Tης Ροσάνα Ροσάντα
Η κυβέρνηση Μόντι μάλλον δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για την ελευθερία του Τύπου. Τα μέλη της, ως σωστοί φιλελεύθεροι, είναι πεπεισμένα ότι μια εφημερίδα είναι ένα εμπόρευμα σαν όλα τα άλλα. Αν πουλάει αρκετά στους αναγνώστες και σε όσους διαφημίζονται μέσα σ’ αυτήν, ας ζήσει, αλλιώς ας πεθάνει.
Ο στραγγαλισμός εξηγήθηκε καλά προχθές από τον Βαλεντίνο Παρλάτο. Και ήταν ορατός σε όλους τους ισολογισμούς μας. Η ασφυξία μας είναι της ίδιας φύσης μ’ αυτήν που προσπαθούν να εφαρμόσουν στα λιγότερο επείγοντα κοινωφελή αγαθά. Σ’ εμάς φαίνεται σημαντική και η παρουσία μιας φωνής εκτός χορωδίας σαν τη δική μας, γιατί σε μια χώρα που έστειλε τρεις φορές τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην κυβέρνηση, κάτι δεν πάει καλά.
Δεν πάει καλά και λόγω του γεγονότος ότι πολλοί φίλοι χαίρονται επειδή στη θέση ενός διαμεσολαβητή σε ύποπτες δουλειές που δεν γίνεται να τον παρουσιάσεις πουθενά, ήρθε ένας τίμιος και κομψός φιλελεύθερος. Προσωπικά έντιμος, εννοείται. Η κοινωνική εντιμότητα δεν γνωρίζουμε πλέον καλά τι είναι, και δεν ενδιαφέρει πια τον Τύπο, με εξαίρεση εμάς, που δεν είμαστε μόνο ένα κομμάτι της αριστεράς, αλλά είμαστε και κομμουνιστές. Ή μάλλον, κάτι παραπάνω από κομμουνιστές, με την έννοια ότι τον κομμουνισμό των «υπαρκτών σοσιαλισμών» δεν μπορούσαμε με κανένα τρόπο να τον χωνέψουμε. Γι’ αυτό μας διέγραψαν από το PCI. Όμως, τα κομμουνιστικά κόμματα πρακτικά δεν υπάρχουν πια επειδή δεν έθεσαν στον εαυτό τους τα δικά μας ερωτήματα.
Το ερώτημα που σταματήσαμε να απαντάμε
Το γεγονός ότι μια φωνή σαν τη δική μας δεν ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι κατανοητό: το «Μανιφέστο» παρέμεινε η εικόνα μιας εφημερίδας της αριστεράς, ή μάλλον της άκρας αριστεράς. Τώρα είναι εύκολο να παίρνεις όρκους για την ελευθερία του Τύπου όταν αυτός ο Τύπος δεν είναι από την πλευρά που σου επιτίθεται. Και στην Ιταλία ποιος επιτίθεται στην κυβέρνηση; Κι εμείς πού είμαστε; Όπως μας θυμίζει ο Παρλάτο, το «Μανιφέστο» πουλάει όλο και λιγότερο εδώ και οκτώ χρόνια.
Η μείωση επιταχύνθηκε τα τελευταία δύο χρόνια. Ο μέσος όρος που διατηρούσαμε τα πρώτα τριάντα χρόνια ήταν, λίγο-πολύ, τριάντα χιλιάδες φύλλα, όχι πολύ υψηλός, ήμασταν μια εφημερίδα που κατείχε μια γωνίτσα. Μα μια γωνίτσα στέρεη και σεβαστή. Σήμερα είμαστε σχεδόν στα μισά.
Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί. Συνηθίζαμε να εξετάζουμε σε ποιο σημείο βρισκόμασταν τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο. Όμως, τον τελευταίο καιρό η διεύθυνση δεν συγκάλεσε μια συνέλευση για να αναλύσει την κατάσταση του κόσμου και της Ιταλίας και τον προσανατολισμό μας μέσα σ’ αυτόν. Ούτε η συντακτική επιτροπή, που μπορεί να το απαιτήσει, μοιάζει να το έχει ανάγκη, ούτε καν μια στιγμή πριν φθάσουμε σ’ αυτή τη μορφή εκκαθάρισης, που δεν είναι ακριβώς πτώχευση, αλλά σχεδόν πτώχευση, την οποία είμαστε αναγκασμένοι να υποστούμε.
