«Το οριστικόν κείμενον της ανακωχής υπεγράφη την εσπέραν της Τετάρτης, 23 Απριλίου, εις έπαυλιν έξω της Θεσσαλονίκης, ένθα διαμένει ο στρατάρχης Λιστ, διοικητής των γερμανικών δυνάμεων του νοτιοανατολικού μετώπου. Εκ μέρους της Ελλάδος υπέγραψε την συνθήκην ο στρατηγός Τσολάκογλου, εκ μέρους της Γερμανίας ο στρατηγός Γιόντελ και εκ μέρους της Ιταλίας ο στρατηγός Φερέρο. Η ανακωχή ετέθη εν ισχύι από της 9ης εσπερινής της 23ης Απριλίου».[1] Έτσι, ανακοινώνονταν από τον αθηναϊκό Τύπο η συνθηκολόγηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, την επόμενη της κατάληψης της πρωτεύουσας από τη Βέρμαχτ. Όπως είναι γνωστό, η Θεσσαλονίκη βρέθηκε υπό τη γερμανική κατοχή σχεδόν αμέσως μετά την έναρξη της επιχείρησης «Μαρίτα» εναντίον της Ελλάδας.
Η κατάσταση, βέβαια, του ελληνικού στρατού ήταν εξαιρετικά δύσκολη αλλά και ιδιόμορφη. Το μεγαλύτερο μέρος του βρισκόταν ακόμη βαθιά μέσα στο έδαφος της Αλβανίας, ενώ τα γερμανικά τανκς είχαν καταλάβει ή υπερκεράσει τα οχυρά της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου και διασπούσαν την αδύναμη γραμμή άμυνας στον Αλιάκμονα. Στις 15.4 έγινε μια τελευταία προσπάθεια στην περιοχή της Καστοριάς, αλλά παρά τη λυσσώδη αντίσταση οι γερμανικές δυνάμεις νίκησαν μέσα σε λίγες ώρες.[2] Ταυτόχρονα στους κυβερνητικούς κύκλους της Αθήνας επεκτεινόταν μια κατάσταση αμηχανίας και μπερδέματος. Ο απόλυτος κυρίαρχος, μετά τον θάνατο του δικτάτορα Μεταξά, βασιλιάς Γεώργιος Β΄ βρισκόταν σε συνεχείς διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς ιθύνοντες, αλλά ετοιμάζεται και για την αποχώρηση, όπως και η κυβέρνησή του. Ενώ οι διοικητές του στρατού ζητούν την υπογραφή ανακωχής ο πρωθυπουργός Αλ. Κορυζής αυτοκτονεί στις 17.4. Αμέσως μετά έχουμε αλλαγή «εντολοδόχων» πρωθυπουργών με ρυθμό έναν ανά ημέρα. Αρχικά ο βασιλιάς ανακοινώνει ότι θα αναλάβει ο ίδιος καθήκοντα πρωθυπουργού με αντιπρόεδρο τον φιλοναζιστή υπουργό Διοικήσεως Πρωτευούσης Κ. Κοτζιά, ακολουθεί ο διορισμός του απόστρατου στρατηγού Αλ. Μαζαράκη, στη συνέχεια του αρχηγού του στόλου υποναύαρχου Α. Σακελλαρίου και τέλος –στις 21.4– του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Εμ. Τσουδερού. Τη μέρα που ο Τσολάκογλου υπογράφει στη Θεσσαλονίκη τη συνθηκολόγηση, η κυβέρνηση εγκαταλείπει την Αθήνα για την Κρήτη, μαζί με το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα.[3]
Πριν την υπογραφή του πρωτοκόλλου στη Θεσσαλονίκη είχαν προηγηθεί άλλα δύο. Το πρώτο υπογράφτηκε κοντά στο Μέτσοβο την ημέρα του Πάσχα (20.4) και όπως λέει στα απομνημονεύματά του ο Γ. Τσολάκογλου «συντέχθη το πρώτον Πρωτόκολλον, όπερ και μόνον αναγνωρίζω. Τα λοιπά δεν αναγνωρίζω, διότι τα υπέγραψα υπό το κράτος της βίας και χωρίς την προϋποτιθεμένην ελευθερίαν γνώμης».[4] Το δεύτερο πρωτόκολλο υπογράφτηκε στα Ιωάννινα την επόμενη μέρα και το τρίτο και οριστικό στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ των Τσολάκογλου, Γιοντλ και Φερρέρο.
Ήδη πριν τη γερμανική εισβολή είχαν γίνει κάποιες επαφές μεταξύ Ελλήνων στρατηγών και Γερμανών διπλωμάτων. Μια απ’ αυτές έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς στις 12.3 «ο Γερμανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη πληροφόρησε τους ανωτέρους του ότι τον είχε προσεγγίσει κάποιος συνταγματάρχης Πετινής, που ζητούσε τη βοήθειά του για να τερματιστούν οι εχθροπραξίες στην Αλβανία. Ο πρόξενος σημείωνε ότι ο Πετινής δεν ενεργούσε μόνος του: πίσω του θεωρούνταν ότι βρισκόταν ένας στρατηγός ονόματι Τσολάκογλου».[5] Η πληροφορία αυτή δίνει άλλη διάσταση και στη συνέχεια, καθώς ο Τσολάκογλου στις 26.4 διακήρυξε την προθυμία του να υπηρετήσει τον «Φύρερ του γερμανικού λαού», ενώ διαβεβαίωνε τους Γερμανούς ότι μια κυβέρνηση μ’ αυτόν επικεφαλής θα υποστηριζόταν από τα ανώτερα κλιμάκια του ελληνικού στρατού.[6] Έτσι λοιπόν ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της «Ελληνικής Πολιτείας», του κατοχικού δηλ. μορφώματος του ελληνικού κράτους. Στην πρώτη αυτή δωσιλογική κυβέρνηση συμμετείχαν κι άλλοι έξι ανώτεροι στρατιωτικοί (ανάμεσά τους μερικοί άμεσοι συνεργάτες του Τσολάκογλου), κάνοντάς την να μοιάζει «περισσότερο με Γενικό Επιτελείο». Επίσης και τέσσερις μη στρατιωτικοί, όπως ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος (μετέπειτα δεύτερος κατοχικός πρωθυπουργός). Λίγο αργότερα προστέθηκε κι ο (πρώην βουλευτής και υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης το 1930) Σωτήριος Γκοτζαμάνης «περίπου ως εκπρόσωπος των ιταλικών συμφερόντων».[7]
Παραπομπές:
[1] Ελεύθερον Βήμα, 28.4.1941.
[2] Γιώργος Μαργαρίτης, Προαγγελία θυελλωδών ανέμων…: Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της Κατοχής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σ. 93.
[3] Προκόπης Παπαστρατής, «Ακυβέρνητη Πολιτεία: Χρονικό της αναχώρησης της κυβέρνησης και του βασιλιά», Πολεμικός Τύπος, Νο 9.
[4] Γεώργιος Τσολάκογλου, Απομνημονεύματα, Έκδοσις «Ακροπόλεως», Αθήναι 1959, σ. 140.
[5] Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ: Η εμπειρία της Κατοχής, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σ. 42.
[6] M. Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ…, ό.π., σ. 45.
[7] Γ. Μαργαρίτης, Προαγγελία θυελλωδών ανέμων…, ό.π., σ. 162-163.