Σχόλια για ένα συνέδριο μεταξύ Εκκλησίας και Αριστεράς
του Δημοσθένη Δαγκλή
Η σημερινή κατάσταση κοινωνικής εξαθλίωσης δημιούργησε την ανάγκη ή την αφορμή για την πρωτοβουλία της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ για μια συνάντηση σε συνεδριακό πλαίσιο της επίσημης Εκκλησίας με την πολιτική Αριστερά, στο οποίο συμμετέχει ο ΣΥΡΙΖΑ. Εξαρχής πρέπει να εκτιμηθεί θετικά η αποδοχή εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ της συνάντησης αυτής ως καλοδεχούμενης, ώστε να σηματοδοτηθεί η δυνατότητα κοινών δράσεων στο πρακτικό κοινωνικό επίπεδο, όπου εξελίσσεται ραγδαία εντεινόμενη η βιοτική εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων. Η στάση αυτή ανήκει στην τελείως αντίθετη θεώρηση από αυτήν που λανθασμένα βλέπει (ή και επιθυμεί) την πλήρη εξαθλίωση των ανθρώπων ως αναγκαία συνθήκη ριζοσπαστικοποίησής τους. Οι όποιες θεμελιώδεις και μη αναγώγιμες γνωσεοθεωρητικές, φιλοσοφικές, ιδεολογικές και άλλες αντιθέσεις μεταξύ π.χ. της θρησκείας και της αριστερής – μαρξιστικής κοσμοθεώρησης ή της θρησκείας με την επιστήμη πρέπει προς το παρόν να μείνουν απ’ έξω, αφήνοντας καθαρό ένα κοινό πεδίο ηθικών αξιών και πρακτικών στόχων.
Ένα τέτοιο εγχείρημα συναντά βέβαια ενδοιασμούς και αντιρρήσεις, αφού δεν υπάρχει μια θεωρητικά και κυρίως ιδεολογικά «αποστειρωμένη» πρακτική. Έτσι, οι ελλοχεύουσες εντάσεις και αντιθέσεις μπορεί να αναδύονται ανά πάσα στιγμή. Όμως, ειδικά σήμερα, η κοινωνική κατάσταση δεν επιτρέπει μία a priori άρνηση στην αναγκαιότητα σύμπραξης σε ένα κοινωνικό μέτωπο για την πρακτική αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Με άλλα λόγια, η Αριστερά δεν μπορεί να αρνηθεί τη δυνατότητα κοινωνικής σύμπλευσης με το προοδευτικό συστατικό της εγγενώς αντιφατικής φύσης της θρησκείας, που είναι η «θεολογία της απελευθέρωσης των καταπιεσμένων», ενώ παραμένει ριζικά αντίθετη με το άλλο συστατικό που αποτελείται από τη διδασκαλία της εγκαρτέρησης και της μετάθεσης της σωτηρίας… μετά θάνατον. Παρομοίως, θεωρούμε ότι, στη σημερινή δραματική κατάσταση, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μια a priori άρνηση λόγω αντιρρήσεων πολιτικής καχυποψίας, που προβάλλουν ως κοινό στοιχείο μία ένθεν κακείθεν ωφελιμοθηρία, η οποία θυσιάζει βασικές ιδεολογικές προκείμενες για πολιτικό όφελος.
Μπορούμε ενδεικτικά να παραθέσουμε δυο-τρεις θεωρήσεις που λίγο πολύ αποδέχεται η Αριστερά, π.χ. όσον αφορά το ίδιο το θρησκευτικό φαινόμενο και τη σημερινή παρατηρούμενη έντονη κοινωνική στροφή προς τη θρησκεία. Σε ποιο βαθμό θα ενστερνίζονταν τέτοιες απόψεις η θεολογία και πολύ περισσότερο η Εκκλησία αποτελεί ένα ανοιχτό και μάλλον ρητορικό ερώτημα. «Η κοινωνική ζωή είναι στην ουσία της πρακτική. Όλα τα μυστήρια που παρασύρουν τη θεωρία προς τον μυστικισμό βρίσκουν τη λογική τους λύση στην ανθρώπινη πράξη και στην κατανόηση αυτής της πράξης» (Κ. Μαρξ, 8η θέση για τον Λ. Φόυερμπαχ).