Δεν ήταν μια καλή επιλογή. Στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου αυτονόητο τι είναι σήμερα μια εφημερίδα της αριστεράς, πόσο μάλλον μια εφημερίδα η οποία, πάντα σύμφωνα με τα λεγόμενα του Παρλάτο, θα έπρεπε ακόμη να ορίζεται ως κομμουνιστική. Με την έννοια που λέγαμε προηγουμένως, στο πλαίσιο ενός κομμουνισμού που έχει ελάχιστη σχέση με τους «υπαρκτούς σοσιαλισμούς», αλλά που υλοποιεί μια αλλαγή της ζωής και της παραγωγής, και ενώ το κάνει αυτό υλοποιεί και περισσότερη πολιτική ελευθερία. Το ξαναείπαμε αυτά τα χρόνια; Μπορούσαμε να το πούμε; Μπορούσαμε να το πιστέψουμε; Αυτό είναι το ερώτημα στο οποίο σταματήσαμε να απαντάμε, αλλά πάψαμε και να το θέτουμε μέχρι και μεταξύ μας.
Μπορούμε να είμαστε αντικαπιταλιστές;
Τείνω να πιστεύω ότι σ’ αυτή την αποσιώπηση οφείλεται η μείωση των αναγνωστών μας στο ήμισυ. Όμως είναι ένα ερώτημα που δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Δεν είναι εύκολο να είναι κανείς κομμουνιστής σήμερα, πάνω από είκοσι χρόνια μετά το 1989. Γι’ αυτό λοιπόν θα ήταν καθήκον μας να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε όταν αυτοαποκαλούμαστε ακόμη κομμουνιστές, ή να ξεκαθαρίσουμε γιατί δεν μπορούμε να το λέμε πια.
Εγώ πιστεύω ότι τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα δεν μπορούμε να το πούμε πια. Και όχι γιατί το παγκοσμιοποιημένο σύστημα έγινε πιο ανθρώπινο και οι άνθρωποι το συμμερίζονται και μπορούν να το συμμεριστούν, ή γιατί έγινε λιγότερο άγριο, περισσότερο ειρηνικό επειδή είναι ελεύθερο, ή λιγότερο άνισο, που δεν σημαίνει συμμορφωμένο με τα πρότυπα. Δεν παραλείψαμε να γράψουμε ότι από το 1971 δεν πέρασαν μόνο πολλά χρόνια, αλλά άλλαξαν πολλά πράγματα. Σχεδόν όλα. Δεν βγάλαμε, όμως, τα συμπεράσματά μας ούτε εξηγήσαμε τις συνέπειες. Σ’ αυτό η κρίση της αριστεράς δεν είναι διαφορετική από τη δική μας, τουλάχιστον -αφού η αριστερά είναι τώρα πια μια λέξη πολύ αόριστη- εκείνου του κομματιού της αριστεράς που πρότεινε μια αλλαγή στον τρόπο παραγωγής. Μπορούμε να είμαστε σήμερα αντικαπιταλιστές;
Το «Μανιφέστο» γεννήθηκε όταν ένα τμήμα του κόσμου, κάτω από την ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών, ήταν καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό, και ένα τμήμα που είχε ήδη καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία του κεφαλαίου αυτοαποκαλούταν σοσιαλιστικό και ήταν κάτω από την ηγεμονία της ΕΣΣΔ. Ο κόσμος επαναπροσδιοριζόταν ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα και μισό: γιατί έμενε ένα τμήμα μετέωρο σε έναν «μετα-αποικισμό», αόριστο όπως όλα τα «μετά», το οποίο ονομάζαμε τρίτες χώρες. Σήμερα δεν είναι έτσι πια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι η αδιαμφισβήτητη πρώτη καπιταλιστική δύναμη και δεν είναι σίγουρο ότι ο σκοπός της μπορεί να οριστεί, όπως πριν, ως ιμπεριαλιστικός. Η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει πια. Η Κίνα έχει μια κυβέρνηση που ονομάζεται κομμουνιστική, αλλά είναι ένα ακραίο καπιταλιστικό παραγωγικό σύστημα. Η Κούβα δεν μοιάζει πια καθόλου σοσιαλιστική. Ο τρίτος κόσμος διένυσε, από άποψη κρατών και κάτω από την επιρροή διάφορων δυνάμεων, μια πορεία που δεν είχαμε δει ποτέ πριν.
