του Μιχάλη Σπουρδαλάκη*
Η διατύπωση «το τέλος της Μεταπολίτευσης» αποτελεί συνήθη επωδό στο δημόσιο διάλογο της χώρας. Στην αρχή εμφανίστηκε ως παρατήρηση της περιγραφής των σημαντικών εξελίξεων στην πολιτική σκηνή της χώρας, στη συνέχεια διατυπώθηκε ως επιθυμία και επιδίωξη για τον περιορισμό των κατά τεκμήριο φαινομένων παθογένειας της δημοκρατίας. Στη σημερινή συγκυρία όμως το «τέλος της Μεταπολίτευσης» φαίνεται να αναδεικνύεται σε αιχμή της στρατηγικής για τις πολιτικές και πολιτειακές αλλαγές, που επιδιώκουν οι δυνάμεις που έχουν επιβάλει το Μνημόνιο, ως μονόδρομο εξόδου από την κρίση.
Ο όρος «μεταπολίτευση», από τον 19ο αιώνα που πρωτοεμφανίζεται φέρει θετικό πρόσημο, αφού υποδηλώνει την μετάβαση από μια λιγότερο αποδεκτή πολιτική διευθέτηση σε μια άλλη δημοφιλέστερη και κατά τεκμήριο πιο δημοκρατική. Η Μεταπολίτευση που ακολουθεί την πτώση της Δικτατορίας το 1974 διατηρεί αυτά τα χαρακτηριστικά. Έτσι ενώ ο όρος «Μεταπολίτευση» ουσιαστικά περιγράφει την στιγμιαία ή έστω την σύντομη μετάβαση στη δημοκρατία κατέληξε, υπερβολικά και λανθασμένα ίσως, να ονοματοθετεί όλη την μεταδιδακτορική περίοδο. Ωστόσο, η πολυφωνική συγχορδία του μπλοκ εξουσίας που με ιδιαίτερη έμφαση τελευταία αναγγέλλει ή/και επιδιώκει το «τέλος της Μεταπολίτευσης» δεν σκοπεύει στην γλωσσική αποκατάσταση του όρου. Εκείνο που επιδιώκεται είναι, με πρόσχημα τις όποιες υπερβολές της περιόδου, να περιορίσουν ή ακόμη και να ακυρώσουν τα κεκτημένα της. Και εξηγούμαι:
Ο κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων που διαμορφώθηκε με την πτώση της Δικτατορίας, με άλλα λόγια το μπλοκ εξουσίας της περιόδου, επέλεξε έναν ασφαλή και ελεγχόμενο δρόμο για την μετάβαση στη Δημοκρατία. Η στρατηγική αυτή ουσιαστικά ανέδειξε τα νέα πολιτικά κόμματα ως το βασικό θεσμικό όχημα των διαδικασιών εκδημοκρατισμού. Προφανώς το πλεονάζον απόθεμα νομιμοποίησης που διέθεταν κόμματα και κομματικό σύστημα έδινε στο κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο την δυνατότητα ελέγχου της δυναμικής του εκδημοκρατισμού. Έτσι, παρά τα φαινόμενα (είσοδος των μαζών στην πολιτική, εισαγωγή νέων δημοκρατικών θεσμών, θεσμοθέτηση και παγίωση δημοκρατικών λειτουργιών και διαδικασιών) η Μεταπολίτευση ήταν μια διαδικασία εκδημοκρατισμού «από τα πάνω». Μια διαδικασία που η συμμετοχή του «λαϊκού παράγοντα» ετίθετο πάντα υπό τον έλεγχο κομμάτων και κομματικού συστήματος, που συστηματικά απέτρεπαν κοινωνικές πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις, οι οποίες μπορούσαν να έχουν θεσμικές απολήξεις έξω από το επιτρεπτό πλαίσιο της τυπικής και διαδικαστικής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε αυτό το πλαίσιο το κομματικό σύστημα δομήθηκε και οργανώθηκε κυρίως γύρω από τα δύο μεγάλα κόμματα. Ο Δικομματισμός που προέκυψε ουσιαστικά μετασχηματίστηκε σε συμπαγές και πλήρες σύστημα διακυβέρνησης της χώρας.
Κατά συνέπεια ο δικομματισμός δεν είναι απλώς η εναλλαγή των δύο κομμάτων στην κυβέρνηση. Θα πρέπει να γίνεται κατανοητός ως σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο συμμετέχουν όλα τα πολιτικά κόμματα. Πρόκειται για μια λογική διακυβέρνησης που οι ανισότητες, οι εντάσεις, τα αιτήματα και οι κινητοποιήσεις της κοινωνίας λαμβάνονται υπόψη μόνον στο βαθμό που μπορούν να ενταχθούν τα δεδομένα κρατικά προτάγματα. Δικομματισμός, λοιπόν είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης της χώρας με ακραία κρατικοκεντρικό τρόπο, που συστηματικά αφίσταται κοινωνιοκεντρικών πιέσεων και αναγκών. Πρόκειται για τάση που έχει αποκαλύψει με δραματικό τρόπο η τρέχουσα κρίση.
