπος της άκρας αριστερής πτέρυγας: «Γιορτάζετε για ποιο λόγο; Για μια ειρήνη που μας τάζουν και που ποτέ δεν βλέπουμε; Για μία ανάπτυξη που όλο έρχεται αλλά κάπου σκαλώνει; Καμία ειρήνη δεν θα υπάρχει όσο ο λαός πεινά και δυστυχεί. Όταν βγούμε θα φέρουμε τον λαό στην εξουσία. Θα είναι όλοι ισότιμοι και κανένας δεν θα είναι ανώτερος από τον άλλον.» Τα τελευταία λόγια έμοιαζαν πιο θανατηφόρα από εκείνα του αρχηγού με την άξεστη συμπεριφορά και το τετράγωνο μουστάκι. Αν το ακροδεξιό άκρο πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του, οι σοσιαλδημοκράτες και οι κεντροδεξιοί θα σβήνονταν από τον πολιτικό στίβο. Από την άλλη μεριά οι ακραίοι της αριστερής πτέρυγας τάζουν έναν άλλον παράδεισο. Πιο ελκυστικό και άρα πιο επικίνδυνο.
Τα δύο άκρα δεν θέλουν την ειρήνη μας. Είναι ίδιοι και ταυτόσημοι. Δεν επιθυμούν να δώσουν ασφάλεια και σταθερότητα στον τόπο. Μπορεί οι ακραίοι δεξιοί να στηρίζουν κάθε σημαντική επιλογή μας και να προτείνουν νόμους που ενδυναμώνουν την οικονομική μας –καπιταλιστική- ανάπτυξη αλλά θα μας σκοτώσουν. Το ξέρουμε ότι θα το κάνουνε. Άλλωστε τόσα χρόνια εμείς τους θρέψαμε και τους οπλίσαμε. Εμείς τους δώσαμε την εντολή να αγανακτούν όποτε ο λαός εξεγειρόταν και γνωρίζουμε για το τι είναι ικανοί να κάνουν… Τώρα ο λαός που νομίζει ότι τα κουφάρια μας θα αλλάξουν το ρουν, τα όπλα τους είναι στραμμένα προς εμάς. ΦΟΝΙΑΔΕΣ!
Οι ακραίοι αριστεροί είναι όμως πιο επικίνδυνοι. Δεν χάνουν ευκαιρία να μας ξεμπροστιάζουν και να τορπιλίζουν κάθε νόμο που φέρνουμε για το «καλό» του πεινασμένου λαού. Αυτοί δεν πουλιούνται… Αυτοί μπορεί να μην μας σκοτώσουν αλλά θα κάνουν κάτι χειρότερο, θα μας αχρηστέψουν. Θα δείξουν τη γύμνια μας και έτσι ο λαός θα μας περιφρονήσει… Η ιστορία δεν θα γράψει τίποτα για μας. ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΟΙ!
Και στις δύο περιπτώσεις χαμένοι θα βγούμε. Κάτω τα άκρα λοιπόν! Το ακροδεξιό θα το απορροφήσουμε και θα το καταπραΰνουμε με τον καιρό. Το ακροαριστερό θα το τρομοκρατήσουμε και θα το απαγορεύσουμε… Ίσως φέρουμε και νόμο που θα καταδικάζει τις λέξεις ανατροπή, επανάσταση και αλλαγή. Οι ακροδεξιοί θα βάλουν μυαλό. Αυτοί αγαπούν την εξουσία. Θα κάνουν ό,τι τους πούμε για να τη πάρουν. Αλλά οι ακραίοι της αριστερής πτέρυγας είναι ιδεολόγοι. Δεν μπορούν να παραιτηθούν από τις ιδέες τους γιατί θα είναι σαν να προδίδουν την ίδια τη συνείδησή τους. Θα παρανομήσουν απέναντι στο νόμο και έτσι θα τους βαφτίσουμε εγκληματίες. Μ’ ένα σμπάρο δύο τρυγόνια λοιπόν.
Οι διάλογοι μπορεί να είναι φανταστικοί αλλά τα γεγονότα και τα συμπεράσματα είναι πέρα για πέρα αληθινά. Η κατάληξή τους γνωστή. Μάλλον το 1928 δεν είναι και τόσο δα μακρινό. Ή μήπως είναι;