Προεκλογική τριλογία ΙΙ: Οι σεφ της κάλπης: Υλικά και συνταγές για ένα «σωστό» αποτέλεσμα

Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη

Οι εκλογές είναι, θεωρητικά, η πεμπτουσία της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αλλά επειδή «των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν» (γενικά θ’ έχει πολλές γαστρονομικές παραπομπές το άρθρο), οι «έχοντες και κατέχοντες» την πολιτική εξουσία, συνήθως, φροντίζουν να προετοιμάσουν κατάλληλους εκλογικούς νόμους ώστε να συνεχίσουν να βρίσκονται στη θέση τους. Δεν τα καταφέρνουν πάντα, αλλά σίγουρα δεν φείδονται κόπων και προσπαθειών.
 
α) Ποιος (και ενίοτε ποια) έχει δικαίωμα να ψηφίσει;
Το εκλογικό σώμα ποτέ δεν έχει καταφέρει να ταυτιστεί με τον πληθυσμό ενός τόπου. Και μάλλον, ίσως, αυτό να μην είναι εφικτό, αν σκεφτούμε το παράδειγμα των μικρών παιδιών, αλλά στην ιστορική εξέλιξη του θεσμού έχουμε δει πολύ περισσότερες περιπτώσεις αποκλεισμού από την εκλογική διαδικασία. Είναι, βέβαια, γνωστό ότι στις αρχαίες ελληνικές δημοκρατίες δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή δεν είχαν οι δούλοι, οι ξένοι και οι γυναίκες (προφανώς οι δούλες κι οι ξένες ήταν δυο φορές αποκλεισμένες, αν έχει κάποιο νόημα αυτή η έκφραση). Παρομοίως, στην αρχαία Ρώμη υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ του δικαιώματος του πολίτη και του δικαιώματος του ψηφοφόρου (π.χ. ένας απελεύθερος πολίτης δεν μπορούσε να ψηφίζει), ενώ κάποιες διαδικασίες περιελάμβαναν μόνον πατρικίους κι όχι πληβείους.
 
Ακόμη πιο περιορισμένο ήταν το δικαίωμα ψήφου στην νεότερη εμφάνιση του κοινοβουλευτισμού. Εκτός από τους περιορισμούς λόγω ιθαγένειας, ηλικίας, φύλου, φυλής υπήρχε και ο ταξικός, ενίοτε ιδιαίτερα έντονος καθώς προβλεπόταν η κατοχή εκτεταμένης έγγειας ιδιοκτησίας ή η πληρωμή μεγάλου φόρου. Για παράδειγμα με βάση το ποσόν του εκλογικού τέλους που προέβλεπε το γαλλικό Σύνταγμα του 1814 οι ψηφοφόροι (που έπρεπε να είναι και άνω των 30) ανέρχονταν χοντρικά σε 100.000 σε ένα συνολικό πληθυσμό περίπου 30.000.000 κατοίκων (0,33%). Φανταστείτε πόσο πιο απλά θα ήταν τα πράγματα για τον κάθε «Παπαδήμο», αν ίσχυε κάτι τέτοιο τώρα. Το δικαίωμα άρχισε να επεκτείνεται σταδιακά και στις κατώτερες τάξεις χάρη στο κίνημα του χαρτισμού και τις συνεχείς γαλλικές επαναστάσεις σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Βέβαια, σε κάποια καινούργια κράτη (όπως π.χ. Ελλάδα, Βουλγαρία) αυτό ήταν καθολικό για τους ενήλικους άντρες από την αρχή. 
 