Ωστόσο, Μεταπολίτευση δεν σήμαινε μόνον τον πλήρη και δια των κομμάτων έλεγχο των κοινωνικών πρωτοβουλιών και δράσης, την γραφειοκρατία, την απονομιμοποίηση ή ακόμη και δίωξη κοινωνικών κινημάτων, τον εξοβελισμό του αυθόρμητου, την απομάκρυνση της πολιτικής από την κοινωνία, την κρατικοποίηση της πολιτικής. Ούτε φυσικά περιορίστηκε στις ακραίες εκδοχές, φαινόμενα και συνεπαγωγές αυτού του «δικομματικού προτύπου διακυβέρνησης» όπως η κομματοκρατία, ο πολιτικός κυνισμός και η διαφθορά, η ενδυνάμωση εξωθεσμικών κέντρων ισχύος ως βασικών πυλώνων επιρροής και νομιμοποίησης των κρατικών πολιτικών. Η Μεταπολίτευση, με την «είσοδο των μαζών στην εξουσία» και την δυναμική που αυτή επέβαλε κατάφερε να κατοχυρώσει δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα, παρά τις όποιες επιφυλάξεις μπορεί να προβάλει κανείς την προαγωγή πολιτικών πρακτικών και πολιτικής κουλτούρας αμφιβόλου δημοκρατικής ποιότητας.
Είναι λοιπόν αυτά τα κεκτημένα που φαίνεται εμποδίζουν την εμπέδωση των νέων διευθετήσεων στην Μεταμνημονιακή περίοδο. Γι’ αυτό και το «τέλος της Μεταπολίτευσης» προβάλλεται και επιδιώκεται το τελευταίο διάστημα ιδιαίτερα έντονα. Η Μεταπολίτευση πρέπει να τελειώσει γιατί θυμίζει κοινωνικές και δημοκρατικές κατακτήσεις και την υπόσχεση για κοινωνική συμμετοχή και δημοκρατικό έλεγχο. Αυτή λοιπόν η επιθυμία και η επιδίωξη έχει ήδη πάρει την μορφή απροκάλυπτης στρατηγικής για τις δυνάμεις που στηρίζουν το Μνημόνιο. Έτσι, οι θιασώτες των Μνημονίων διογκώνουν με τρόπο που αγνοεί τις ιστορικές συνθήκες δημιουργίας και λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, τα όποια ελαττώματα και υπερβολές, και επιτίθενται ανοικτά στις κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης. Εσχάτως μάλιστα στο στόχαστρο έχουν μπει και τα ίδια τα πολιτικά κόμματα μια και αυτά συμβάλλουν στο «αυξημένο κόστος της δημοκρατίας» (sic).
Με άλλα λόγια και συνοψίζοντας, αφού για πάνω από τρείς δεκαετίες το μπλοκ εξουσίας έλεγξε, γραφειοκρατικοποίησε και περιόρισε την παρουσία της κοινωνίας στην πολιτική, οδηγώντας στην πλήρη κρατικοποίησή της επιδιώκει σήμερα να ακυρώσει ακόμη τις εναπομείνασες δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις. Εκείνο φυσικά που φοβούνται είναι ότι εδώ και λίγα χρόνια η κοινωνία φαίνεται να κινείται δυναμικά ενάντια στην περαιτέρω εμπέδωση των αντιδημοκρατικών και αντικοινωνικών επιδιώξεων, επιτομή των οποίων είναι η κυβέρνηση Παπαδήμου. Εκείνο δηλαδή που φαίνεται ότι πάει να αποτρέψει είναι τη δικιά μας Μεταπολίτευση. Μια Μεταπολίτευση που θα κρατά το δημοκρατικό, το φιλελεύθερο και το κοινωνικό κεκτημένο εκείνης του 1974 αλλά που θα επιδιώκει να φέρει την κοινωνία με τα κινήματα και την πολιτική της φρεσκάδα στο προσκήνιο. Ενώ λοιπόν εκείνοι επιδιώκουν να κρατήσουν την κοινωνική παρουσία έξω από την νέα υπό διαμόρφωση διευθέτηση, που υποκριτικά διατηρεί όμως εκείνα τα στοιχεία που αναφέρονταν ως παθογένειες (γραφειοκρατία, αδιαφάνεια, υποβάθμιση των αντιπροσωπευτικών θεσμών κά.), δίνουν, παρά τη ρητορεία τους, στην Μεταπολιτευτική μας δημοκρατία καθαρά χαρακτήρα αυταρχικού κρατισμού.
Από την άλλη εμείς, δημοκρατικοί πολίτες και αριστερά δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα των προβλημάτων που πράγματι είχε η από τα πάνω Μεταπολίτευση του 1974 και να επιδιώξουμε πράγματι μια «νέα Μεταπολίτευση». Μια μεταπολίτευση από τα κάτω, μια Μεταπολίτευση που θα ανατρέπει τον κρατικοκεντρικό χαρακτήρα της διακυβέρνησης του Δικομματισμού. Μια μεταπολίτευση που θα προωθεί μια κοινωνιοκεντρική πολιτική διευθέτηση, την μόνη εγγύηση για την διατήρηση και ποιοτική αναβάθμιση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος και το μόνο ανάχωμα στον κρατικό αυταρχισμό, που εκφράζει και η σημερινή κυβέρνηση. Κυβέρνηση την οποία στηρίζει ουσιαστικά μια ανίερη συμμαχία τεσσερισήμισι κοινοβουλευτικών κομμάτων, αλλά δυστυχώς και μια συμμαχία από τραπεζικά και άλλα μεγαλοεπιχειρηματικά συμφέροντα και τον γνωστό εσμό πρόθυμων διανοουμένων, απολογητών της εκάστοτε εξουσίας. Αυτοί λοιπόν την δουλειά τους κι εμείς την δική μας…
* Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.