Αμβρ. Πλυτάς1
(δήμαρχος Αθηναίων)
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Α. Χίτλερ με το διάγγελμά του- την ίδια ημέρα- προς το γερμανικό λαό. «Από της ενάρξεως του πολέμου- έλεγε ο αρχηγός της φασιστικής Γερμανίας4- η Αγγλία κατέβαλλεν αδιαλείπτους προσπαθείας, διά να δυνηθή και κερδίση τα Βαλκάνια ως θέατρον πολέμου. Πράγματι, η αγγλική διπλωματία, στηριχθείσα εις το πρότυπον του παγκοσμίου πολέμου, επέτυχε κατ’ αρχάς μεν να προσεταιρισθή την Ελλάδα διά μιας εις αυτήν προσφερθείσης εγγυήσεως και κατόπιν να την εκμεταλλευθή τελειωτικώς χάριν των ιδίων αυτής σκοπών… Ο γερμανικός λαός ουδενός είδους διαφοράς έχει με τον ελληνικόν λαόν, αλλ’ ουδέποτε θα ανεχθώμεν όπως καθώς συνέβη κατά τον παγκόσμιον πόλεμον, άλλη δύναμις εγκατασταθή επί ελληνικού εδάφους με τον σκοπόν, όπως εις δεδομένην στιγμήν προελάση εκείθεν, εκ της νοτιοανατολικής Ευρώπης εις τον γερμανικόν ζωτικόν χώρον».
Στη δική της επίσημη δήλωση για την εισβολή, η κυβέρνηση του Ράιχ τόνιζε ανάμεσα σε άλλα5: «Η δυσχερής θέσις, εις την οποίαν ευρίσκεται η Αγγλία και τα ολονέν σαφέστερον εκδηλούμενα συμπτώματα της παρακμής επί των ιδίων της νήσων, υποκινούν αυτήν επί του παρόντος εις διαρκώς και περισσότερον απεγνωσμένας αποπείρας, όπως άπαξ έτι δημιουργήση εν Ευρώπη μέτωπον εναντίον της Γερμανίας. Ο αντικειμενικός σκοπός της τελευταίας ταύτης αγγλικής αποπείρας είναι τα Βαλκάνια, όπου ήδη η Ελλάς υπήρξε το θύμα της εγκληματικήw ταύτης βρετανικής πολιτικής επεκτάσεως του πολέμου».
Ας επιστρέψουμε όμως στην εισβολή.
Στις 9 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη, ενώ θα συνθηκολογήσει το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει η κατάληψη της Βέροιας και λίγο αργότερα της Κατερίνης, της Κοζάνης και της Καστοριάς με αποτέλεσμα και η υποχώρηση του κυρίου όγκου των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονται στην Αλβανία να παίρνει τα χαρακτηριστικά της φυγής.
Στις 20 Απριλίου ο διοικητής του Γ` Σώματος Στρατού Γ. Τσολάκογλου, σε συνεννόηση με άλλους δύο σωματάρχες, τον Δεμέστιχα και τον Μπάκο, καταργεί τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ι. Πιτσίκα, αναλαμβάνει ο ίδιος διοικητής της στρατιάς και υπογράφει πρωτόκολλο ανακωχής με τους Γερμανούς. Τρεις μέρες αργότερα ο Τσολάκογλου θα υπογράψει στη Θεσσαλονίκη το οριστικό πρωτόκολλο συνθηκολόγησης του ελληνικού στρατού όχι μόνο με τους Ηερμανούς αλλά και με τους Ιταλούς, τους οποίους βεβαίως είχε νικήσει στο αλβανικό μέτωπο. Ο ίδιος θέτει ως εξής το θέμα στα απομνημονεύματά του7: «ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος: Ή ν’ αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού ν’ αναλάβω την προτωβουλίαν της συνθηκολογήσεως… ”τολμήσας” δεν υπελόγισα ευθύνας… Μέχρι σήμερον δε μετενόησα διά το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν…».
Οι Γερμανοί εκτίμησαν ιδιαίτερα αυτή την… τόλμη του στρατηγού Τσολάκογλου γι’ αυτό και τον έκαμαν τον πρώτο πρωθυπουργό της κατεχόμενης Ελλάδας.
Παρόμοια εικόνα με τον Σακελλαρίου δίνει και ο έφεδρος πλοίαρχος Ν. Δ. Πετρόπουλος, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά9: «Μου έκανε εντύπωσι και ένα άλλο θέαμα, που με επηρέασε κατά κάποιο ποσοστό για να μη φύγω από την Ελλάδα: Μεταξύ των Ελλήνων ιδιωτών επιβατών ήταν κι ένα ζευγάρι- όχι πρώτης νεότητος- που το συνόδευε η μητέρα της συζύγου. Η ηλικιωμένη πεθερά κρατούσε ένα βαλιτσάκι που, όπως επρόδιδαν οι μεταξύ των τριών τους κουβέντες, περιείχε τα τιμαλφή της οικογενείας. Χωρίς να θέλω με κατέλαβε αηδία από το γεγονός, ότι δε διαθέταμε τα πλοία για να σώσουμε έστω και λίγους στρατιώτες μας από τις χιτλερικές ορδές, αλλά καταλαμβανόταν η πολύτιμη χωρητικότης για να δοθεί ευκαιρία στα μπιζού και στα εξαντλημένα σαρκία της ευπόρου οικογενείας… να… συνεχίσουν και εκτός της Ελλάδος τον αγώνα κατά του κατακτητού!».