Στο τέλος του αιώνα ήρθαν οι σουφραζέτες να διεκδικήσουν την ψήφο και για το θηλυκό τμήμα του πληθυσμού. Αυτό, σταδιακά και πάλι, από χώρα σε χώρα και με ειδικούς περιορισμούς στην αρχή, επιτεύχθηκε μέσα στον 20ο αιώνα, αν και υπάρχουν ακόμη χώρες όπου οι γυναίκες δεν έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι (όταν υπάρχει γενικώς τέτοιο δικαίωμα). Σε ευρωπαϊκό επίπεδο αξιοπρόσεκτο είναι το παράδειγμα της αρχαιότερης, ίσως, δημοκρατίας. Στην Ελβετία, λοιπόν, οι γυναίκες ψηφίζουν μόλις από το 1971. Καθώς εκεί πολλές αποφάσεις –γεγονός γενικά θετικό– παίρνονται με δημοψηφίσματα, επανειλημμένα το εκλογικό σώμα (δηλ. οι άντρες) αποφάσισαν να μην έχουν λόγο στην πολιτική οι γυναίκες, πατροπαράδοτα πράγματα! Στο ζήτημα της εκλογικής ενηλικίωσης δεν υπήρξαν τόσο σοβαρές αντιπαραθέσεις κι έτσι σιγά-σιγά το όριο ηλικίας έπεσε στα 18, αν κι ακόμη υπάρχουν χώρες που βρίσκεται στα 20 ή 21 έτη, ενώ από την άλλη στη Νικαράγουα π.χ. αυτό είναι 16.
 
Οι φυλετικές διακρίσεις, ήταν επίσης, ένα άλλο μέσο αποκλεισμού ατόμων από τις εκλογές. Είναι γνωστό ότι επί καθεστώτος απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική (όπως και στη Ροδεσία, νυν Ζιμπάμπουε), οι «έγχρωμοι» απλώς δεν μπορούσαν να ψηφίσουν. Λιγότερο απόλυτος ήταν ο αποκλεισμός σε ορισμένες Νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, όπου μπορεί η δουλεία να καταργήθηκε αλλά ίσχυε η λεγόμενη «ρήτρα του παππού», δηλ. αν δεν μπορούσες να αποδείξεις ότι εσύ ή ο παππούς σου ήσασταν πολίτες το 1867 έπρεπε, για να χριστείς εκλογέας, να αποδείξεις ότι ξέρεις γραφή κι ανάγνωση ή ακόμη και το Σύνταγμα της πολιτείας. Κατά σύμπτωση, οι σχετικές ερωτήσεις στους λευκούς ήταν απλές ενώ αυτές στους μαύρους προϋπέθεταν ενίοτε γνώσεις συνταγματικού δικαίου, τυχαία πράγματα! Αν αυτό σας θυμίζει κάτι από σύγχρονη Ελλάδα, δίκιο έχετε, θα το δούμε αμέσως παρακάτω. Παρόμοιες ρήτρες εγγραμματοσύνης υπήρχαν, κι ίσως επιβιώνουν ακόμη, σε χώρες της Λατινικής Αμερικής με αποτέλεσμα να αποκλείονται οι «αγράμματοι» Ινδιάνοι που δεν μιλούν ισπανικά.
 
Συναφές με το παραπάνω φαίνεται το ζήτημα της μεταναστευτικής ψήφου. Στην Ελλάδα τέθηκε, μόλις τα τελευταία χρόνια καθώς από τη μια οι πολίτες των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές, αλλά έχει αυξηθεί κι ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων της χώρας που δεν είναι πολίτες της. Οι όποιες διαδικασίες πολιτογράφησης είναι εξαιρετικά χρονοβόρες και αδιαφανείς (υπάρχουν και κάτι ερωτήσεις ελληνικής ιστορίας που οι περισσότεροι «εξ αίματος» πολίτες της χώρας μάλλον δύσκολα θα απαντούσαν σωστά), ενώ ο πρόσφατος νόμος Ραγκούση που έδινε περιορισμένο δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές σε διαμένοντες επί χρόνια μετανάστες, έχει απαξιωθεί κι από αυτούς που τον έφεραν στη Βουλή, ενώ απορρίπτεται λυσσαλέα από τους φορείς της εθνικοφροσύνης. Δεν είναι να απορούμε που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος τα συνθήματα περί αίματος και τιμής.
 