Ταυτόχρονα, η Ευρώπη δημιούργησε μια μεγάλη ζώνη με ενιαίο νόμισμα και με φιλελεύθερη κατεύθυνση, η οποία εδώ και χρόνια διαπερνάται από μια οικονομική κρίση ακόμη πιο σκληρή από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών από όπου προέρχονται οι ρίζες της. Με λίγα λόγια, άλλαξαν τα πάντα. Άλλαξε ο καπιταλισμός; Μπορούμε να πούμε πως ναι, υπό την έννοια ότι διάρθρωσε τις μορφές του και δεν έχει πια ένα κράτος που να είναι ασυζητητί ηγετικό. Μπορούμε να πούμε πως όχι, υπό την έννοια ότι παγκοσμιοποίησε, ακριβώς με το να τον διαρθρώσει, τον τρόπο παραγωγής του. Μπορούμε, μπροστά σ’ αυτή την αλλαγή σκηνικού, να διατηρήσουμε τα εργαλεία ανάλυσης και πρότασης που είχαμε το 1971; Δεν νομίζω. Θα έπρεπε τουλάχιστον να τα επαληθεύσουμε.
Ο τρόπος παραγωγής και η κοινωνική δομή
Η Ιταλία άλλαξε κι αυτή. Υπό την έννοια ότι ίσως στη χώρα όπου το κίνημα του ’68 ήταν το πιο μακρόχρονο και είχε επεκταθεί σε διάφορα κοινωνικά στρώματα, όχι μόνο στους εργάτες και τους φοιτητές, είχε επίσης -έχει δίκιο ο Μάριο Τρόντι- αποδομήσει τις κλασικές μορφές του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας περισσότερο απ’ όσο είχε παράγει νέες μορφές. Δημιούργησε νέα κοινωνικά σχήματα και κάτι ακόμη μεγαλύτερο από ένα κοινωνικό σχήμα, τις γυναίκες και τους φεμινισμούς. Αυτή η πολλαπλότητα αντικειμένων είχε ως κοινό χαρακτηριστικό την απόρριψη των μορφών εξουσίας στις οποίες ήταν, ορατά ή αόρατα, υποκείμενη, ενώ ταυτόχρονα είχε σκληρές διασπάσεις. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στην ευρύτητα της απόρριψης ήρθε να απαντήσει μια αντίθετη αντίδραση, ένας επίπεδος ατομικισμός, μια άρνηση κάθε αλλαγής της κοινωνίας, κάθε συλλογικότητας που δεν ήταν τοπική ή κοινοτική. Η αδυναμία επικοινωνίας ανάμεσα στις διαφορές παρήγε μια κρίση της πολιτικής, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο μπερλουσκονισμός και η αύξηση του λαϊκισμού.
Μα γι’ αυτό δεν δώσαμε ούτε εμείς ένα χάρτη και μια τοπογραφία κοινή και σε βάθος. Καταγγείλαμε τα όρια του μεταπολεμικού κεϊνσιανισμού με την πρόθεση να πάμε παραπέρα, αλλά στην ουσία αφήσαμε χώρο για φιλελεύθερες ωθήσεις. «Λιγότερο κράτος, περισσότερη αγορά», είναι ένα σύνθημα που άρεσε και στην αριστερά. Για δύο δεκαετίες βάλαμε στην άκρη την εργασιακή σχέση, αναλύοντας τα νέα υποκείμενα και τις πολλές αντιθέσεις που ήταν έξω απ’ αυτήν, καταλήγοντας να δηλώσουμε το ξεθώριασμα, αν όχι την ασημαντότητα, της αντίθεσης εργασίας και κεφαλαίου. Μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης και της αντεπίθεσης των αφεντικών στη Fiat δώσαμε ελάχιστη προσοχή στην κοινωνική δομή, σαν να ήταν ένα πρόβλημα καθαρά συνδικαλιστικό.