Στη σημερινή εποχή της κρίσης, της παγκοσμιοποίησης, της πολυπολιτισμικότητας, της αποξένωσης όπου το υποκείμενο υφίσταται μία «διασπασμένη και σχιζοφρενή αποκεντροποίηση και διασπορά του» (Φ. Τζέιμσον), η «επάνοδος του θεού» εξηγείται από τις μαρξιστικές μεταφορές με το «όπιο του λαού» (ή με το όπιο για τον λαό – Λένιν). Η θρησκεία εδώ θεωρείται ενταγμένη σε ένα ευρύτερο και πλούσιο φάσμα κάθε είδους μυστικισμού και αποκρυφισμού.
Από μία άλλη οπτική, η αποξένωση εξαφανίζει τον μέχρι τούδε υπάρχοντα κοινωνικό «Άλλο» και τη θέση του καταλαμβάνει ο θρησκευτικός «Άλλος», ουσιαστικά ο θεός-Πατέρας (ή, κατά τη λακανική διατύπωση, η θρησκεία προβάλλει το αίτημα της αλήθειας, αλλά εκτός υποκειμένου στον θεό).
Όσον αφορά τις λεγόμενες θετικές επιστήμες της φύσης, η γνωσεοθεωρητική αντίθεση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας είναι αγεφύρωτη όσο η τελευταία εγείρει εξηγητικές απαιτήσεις. Παρ’ όλα αυτά μπορεί ίσως κανείς να διακρίνει ένα πλαίσιο κοινών ιδεολογικών παραδοχών για την ποθητή συνάντηση Αριστεράς-θρησκείας, π.χ. σε κάποιες απόψεις του γνωστού διανοητή Ίγκλετον, ο οποίος δηλώνει αριστερός-μαρξιστής και «αδογμάτιστος» ένθεος χριστιανός. Θα επιλέξουμε τρεις που θα μπορούσαν μαζί να διαγράψουν ένα τέτοιο ικανό πλαίσιο εκκίνησης και εκφράζονται στα εξής τρία ερωτήματα: Αν υπάρχει «αυθεντική» θεολογία εκτός αυτής που έχει τα χαρακτηριστικά της λεγόμενης «θεολογίας της απελευθέρωσης», αν είναι θεμιτή μια θρησκεία που εκτός από βιωματική είναι και εξηγητική και τέλος αν μπορεί να υπάρξει ένας «αθεϊστικός ανθρωπισμός». Η αποφατική απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα και η καταφατική στο τρίτο ίσως μπορούν να δημιουργήσουν μια στιβαρή ιδεολογική εκκίνηση. (Ο ίδιος ο Ίγκλετον απαντά απόλυτα αποφατικά και στα τρία. Όσον αφορά δε στο τρίτο ερώτημα χαρακτηρίζει τον όρο «οξύμωρο»).
Μια άλλη, ίσως, απλοϊκή εναρμόνιση, με σκοπό πάντα ένα πλαίσιο ιδεολογικής συνάντησης, θα ήταν π.χ. από μεν τη θρησκευτική πλευρά η ζεύξη της πρώτης από τις δέκα εντολές («αγάπα τον πλησίον σου») με την ευαγγελική μεταφορά του πλούσιου (της καμήλου κ.λπ.), από δε την πλευρά της Αριστεράς η κοινωνική αλληλεγγύη μαζί με την ταξική πάλη. Η αξία έγκειται, βέβαια, στο σημαινόμενο και όχι στο σημαίνον.
Σήμερα η πρωτόγνωρη δραματικότητα των συμπτωμάτων της νεοφιλελεύθερης επίθεσης καθιστούν το πρόταγμα «ανυπόμονο» και άμεσο, δηλαδή την ένωση δυνάμεων σε κοινωνικές-ανθρωπιστικές δράσεις υπέρ του λαού… είτε αυτός είναι θρησκευόμενος είτε όχι. Όταν το κοινωνικό κράτος καταρρακώνεται και καθημερινά αυξάνουν οι άνεργοι, οι άστεγοι, οι πεινασμένοι, οι άρρωστοι λόγω έλλειψης παροχής υγείας και δραματικότερα οι «αυτόχειρες της κρίσης», τότε οι θεωρητικές συζητήσεις και αντιθέσεις αναβάλλονται προσωρινά. Σήμερα, όσο ποτέ, απαιτείται να προηγηθεί η δράση της συζήτησης και η πράξη της θεωρίας.
*Ο Δημοσθένης Δαγκλής είναι φυσικός – Δρ Φιλοσοφίας