β) Πού ψηφίζεις;
Το ερώτημα δεν αφορά μόνο το φαινόμενο των ετεροδημοτών, όπου αλλού μένεις μόνιμα κι αλλού ψηφίζεις, μ’ αποτέλεσμα την αλλοίωση του τοπικού αποτελέσματος (σκεφτείτε λίγο την αντίφαση σε επίπεδο δημοτικών εκλογών: ένας Έλληνας πολίτης που πιθανόν να μην έχει να πατήσει το πόδι του στον τόπο καταγωγής του είκοσι χρόνια μπορεί να ψηφίσει για δήμαρχο, αλλά όχι ένας μετανάστης που είναι πιθανόν να ζει μόνιμα σ’ αυτόν τον τόπο αντίστοιχο χρονικό διάστημα).
 
Αυτό στο οποίο αναφέρομαι είναι ο σχεδιασμός των εκλογικών περιφερειών. Εκτός δηλ. από την περίπτωση που όλη η χώρα θεωρείται μια εκλογική περιφέρεια (όπως ισχύει π.χ. για τους βουλευτές επικρατείας στην Ελλάδα, ή στις γαλλικές –αλλά όχι στις αμερικανικές– προεδρικές εκλογές), η εκλογή των αντιπροσώπων γίνεται με βάση την κατανομή τους σε συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες. Ο σχεδιασμός, λοιπόν, αυτών των περιοχών μπορεί να ευνοήσει συγκεκριμένα κόμματα ή πολιτικές απόψεις, καθώς σε πολλές περιπτώσεις έχουμε μεγάλη συνέχεια στην ψήφο. στην Ελλάδα π.χ. είναι αρκετά γνωστά τα λεγόμενα «κάστρα» είτε της Δεξιάς (Λακωνία, Καστοριά), είτε του Κέντρου (Κρήτη), είτε ακόμη και της Αριστεράς (Ικαρία).
 
Ακόμη και στην περίπτωση της ύπαρξης μόνο μονοεδρικών περιφερειών, μια κατάλληλη διευθέτηση μπορεί να ευνοήσει ένα από τα δύο, συνήθως, κόμματα που υπερισχύουν στο σύστημα αυτό, που ισχύει στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του κυβερνήτη της Μασσαχουσέτης Έλμπριτζ Τζέρρυ που το 1812 χώρισε την πολιτεία του σε σχήμα σαλαμάνδρας για να ευνοήσει το κόμμα του. Στην Ελλάδα, τέτοια παραδείγματα είναι η απόσχιση των «βαμμένων» βενιζελικών περιφερειακών συνοικισμών από τους κεντρικούς δήμους των μεγάλων πόλεων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς) που αποφάσισε η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος στις δημοτικές εκλογές του 1934· η επιβολή ξεχωριστού εκλογικού συλλόγου Ισραηλιτών στη Θεσσαλονίκη από τον Βενιζέλο (εδώ είχαμε μια εθνοτική εκλογική περιφέρεια ενός μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής εκλογικής περιφέρειας)· και πολύ πιο πρόσφατα, η δημιουργία από την κυβέρνηση Σημίτη των υπερνομαρχιών Δράμας-Καβάλας-Ξάνθης και Έβρου-Ροδόπης για «εθνικούς» λόγους, δηλ. για να αποκλειστεί τεχνικά η πιθανότητα εκλογής μειονοτικού νομάρχη (το ό,τι ο Γιωργάκης Παπανδρέου έβαλε επικεφαλής του ψηφοδελτίου στη μια υπερνομαρχία μέλος της μειονότητας, όντας σίγουρος ότι δεν πρόκειται να κερδίσει τις τοπικές εκλογές, είναι ενδεικτικό της κοροϊδίας που κυριαρχεί από την πλευρά των πολιτικών ηγετών).
 
