Εν μέσω θερινής ραστώνης, η Υπουργός Παιδείας κυρία Ζαχαράκη κατέθεσε νομοθετική πρωτοβουλία που καθορίζει τα πειθαρχικά παραπτώματα στα Α.Ε.Ι. και τα συνοδεύει με συγκεκριμένες τιμωρητικές διατάξεις.
Εν συντομία, ο Νόμος 5224/2025 προβλέπει ότι πειθαρχικά παραπτώματα αποτελούν η παραβίαση του αδιάβλητου των εξετάσεων, καθώς και η λογοκλοπή. Επιπλέον, τιμωρείται η καταστροφή κινητής ή ακίνητης περιουσίας του ιδρύματος, καθώς και η παρεμπόδιση της εύρυθμης λειτουργίας του, είτε αυτή αφορά την εκπαιδευτική, ερευνητική ή διοικητική δραστηριότητα, είτε τη λειτουργία των οργάνων και των υπηρεσιών του. Παράλληλα, ο νέος νόμος απαγορεύει τη χρήση των χώρων, των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού του ΑΕΙ χωρίς την άδεια των αρμόδιων οργάνων, όπως και την αξιοποίησή τους για σκοπούς που δεν συνάδουν με την αποστολή του ιδρύματος ή τη διευκόλυνση τρίτων για ανάλογες ενέργειες. Ως παραπτώματα θεωρούνται επίσης η ρύπανση των πανεπιστημιακών χώρων, η χρήση ή διακίνηση απαγορευμένων ουσιών, καθώς και η τέλεση πλημμελημάτων ή κακουργημάτων εντός των εγκαταστάσεων του ΑΕΙ.
Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφονται τα πειθαρχικά παραπτώματα στον νέο νόμο, καθώς και τα μέτρα που προβλέπονται, προσβάλλουν το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων. Συγκεκριμένα, στοχεύουν στον πλήρη και κάθετο έλεγχο της ακαδημαϊκής ζωής, αναθέτουν στους καθηγητές/-ριες ρόλο επιτήρησης και εποπτείας των φοιτητικών διαμαρτυριών και επιβάλλουν ένα αυταρχικό πειθαρχικό πλαίσιο για τον φοιτητικό πληθυσμό, με απειλές ακόμη και για διαγραφές.
Το παρόν κείμενο έχει στόχο να προσφέρει ενημέρωση γύρω από το νέο αυτό πειθαρχικό πλαίσιο για τους/τις φοιτητές/-ριες των ΑΕΙ και να συμβάλει στην κατανόησή του. Δεν πρόκειται για νομική ανάλυση, αλλά για μια πολιτική ανάγνωση των ρυθμίσεων που εισάγονται, των συνεπειών που διαμορφώνουν στην καθημερινότητα του πανεπιστημίου και των αλλαγών που επιφέρουν στον τρόπο που οργανώνεται η πανεπιστημιακή ζωή. Φιλοδοξεί να συμβάλει στον δημόσιο διάλογο μέσα στις σχολές, να στηρίξει τη συλλογική συζήτηση και να αποτελέσει εργαλείο κατανόησης και δράσης για όσους και όσες δεν αποδέχονται την αποδόμηση του δημόσιου πανεπιστημίου που επιχειρείται εκ νέου.
Η σημασία του πειθαρχικού δικαίου και ο τρόπος που ο νέος νόμος αλλάζει το πανεπιστήμιο
Το πειθαρχικό δίκαιο υπάρχει ανέκαθεν ως μηχανισμός ρύθμισης της λειτουργίας ενός φορέα, ενός ιδρύματος ή μιας δημόσιας υπηρεσίας. Δεν είναι κάτι καινούργιο ούτε καθιερώνεται για πρώτη φορά τώρα. Ωστόσο, η εφαρμογή του στο πλαίσιο του πανεπιστημίου και συγκεκριμένα στους φοιτητές και τις φοιτήτριες δεν μπορεί να γίνεται μηχανικά, σαν να πρόκειται για άλλη μια διοικητική υπηρεσία του κράτους.