Η κατοχή βέβαια της χώρας, όσο δυσάρεστη κι αν ήταν, όσο αρνητική ψυχολογία κι αν δημιουργούσε, δεν πτόησε το φρόνημα του ελληνικού λαού, γεγονός που φαίνεται αν αναλογιστεί κανείς το κύμα αντίστασης που εκδηλώθηκε το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Εντούτοις δεν έλειψαν οι φωνές που, από την πρώτη στιγμή, συνιστούσαν υποταγή. Κι ήταν η άρχουσα τάξη που συνιστούσε στο λαό να καθίσει ήσυχος. Ηταν ο Τύπος της που πότιζε τις ψυχές με το δηλητήριο της συνθηκολόγησης.
Δύο μέρες μετά την κατάληψη της Αθήνας η εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ”, έγραφε στο κύριο θέμα της11: «Εντός εικοσιτετραώρων η κατάληψις της χώρας μας θα έχει συμπληρωθή. Ετσι η Ελλάς βγαίνει από τον πόλεμο- και βγαίνει οριστικώς από τον πόλεμον, καθ’ ον τρόπον εβγήκαν όλαι σχεδόν αι χώραι της ηπειρωτικής Ευρώπης. Δεν είνε μόνη η Ελλάς που ευρίσκεται εις αυτήν τη θέσιν. Από της Νορβηγίας μέχρι του Ταινάρου και από των Πυρηναίων μέχρι των παρυφών της Ουκρανίας υπάρχει δι’ όλους τους λαούς της Ευρώπης απόλυτος ταυτότητα εις τας πολιτικάς και άλλας συνθήκας της υπάρξεώς των. Αυτό δεν το λέγομεν προς παρηγορίαν μας. Τα λέγομεν διά να τονίσωμεν τη βασικήν κατά τη γνώμην μας αλήθειαν που δεν πρέπει ποτέ να φεύγη από τα μάτια μας, ότι δηλαδή τα ελληνικά προβλήματα που εδημιουργήθησαν από της 27ης Απριλίου δεν ημπορούν να αντιμετωπισθούν παρά εις το πλαίσιο της Νέας Ευρωπαϊκής πραγματικότητος. Πρέπει να καταλάβουμε ότι εφεξής αποτελούμεν μέρος ενός εκτεταμένου ηπειρωτικού συνόλου του οποίου όλα τα τμήματα θα έχουν αναποφεύκτως κοινότητα κατευθύνσεων και προπαντός κοινότητα συμφερόντων, οικονομικών και άλλων. Αυτή η ηπειρωτική σύλληψις της υποστάσεώς μας πρέπει να αποτελέση το πλαίσιον μέσα εις το οποίον θα κινηθούμε. Η τύχη μας είναι εφεξής αρρήκτως συνδεδεμένη προς την τύχη της γηραιάς Ηπείρου της οποίας αποτελούμεν τη νοτιοανατολικήν εσχατιάν». Στο ίδιο μήκος κύματος η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» συμπλήρωνε12: «Ο αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, διά την Ελλάδα τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος… Αι γερμανικαί αρχαί εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν- περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία- εις πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν».
1. Διάγγελμα προς το λαό της πρωτεύουσας την πρώτη μέρα της Γερμανικής κατοχής. Εφημερίδες 28/4/1941
2. Σπ. Λιναρδάτου: «Ο πόλεμος του 1940- 41 και η μάχη της Κρήτης», εκδόσεις «διάλογος», τόμος Β’ σελ. 296
3. Ολόκληρη η διακοίνωση: Β.Π. Παπαδάκη: «Διπλωματική Ιστορία του Ελληνικού Πολέμου 1940- 1945», Αθήναι 1957, σελ. 167- 173)
4. «Επίσημα Εγγραφα επί της ρήξεως με τη Γιουγκοσλαβίαν και την Ελλάδα», γερμανική κατοχική έκδοση στα ελληνικά, Βερολίνον 1941, σελ. 2
5. στο ίδιο, σελ. 5
6. Heinz Richter: «Η Ιταλο – γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος», εκδόσεις «κοβόστη» σελ. 436 κ. ε.
7. Αντιστράτηγου Γεωργίου Κ. Σ. Τσολάκογλου: «Απομνημονεύματα», σελ. 130, 132-133
8. Αλ. Σακελλαρίου: «Η θέσις της Ελλάδος εις τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον», εκδόσεις «osmos Greek- American Printing Company» Νέα Υόρκη 1944, σελ. 222- 223
9. «Βήμα» 11/3/1970
10. Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις «Καπόπουλος» τόμος 1ος, σελ. 16, Mark Mazower: «Στην Ελλάδα του Χίτλερ» εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», σελ. 31 κ.α.
11. «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ», 29/4/1941
12. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 29/4/1941