Ένα ακόμη υλικό που μπορεί να «νοστιμέψει» τα εκλογικά αποτελέσματα είναι τα δημογραφικά δεδομένα. Δηλαδή πέρα από τα όρια των περιφερειών, υπάρχει η κατανομή των εδρών ανάλογα με τα ποσοστά του πληθυσμού. Αν όμως τα αποτελέσματα των απογραφών δεν ταιριάζουν στις επιθυμίες των κυβερνώντων, ε τότε τόσο το χειρότερο για τις απογραφές. Έτσι, π.χ. στη Βρετανία ο χάρτης κατανομής των εδρών της Βουλής των Κοινοτήτων είχε μείνει απαράλλακτος από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα, με αποτέλεσμα το 1831 πόλεις όπως το Μπέρμπιγχαμ, το Λιντς ή το Μάντσεστερ (137.000 κάτοικοι) να μην έχουν καμία έδρα στο κοινοβούλιο ενώ το Ολντ Σάρουμ με επτά μόνο εκλογείς (θυμίζουμε τους περιορισμούς στο δικαίωμα στους οποίους αναφερθήκαμε παραπάνω) είχε δύο έδρες και στην πιο ακραία περίπτωση το Ντάνγουιτς είναι έναν εκλογέα κι ένα βουλευτή, που προφανώς δεν είχε και κανένα άγχος! Στα καθ’ ημάς, τόσο στις εκλογές του 1956 όσες και σ’ αυτές του 1958 οι κυβερνήσεις Καραμανλή (θείου) διατήρησαν με νόμο σε ισχύ τα αποτελέσματα της απογραφής του 1940 παραγνωρίζοντας αυτά της αντίστοιχης του 1951, με αποτέλεσμα να υποεκπροσωπούνται οι πόλεις (όπου είχε περισσότερη δύναμη η Αριστερά ενώ επίσης υπήρχε μεγαλύτερη ελευθερία στην ψηφοφορία) ενώ αντίθετα εκπροσωπούνταν δυσανάλογα η επαρχία. Μάλιστα το 1958 στη Β΄ Αθηνών ο αριθμός των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων (268.797) ήταν μεγαλύτερος απ’ αυτόν των κατοίκων (243.037) ανεξαρτήτως ηλικίας. Τελικά, η κακομοίρα η απογραφή του 1951 χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό του πληθυσμού στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961 (όταν είχε ήδη γίνει κι η επόμενη απογραφή) και πάλι εν μέρει σε 42 περιφέρειες ενώ οι υπόλοιπες 13 είχαν ακόμη (νομικά) τον πληθυσμού του 1940. Αυτά είναι δημιουργικά μαθηματικά!
 
γ) Η ψήφος σου μετράει (αναλόγως τι ψηφίζεις, βέβαια)
Αφού, λοιπόν, έχουμε τεμαχίσει κατάλληλα τις εκλογικές περιφέρειες και έχουμε σωτάρει τις έδρες τους μπορούμε να τις βάλουμε στον φούρνο του εκλογικού νόμου, του τρόπου δηλαδή κατανομής των εδρών ανάλογα με τα τελικά αποτελέσματα. Αν και η πιο απλή λύση στην κατανομή είναι η αναλογική εκπροσώπηση (η κοινώς ονομαζόμενη απλή αναλογική), αυτή απορρίπτεται, συνήθως, από τις εξουσίες γιατί οδηγεί στον κίνδυνο της ακυβερνησίας!
 