Τα ΑΕΙ είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σωματειακού χαρακτήρα, όπως οι Δήμοι, οι ΟΤΑ και οι επαγγελματικές ενώσεις που είναι οργανωμένοι σε ΝΠΔΔ (δικηγορικοί σύλλογοι, ιατρικοί σύλλογοι, ΓΕΩΤΕΕ, ΤΕΕ κλπ). Αυτή η ιδιότητα συνεπάγεται ότι έχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, παρότι αποτελούν δημόσιους φορείς, διατηρούν θεσμική απόσταση από την κεντρική δημόσια διοίκηση και δεν υπάγονται πλήρως σε αυτή. Δεύτερον, τα όργανα διοίκησής τους στελεχώνονται από μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας και αναδεικνύονται από αυτήν μέσω δημοκρατικών διαδικασιών. Τρίτον, διαθέτουν τη δυνατότητα αυτορρύθμισης των εσωτερικών τους υποθέσεων —στην περίπτωση των ΑΕΙ, τα παραπάνω είναι ευθείες συνέπειες του αυτοδιοικήτου, που κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 16 Συντάγματος.
Τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν ήδη πληγεί σοβαρά από τις προηγούμενες νομοθετικές παρεμβάσεις. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα τα ΑΕΙ διοικούνται από Συμβούλια Διοίκησης, στα οποία το 5/11 των μελών ούτε έχει εκλεγεί άμεσα από την πανεπιστημιακή κοινότητα του ΑΕΙ που διοικεί ούτε ανήκει σε αυτή.
Το άρθρο 16 Συντάγματος, εξάλλου, έχει υποστεί σοβαρή απαξίωση με την πρόσφατη νομιμοποίηση της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων, ανεξάρτητα από το αν η διαδικασία αυτή αποδείχθηκε φιάσκο στην πράξη. Ακόμη κι αν το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε τις σχετικές ρυθμίσεις συνταγματικές, παραμένουν, κατά την κρίση μας, ουσιαστικά αντίθετες στο γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος. Πρόσφατα, εξάλλου, με αφορμή την απόφαση του ΣτΕ, ο Καθηγητής Νομικής Αθηνών Κ. Γιαννακόπουλος έκανε λόγο για «ερμηνευτική αποκένωση του Συντάγματος».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έρχεται και ο νέος νόμος για τα πειθαρχικά παραπτώματα των φοιτητών. Δεν πρόκειται για τεχνική ρύθμιση, αλλά για ακόμη μια τομή στον τρόπο που νοούνται τα ΑΕΙ. Ενώ παλαιότερα τα πανεπιστήμια είχαν τη νομοθετική εξουσιοδότηση να καθορίζουν μέσω των εσωτερικών τους κανονισμών τι αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και πώς αντιμετωπίζεται, σήμερα όλα αυτά ορίζονται κεντρικά από τον νομοθέτη, δηλαδή, τελικά την κυβέρνηση και τους εκάστοτε υπουργούς Παιδείας και Δικαιοσύνης. Ο νέος νόμος καθορίζει τα παραπτώματα, τις ποινές, τα όργανα και τη διαδικασία επιβολής τους. Το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρο: το πανεπιστήμιο παύει να αυτορρυθμίζεται και μετατρέπεται σε διοικούμενο μηχανισμό εφαρμογής κρατικών αποφάσεων.
Όμως το πανεπιστήμιο δεν είναι υπουργείο, ούτε οι φοιτητές και οι φοιτήτριες είναι υπάλληλοι. Είναι χώρος παραγωγής γνώσης, πολιτικής και κοινωνικής ζύμωσης και ιστορικά αποτελεί πεδίο παραγωγής ιδεών που προκύπτουν συχνά από συγκρούσεις, διάλογο και αγώνες. Γι’ αυτό και το πειθαρχικό δίκαιο, όταν μεταφέρεται στο πανεπιστήμιο, δεν είναι ουδέτερη διοικητική ρύθμιση αλλά πολιτική παρέμβαση που αλλάζει τον τρόπο που συγκροτείται η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα.
Στον συγκεκριμένο νόμο, όμως, η ίδια η έννοια της πανεπιστημιακής κοινότητας μεταλλάσσεται. Στις διατάξεις του νέου πλαισίου, ως μέλη της κοινότητας ορίζονται ρητά από τα μέλη ΔΕΠ του πανεπιστημίου μέχρι και τους/τις διοικητικούς υπαλλήλους και τους επισκέπτες ερευνητές, αλλά για πρώτη φορά σε νόμο που αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση οι φοιτητές και οι φοιτήτριες δεν ορίζονται ως μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Έτσι, με τον νέο νόμο οι φοιτητές και οι φοιτήτριες των πανεπιστημίων παύουν να αντιμετωπίζονται ως μέρος μιας συλλογικής θεσμικής υπόστασης και πλέον αποτελούν αντικείμενα διοικητικής ρύθμισης. Από δρώντα υποκείμενα και συμμετέχοντες/-ουσες στην εκπαιδευτική διαδικασία, μετατρέπονται σε διοικούμενα αντικείμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας -κάτι σαν ενήλικοι μαθητές.
