Ο Τσαρλς Π. Κιντλεμπέργκερ, μέγας ιστορικός της οικονομίας, έγραψε κάποτε ότι η Μεγάλη Υφεση ήταν τόσο βαθιά και τόσο παρατεταμένη επειδή «οι Βρετανοί ήταν ανίκανοι, και οι Αμερικανοί απρόθυμοι» να σταθεροποιήσουν το σύστημα.
Από τα πράγματα που απέτυχαν να κάνουν τότε οι μεγάλες δυνάμεις, κάποια θα πρέπει να χτυπήσουν το καμπανάκι για τους ηγέτες της Ευρώπης, σήμερα. Ο Κιντλεμπέργκερ έδωσε έμφαση στην αποτυχία των ηγετών να κρατήσουν τις εσωτερικές αγορές τους ανοιχτές σε εισαγωγές από οικονομίες οι οποίες είχαν χτυπηθεί από την κρίση.
Η ιστορία, βεβαίως, δεν επαναλαμβάνεται – τουλάχιστον όχι με την κυριολεκτική έννοια. Η Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία και η Φινλανδία παραμένουν δεσμευμένες στην κοινή αγορά της ΕΕ για αγαθά και υπηρεσίες (αν και οι ρυθμιστικές αρχές τους παρεμποδίζουν τις ροές κεφαλαίων εντός της Ευρώπης).
Παρά ταύτα, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει τις ομοιότητες με την δεκαετία του 1930. Την εποχή της Μεγάλης Υφεσης, οι ΗΠΑ και η Γαλλία συσσώρευαν χρυσό με την ίδια ταχύτητα που η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, στη Γερμανία του μεσοπολέμου, συσσώρευε ανεργία.
Οι βόρειες χώρες της Ευρώπης σήμερα συσσωρεύουν πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών σε επίπεδα-ρεκόρ, την ώρα που κάποιες νότιες ευρωπαϊκές χώρες ζουν με ανεργία παρόμοια με τα ποσοστά της Βαϊμάρης.
Για την Ιταλία, την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, το τέλμα είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι πριν από 80 χρόνια. Στο μεταξύ, τεράστια αποθεματικά και εν δυνάμει ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά και κεφάλαιο παραμένουν κλειδωμένα σε γειτονικές χώρες.
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε, τηρουμένων των αναλογιών, ότι για την ύφεση στην Ευρώπη σήμερα φταίνε η γερμανική απροθυμία, και η γαλλική ανικανότητα να σταθεροποιήσουν το σύστημα.
Το συσσωρευμένο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών των σκανδιναβικών χωρών, της Ολλανδίας, της Αυστρίας, της Ελβετίας και της Γερμανίας έχει φτάσει τώρα τα 500 δισ. δολάρια. Την ίδια ώρα, η ανεργία χτυπάει κόκκινο στις χώρες του Νότου, που δεν μπορούν πλέον να καταναλώσουν τα αγαθά που εξάγουν οι χώρες του Βορρά. Η κρίση τους χτυπάει όλους.
Σήμερα βλέπουμε μια συλλογική αποτυχία των Ευρωπαίων ηγετών να βρουν ένα κατάλληλο πλαίσιο για την αντίδρασή τους στην κρίση. Οι ηγέτες της νότιας Ευρώπης έχουν χάσει χρόνο και ενεργητικότητα ζητώντας από την Μέρκελ λιγότερη δημοσιονομική πειθαρχία. Η Μέρκελ και οι σύμμαχοί της έχουν επενδύσει σχεδόν το ίδιο πολιτικό κεφάλαιο στην αντίσταση σε τέτοιες πιέσεις. Και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει γίνει το θέατρο, όπου ανεβαίνει μια κουρασμένη επανάληψη του ίδιου παλιού έργου, που παίζεται κυρίως για εσωτερικό ακροατήριο, με μικρή προσοχή στο ξαναγράψιμο του σεναρίου – όταν θα έχει τελειώσει το πολιτικό αδιέξοδο στην Ιταλία, και θα έχουν γίνει οι γερμανικές εκλογές, τον Σεπτέμβριο.
Οι νότιες χώρες, που βρίσκονται ακόμη σε μεγάλο μέρος τους στην άρνηση, θα πρέπει να αποδεχθούν την ανάγκη για βαθύτερες μεταρρυθμίσεις που θα τις κάνουν πιο ανταγωνιστικές. Η Γερμανία και οι σύμμαχοί της, από την πλευρά τους, θα πρέπει να αποδεχθούν ότι τα υψηλά πλεονάσματα εξωτερικών συναλλαγών κάνουν κακό στην ευρωζώνη και στην ίδια τους τη χώρα, και ότι έφτασε η ώρα να θέσουν μεγάλο μέρος τους στην υπηρεσία της ανάπτυξης.
Χωρίς μια συμφωνία υπέρ της ανάπτυξης και υπέρ των μεταρρυθμίσεων, οι προσπάθειες της νότιας Ευρώπης μπορεί να καταλήξουν σε πολιτική αποσταθεροποίηση. Οπως παρατήρησε ο Μαρκ Τουέιν σε μια διάσημη ρήση, «Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Στην καλύτερη περίπτωση, καμιά φορά, έχει ομοιοκαταληξία». Στην περίπτωση της Ευρώπης, η ποίηση θα μπορούσε να γίνει πολύ σκοτεινή.
* Ο Φεντερίκο Φουμπίνι είναι Ιταλός δημοσιογράφος, και συγγραφέας του «Noi siamo la rivoluzione» (Εμείς είμαστε η επανάσταση).
Πηγή: Το Βήμα