Στο αντίθετο άκρο βρίσκεται το εξίσου απλό απόλυτα πλειοψηφικό σύστημα. Δηλαδή ο πρώτος τα παίρνει όλα. Αυτό μπορεί να ισχύει είτε με μονοεδρικές είτε με πολυεδρικές περιφέρειες. Ένα τέτοιο σύστημα ευνοεί –σχεδόν επιβάλλει– τον δικομματισμό, ενώ ενίοτε μπορεί να έχει ως παρενέργεια την ενίσχυση και πολύ μικρών τοπικών κομμάτων ή ανεξάρτητων πολιτευτών. Έτσι π.χ. στη Βρετανία σε εκλογές της δεκαετίας του ’90 οι Πράσινοι είχαν φτάσει το 15% χωρίς να πάρουν καμία έδρα σε αντίθεση με τους Ουαλλούς αυτονομιστές που κέρδισαν έδρα μ’ ένα πανεθνικό ποσοστό πολύ μικρότερο της μονάδας. Βέβαια, όπως μπορούν να υποθέσουμε αν έχουμε κάποιες γνώσεις μαθηματικών, με το πλειοψηφικό μπορούμε να έχουμε και πλήρη διαστροφή της αντιπροσωπευτικότητας καθώς μπορεί να νικήσει ο δεύτερος. Αυτό γίνεται αν η συνολική διαφορά είναι μικρή και ο δεύτερος νικάει σε πολλές περιφέρειες με ελάχιστη διαφορά (αλλά καρπώνεται όλες τις σχετικές έδρες) ενώ ο πρώτος έχει μεγάλη διαφορά εκεί που πρωτεύει αλλά παίρνει τελικά λιγότερες έδρες. Αν και σπάνιο το φαινόμενο δεν είναι άγνωστο στην πολιτική ιστορία. Το τελευταίο πιο γνωστό παράδειγμα είναι η νίκη του Τζόρτζ Μπους Τζούνιορ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές το 2000, παρότι ο Αλ Γκορ πήρε περισσότερες ψήφους. 
 
Συνήθως, βέβαια έχουμε εκλογικά συστήματα ενδιάμεσου τύπου που χωρίς να είναι απόλυτα πλειοψηφικά φροντίζουν για την ενίσχυση συγκεκριμένων πολιτικών απόψεων. Εδώ ενίοτε η δημιουργική φαντασία των νομοθετούντων έχει «ζωγραφίσει». Στη Γαλλία το 1951 και 1956 και στην Ιταλία το 1953 εφαρμόστηκε το σύστημα των «συγγενών» κομμάτων, σύμφωνα με το οποίο τα κόμματα κατεβάζουν διαφορετικούς συνδυασμούς μεν, αλλά μπορούν να δηλώσουν μεταξύ τους «συγγένειες» κι η πρώτη κατανομή εδρών γίνεται ανάμεσα στις «οικογένειες» κομμάτων και μετά εντός των «οικογενειών». Ο στόχος του συστήματος αυτού ήταν βέβαια η απομόνωση και «κλοπή» εδρών από τα ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα των χωρών αυτών. Κάτι τέτοιο συζητούσαν και ο κεντρώος Σοφοκλής Βενιζέλος με τον δεξιό Γεώργιο Ράλλη για τις ελληνικές εκλογές του 1958, αλλά τελικά δεν εφαρμόστηκε κι έτσι έφτασε η ΕΔΑ να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση. Λέτε να τόχει σκεφτεί αυτό ο «μέγας» συνταγματολόγους, τώρα που ο δικομματισμός ζορίζεται; 
 
Εντούτοις στην Ελλάδα εμφανίστηκαν άλλου είδους συνταγές. Στις εκλογές του 1952, π.χ., η κυβέρνηση Πλαστήρα εισήγαγε τη «στενοευρεία» περιφέρεια, δηλ. η εκλογική περιφέρεια αντιστοιχούσε σε επίπεδο επαρχίας στην Παλαιά Ελλάδα («στενή») και  σε επίπεδο περιφέρειας πρωτοδικείου στις Νέες Χώρες («ευρεία»), μέτρο που αποσκοπούσε στην απόσπαση περισσοτέρων εδρών από τη συνεργασία της ΕΠΕΚ με το Κόμμα Φιλελευθέρων. Το καλύτερο όμως το έκανε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν στις εκλογές του 1956 εφάρμοσε το λεγόμενο «τριφασικό» σύστημα. Αυτό το σύστημα ήταν ουσιαστικά τριπλό: στις περιφέρειες που είχαν μέχρι τρεις έδρες ήταν απόλυτα πλειοψηφικό (το πρώτο κόμμα έπαιρνε όλες τις έδρες), σ’ αυτές που εξέλεγαν τέσσερις έως δέκα βουλευτές ήταν πλειοψηφικό με περιορισμένη εκπροσώπηση του δεύτερου κόμματος και τέλος στις μεγαλύτερες περιφέρειες γινόταν πλήρως αναλογικό για τα δύο πρώτα κόμματα. Και πράγματι το «μαγείρεμα» έκανε το θαύμα του. Σ’ εκείνες τις εκλογές σύσσωμη, σχεδόν, η αντιπολίτευση (όλα τα κομμάτια του Κέντρου, η ΕΔΑ, ακόμη και τα υπολείμματα του Λαϊκού Κόμματος) κατέβηκε σε μια εκλογική συνεργασία υπό τον τίτλο Δημοκρατική Ένωσις, και κατόρθωσε να νικήσει κερδίζοντας το 48,15% των ψήφων έναντι 47,38% της ΕΡΕ. Χάρις, όμως, στο «τριφασικό» το δεύτερο κόμμα πήρε 165 έδρες και το πρώτο 132!
 