Δεν είμαστε πεπεισμένοι, και επομένως δεν σταθήκαμε ικανοί να πείσουμε, ότι -όπως μας θυμίζει ο γραμματέας της ομοσπονδίας εργατών μετάλλου Fiom- ο τρόπος παραγωγής δεν αφορά μόνο το εργοστάσιο αλλά ολόκληρη την κοινωνία. Η δουλειά; Πράγματα του περασμένου αιώνα. Ο εργάτης; Δεν υπάρχει πια. Το συνδικάτο; Παλιατζούρες. Εξάλλου, μήπως δεν τερέτιζαν κάθε μέρα τα αφεντικά ότι η δουλειά αποτελούσε τώρα πια ένα ελάχιστο τμήμα της διαδικασίας παραγωγής;
Σήμερα τα αφεντικά λένε εντελώς το αντίθετο, στριγκλίζουν ότι για να είμαστε ανταγωνιστικοί μέσα στην παγκοσμιοποίηση πρέπει να μειώσουμε τα ιταλικά ημερομίσθια εξισώνοντάς τα με εκείνα της Ινδονησίας ή της Κίνας, που είναι το ένα τρίτο, το ένα τέταρτο του επιπέδου που είχαν κατορθώσει να επιτύχουν οι δικοί μας εργαζόμενοι. Έτσι, φθάσαμε, όπως και ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος, σε μια κρίσιμη καμπή, κατά την οποία τα εισοδήματα είναι σε μέγιστη απόκλιση, το 10% του πληθυσμού κερδίζει όσο το 90%, κι απ’ αυτό το 10, το 1% κερδίζει περισσότερο από όλους τους άλλους. Στην κρίσιμη αυτή καμπή παραδέρνουν και τα νέα υποκείμενα.
Ο έλεγχος του εαυτού μας
Μέσα σ’ αυτό τον αναβρασμό των αναγκών και μέσα στην ανικανότητα εξεύρεσης διαλόγου, το «Μανιφέστο» δεν κατόρθωσε να προξενήσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αλλά λιγότερο. Κι όμως δεν υπάρχει ούτε μια μέρα που να μην προτείνει ένα ενδιαφέρον κομμάτι που θα ήταν αδύνατο να το βρει κανείς αλλού, μια ερμηνεία μιας είδησης που ο υπόλοιπος Tύπος συσκοτίζει. Μήπως αυτά που γράφουμε δεν είναι κατανοητά, δεν λέγονται σωστά; Δεν είναι σαφή; Δεν είναι σβέλτα και διασκεδαστικά; Κάτι δεn λειτούργησε και σ’ εμάς. Είμαστε κουρασμένοι, γιατί -παρακαλώ ας μην το ξεχνάμε- αυτοί που κάθε μέρα προετοιμάζουν αυτό το φύλλο και το στέλνουν στη διανομή δεν αντέχουν άλλο μια επιτυχία που αργά – αργά όλο και εκλείπει κι επιπλέον δεν αντέχουν να πληρώνονται λιγότερο από οποιαδήποτε άλλη εφημερίδα και διακεκομμένα, κάποιες φορές περιμένοντας το μισθό τους για μήνες. Το να βασίζεσαι για χρόνια στα έσοδα του συζύγου, ή της συζύγου, ή των γονιών, ή σε μια άλλη συμπληρωματική δουλειά είναι εύκολο να το λες, δεν είναι εύκολο να το βιώνεις.
Εγώ επιμένω ότι μαζί με την αλληλεγγύη που ζητάμε πρέπει να κάνουμε κι έναν έλεγχο του εαυτού μας. Ή μήπως νομίζουμε ότι η ιστορία τελείωσε και ότι το «εγώ ελπίζω να τη βολέψω»* έγινε το μοναδικό πραγματικά δημοφιλές σύνθημα;
* Τίτλος του βιβλίου του δασκάλου Μαρτσέλο ντ’ Όρτα με εξήντα εκθέσεις μαθητών.
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
Manifesto/Εποχή