Για μια άλλη Πλατεία, Του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη

(Αντόνιο Ταμπούκι 1943-2012)

Η σημερινή επέτειος, πέρα από στρατιωτικά εμβατήρια, αστυνομικούς που ελεύθερα μόνο σκοπεύουν, απόπειρες γιουρουσιών και μπάντες παιανίζουσες, μας επιφύλαξε μια έκπληξη• μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο Αντόνιο Ταμπούκι πέθανε σήμερα το πρωί, στην πολυαγαπημένη του Λισσαβώνα όπου κατοικούσε εδώ και χρόνια, αηδιασμένος από την κατάντια της πατρίδας του. Στη μνήμη του, αφού ούτε βιογράφοι είμαστε ούτε φιλόλογοι επιθυμήσαμε ποτέ να γίνουμε, σκεφτήκαμε να μεταφράσουμε την πρώτη σελίδα του πρώτου του βιβλίου, το οποίο, για (όχι και τόσο) μυστηριώδεις λόγους παραμένει ανέκδοτο στα ελληνικά. Όχι ακριβώς την πρώτη σελίδα, αφού η Πλατεία Ιταλίας (Bompiani, 1975) αρχίζει μ’ έναν Επίλογο, αλλά την αμέσως επόμενη.  Η υπόθεση αυτού του «λαϊκού παραμυθιού σε τρεις πράξεις, έναν Επίλογο και ένα Παράρτημα», όπως τη διαβάζει κανείς στο οπισθόφυλλο: «Ένα χωριό της Τοσκάνης, μέσα σε έλη, κοντά στη θάλασσα. Μια οικογένεια αναρχικών, εξεγερμένοι εξ ιδιοσυγκρασίας κι εκ παραδόσεως, ενσαρκώνεται, κατά τη διάρκεια τριών γενεών, σε τρία πρόσωπα με εμβληματικά ονόματα: Γκαριμπάλντο, Κουάρτο, Βολτούρνο, και στις γυναίκες τους, ετοιμοπόλεμες και θαρραλέες». 
 

Υπάρχει ακόμα λίγος χρόνος

Το μόνο πράμα που ο Γκαριμπάλντο δεν κατάφερνε να καταλάβει απ’ τη ζωή ήταν ο θάνατος. Κοίταζε τον πατέρα του, άκαμπτο μες στην κάσα, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο γαμπριάτικο κουστούμι και με μια κίτρινη γάζα που του κύκλωνε το μέτωπο για να μαζεύει τις κίτρινες σταγόνες. Και τότε ο πατέρας του ήρθε να τον βοηθήσει: στρογγυλοκάθισε, έβγαλε το ρολόι απ’ το τσεπάκι και είπε:

«Υπάρχει ακόμα λίγος χρόνος».

Έπειτα, ζήτησε μισό πούρο, και καπνίζοντας με μια ήρεμη απόλαυση, προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει, αν όχι τι ήταν ο θάνατος, τουλάχιστον τι ήταν η ζωή.

Όλη τη νύχτα μίλαγαν, ή μάλλον, ο Γκαριμπάλντο περιοριζόταν ν’ ακούει, αποφεύγοντας να εκφράσει την παραμικρή αντίρρηση, για να μην του κλέψει χρόνο. Την αυγή ο πατέρας του ξαναγύρισε στον θάνατο υπομονετικά, δέχτηκε την κηδεία όπως όλοι οι άλλοι νεκροί και πήρε το δρόμο για το νεκροταφείο, τρεκλίζοντας μέσα στο κάρο του Λεωνίδα. Όμως, τώρα πια, ο Γκαριμπάλντο ήξερε πως το νερό που κινεί τον μύλο ανήκει σ’ όλους, όπως και το σιτάρι που άλεθε, κι ότι οι αγριόπαπιες που κατηφόριζαν στα έλη το Νοέμβρη ήταν ολωνών, κι ότι η βασιλική φρουρά βρισκόταν εκεί για να δολοφονεί όποιον όλα αυτά τά’ χε καταλάβει. Από τον πατέρα του τού έμεινε η ανάμνηση και το όνομα με το οποίο ο κόσμος, από κείνη τη μέρα, άρχισε να τον φωνάζει, με πρώτη τη μάνα του.

«Ίσως γιατί το πραγματικό σου όνομα, Βολτούρνο, τα τέσσερα αυτά χρόνια δεν τό’ χω συνηθίσει».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Συνεδριάζει το Δημοτικό Συμβούλιο με νέες διαμαρτυρίες

Εξειδίκευση του πακέτου μέτρων 11, 6 δις ευρώ από τρόικα και Task Force