Στη σύγχρονη τώρα εκλογική ιστορία έχουμε το όριο που πρέπει να ξεπεράσει ένας συνδυασμός για να μπει στην κατανομή εδρών αλλά και τις έδρες που δίνονται ως δώρο στο πρώτο κόμμα. Να θυμίσουμε ότι το όριο του 3% (αλλού είναι ακόμα μεγαλύτερο, όπως 5% στη Γερμανία και 10% στην Τουρκία), δεν μπήκε για να αποκλείσει τα περιθωριακά κόμματα αλλά για εθνικούς λόγους. Στόχος του ήταν οι ανεξάρτητοι μειονοτικοί βουλευτές της Θράκης που στις απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις του 1989-90 κατάφερναν σταθερά να κερδίζουν μία με δύο έδρες. Αν ρίξουμε μια ματιά στ’ αποτελέσματα από το 1996 και μετά θα δούμε το διαφορετικό βάρος της ψήφου στο πρώτο κόμμα. 
 
Πίνακας 1
Ποσοστιαία αναλογία μιας βουλευτικής έδρας ανά κόμμα που εκπροσωπείται στη Βουλή (ποσοστό διαιρεμένο με τον αριθμό εδρών)

 

1996

2000

2004

2007

2009

1ο

0,26

1ο

0,28

1ο

0,27

1ο

0,28

1ο

0,27

2ο

0,35

2ο

0,34

2ο

0,35

2ο

0,37

2ο

0,37

3ο

0,51

3ο

0,50

3ο

0,49

3ο

0,37

3ο

0,36

4ο

0,51

4ο

0,53

4ο

0,54

4ο

0,36

4ο

0,35

5ο

0,49

 

 

 

 

5ο

0,38

5ο

0,35

 

Βλέπουμε ότι μια βουλευτική έδρα του πρώτου κόμματος αντιστοιχεί κατά μέσο όρο στο 0,27% των ψήφων, μία του δεύτερου στο 0,36%, ενώ για υπόλοιπα κόμματα που επιτρέπεται να εκπροσωπηθούν, οι μέσοι όροι είναι 0,45%, 0,46% και 0,41% αντίστοιχα (υπάρχει μια μείωση του «κόστους» της βουλευτικής έδρας στις δύο τελευταίες εκλογές, γι’ αυτό κι ο μέσος όρος του πέμπτου κόμματος είναι μικρότερος των δύο προηγούμενων). Το φαινόμενο αυτό, του μεγαλύτερου, δηλ. βάρους της ψήφου προς το πρώτο κόμμα θα ενισχυθεί προφανώς σ’ αυτές τις εκλογές καθώς το «μπόνους» έχει γίνει πλέον 50 έδρες. Αλλά γι’ αυτά εκτενέστερα στο τελευταίο μέρος της τριλογίας.
 
 
Βιβλιογραφία:
Jean-Marie Cotteret – Claude Emeri, Εκλογικά Συστήματα, μτφρ. Λ. Μιλιλή, Το Ποντίκι, Αθήνα.
Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία: Κόμματα και εκλογές, 1946-1967, 6η έκδ., Πατάκης, Αθήνα 2010.
Ευάγγελος Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος και ο Μεσοπόλεμος στη Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης: Η προασπιση του δικαιώματος στην υγεία μας αφορά όλους

Εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στην Άθωνος και στο Χορτιάτη