To πουλί και το σκουλήκι: Μικρός αποχαιρετισμός στον Θύμιο Καρακατσάνη

 

Η πρώτη μου «συνάντηση» με τον Θύμιο Καρακατσάνη έγινε όταν εκείνος, μαθητής ακόμη στη σχολή του «Θεάτρου Τέχνης», έπαιξε τον πρώτο ρόλο του σε ένα έργο που δεν θυμάμαι πια τον τίτλο του, και εγώ, μαθητής του τότε γυμνασίου, έγραψα σε ένα έντυπο σχολικό την πρώτη μου κριτική, χαμένη πια. Ούτε φανταζόμουν, τότε, ότι θα γινόμουν επαγγελματίας κριτικός. Μια συνάντηση, όμως, που μπορούμε να την πούμε άνετα «σημαδιακή». Επειδή, από τότε, το θέατρο «ρίζωσε» μέσα μου. Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν η ιδιότυπη «μιμητική» του. «Έπαιζε» έναν αντιπαθητικό τύπο, που μου θύμιζε κάποιους «αντιπαθείς» συμμαθητές μου, αλλά συγχρόνως με έκανε να τους κατανοώ και να τους συμπαθώ, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Η «μιμική» του δεν περιοριζόταν στα εξωτερικά γνωρίσματα του ρόλου, αλλά «έσκαβε» βαθιά μέσα, σαν ένα πουλί που «ραμφίζει» το έδαφος γυρεύοντας το «σκουλήκι». Μου άρεσε αυτή η σκέψη και την κράτησα, παρόλο που δεν την έγραψα στην κριτική μου, επειδή μού φάνηκε τολμηρή και φοβήθηκα ότι ο εποπτεύων καθηγητής θα την «έκοβε».

Στην εποχή της χούντας, κάνοντας τη στρατιωτική μου θητεία, είχα «πέσει» σε έναν κακότροπο βαθμοφόρο, που ήταν γείτονας του «Θύμιου», στην ίδια περιοχή του Πειραιά, τον ήξερε προσωπικά, ίσως να τον θαύμαζε, και τον «μιμόταν» σε όλες τις εκφράσεις του, συνειδητά, ασυνείδητα, δεν ξέρω. Σε μια κατάσταση κωμικοτραγική, «Γκογκολική», μια μέρα, όταν επρόκειτο να φθάσει απρόβλεπτα στη μονάδα ένας «επιθεωρητής», και γινόταν το «σώσε» κυριολεκτικά, είδα τον εν λόγω βαθμοφόρο να «παίζει», εντελώς θεατρικά, τον πανικόβλητο ρόλο του τοπικού αξιωματούχου που θα έπαιζε ο Θύμιος, λίγα χρόνια αργότερα, στον «Επιθεωρητή», όπως ακριβώς τον έπαιξεο Θύμιος! Έγειρε το σώμα του, αγκάλιασε στοργικά ένα τσαγερό που ήταν κοντά του, πήρε ένα ύφος απόπληκτο, είπε, με τη φωνή του Θύμιου: «Μη μου μιλάτε, δεν ξέρω τίποτε, δεν είμαι εγώ… είμαι τσαγερό !» Ποιος είπε ότι η ζωή δεν μιμείται προκαταβολικά την τέχνη; Δεν πίστευα στα μάτια μου, λίγα χρόνια αργότερα όταν είδα τον Θύμιο στον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ, να παίζει τέλεια… το «Μάστρακα» (έτσι ονομαζόταν ο βαθμοφόρος)… αγκαλιάζοντας το σαμοβάρι της παράστασης, με τα πιο πάνω πρόσθετα, δικά του, εκτός κειμένου, λόγια!Από τότε, κάθε φορά που τον έβλεπα στο θέατρο, αυτή τη σκέψη επαναλάμβανα : το «πουλί και το σκουλήκι». Αλλά ποτέ δεν την έγραψα, σε καμία μου «επαγγελματική» κριτική. Εξακολουθούσα, παραδόξως, να τη θεωρώ ως μη «κόσμια». Επειδή τι είναι κόσμιο, τι όχι, μετά από τόσα χρόνια στο θέατρο, ακόμα δεν είμαι σε θέση να σας πω. Αντ’ αυτού, καλύτερα να σας αφηγηθώ μια άλλη εμπειρία μου με τον «Θύμιο».

Από πού αντλούσε ο Θύμιος την αξεπέραστη μιμητική του: «το πουλί και το σκουλήκι»; Από την ανεξάντλητη πηγή της ζωής, που δίνει άπειρα παραδείγματα, θα ήταν μια απάντηση, αλλά αυτό μόνο δεν φτάνει. Αργότερα, όταν κατάλαβα τον Αριστοφάνη, με τους «Όρνιθες» κυρίως, εννόησα τι είναι το «πουλί», τι το «σκουλήκι», τι σημαίνει να είσαι και τα δυο συγχρόνως! Το ήξερε καλά αυτό ο Θύμιος, το ήξερε κι ο Αριστοφάνης. Γι’ αυτό «τα βρήκαν» οι δύο τους, άμεσα, ριζικά, χωρίς πολλές – πολλές ψεύτικες «ευγένειες». Αλλά δεν θα σας πω ούτε τώρα τι είναι το πουλί, τι το σκουλήκι, χώρια το ένα απ’ το άλλο, επειδή και πάλι μπορεί να μην το βρείτε «κόσμιο».

Λ. Πολενάκης

Πηγή: Αυγή

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Νέα σύνοδος του Eurogroup στις 20 Ιουλίου

Ξεπέρασαν το 1,2 δισ. € τα «φέσια» στα ενοίκια