Πλάι, όμως, σε διάφορες αυτονόητες παραβάσεις που αναγνωρίζονταν, ούτως ή άλλως, σε όλους τους εσωτερικούς κανονισμούς των ιδρυμάτων ως πειθαρχικά παραπτώματα, όπως η λογοκλοπή και η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, εισάγεται και ένας ιδιαίτερα αόριστος όρος: η «διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας». Πρόκειται για έννοια που δεν ορίζεται με σαφήνεια και μπορεί να περιλάβει από πραγματικά σοβαρές παρανομίες μέχρι μορφές συλλογικής διαμαρτυρίας και πολιτικής δράσης στο εσωτερικό του πανεπιστημίου. Έτσι, πολύ εύκολα η έννοια της «διατάραξης της λειτουργίας» μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο πειθαρχικής καταστολής πολιτικής δράσης. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οτιδήποτε υπερβαίνει την αποστειρωμένη «κανονικότητα» μιας σχολής μπορεί δυνητικά να θεωρηθεί πειθαρχικό παράπτωμα.
Η σύνδεση των πειθαρχικών παραπτωμάτων με τις ποινές και το ποινικό δίκαιο
Είναι χρήσιμο να γίνει μια σύνδεση του πειθαρχικού με το ποινικό δίκαιο, καθώς πρόκειται για δύο συστήματα κανόνων που, παρότι διακριτά, αλληλοεπηρεάζονται. Το ποινικό δίκαιο θέτει το γενικό πλαίσιο αντιμετώπισης των παραβάσεων στην κοινωνία, ενώ το πειθαρχικό εξειδικεύει κανόνες συμπεριφοράς σε συγκεκριμένους θεσμούς. Η κατανόηση της μεταξύ τους σχέσης μας βοηθά να αντιληφθούμε καλύτερα τόσο τη λειτουργία του πειθαρχικού μηχανισμού όσο και τα όριά του.
Πριν από κάποιο καιρό, στο πλαίσιο προσπάθειας καταστολής των κινητοποιήσεων των υγειονομικών στα νοσοκομεία, στο ποινικό δίκαιο χαρακτηρίστηκε ως κακούργημα η είσοδος σε υγειονομική υπηρεσία με πρόκληση θορύβου (βλ. συνθήματα), όταν αυτή διαταράσσει τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και συνδέεται (sic) με βιαιοπραγία ή φθορά δημόσιας περιουσίας.
Στο νέο ποινικό δίκαιο προστέθηκε στη συνέχεια αυτής της παραγράφου μια αντίστοιχη διάταξη για την είσοδο σε δομές πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, γεγονός που καθιστά σαφή τη διεύρυνση της λογικής αυτής και προς τον χώρο της εκπαίδευσης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο όρος «συνδέεται». Για πρώτη φορά στο ποινικό δίκαιο δεν στοχοποιείται αποκλειστικά η τέλεση μιας πράξης, αλλά οποιαδήποτε ενέργεια που μπορεί, με ασαφή και αφηρημένο τρόπο, να θεωρηθεί ότι «σχετίζεται» με μια ενδεχόμενη ποινικά επιβαρυμένη πράξη. Με τον τρόπο αυτό, η πειθαρχική ευθύνη παύει να βασίζεται σε συγκεκριμένη πράξη και μετατοπίζεται στη σφαίρα της ενδεχόμενης συσχέτισης.
Επιπλέον το νέο ποινικό δίκαιο εισάγει ένα νέο ιδιώνυμο, το οποίο χαρακτηρίζει ως κακουργήματα πράξεις που συχνά λαμβάνουν χώρα στα πανεπιστήμια ως μορφές πολιτικής και πολιτισμικής έκφρασης της φοιτητικής κοινότητας. Με βάση το άρθρο 168 παρ. 6 του νέου Ποινικού Κώδικα, το παλαιότερο αδίκημα της «διατάραξης λειτουργίας υπηρεσίας» αυστηροποιείται, καθώς προβλέπεται ότι «αν η πράξη της εισαγωγής έγινε σε χώρο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από δύο ή περισσότερα άτομα που έχουν οργανωθεί και οπλοφορούν και η πράξη αυτή συνδέεται με πρόκληση επικίνδυνης σωματικής βλάβης ή φθοράς ξένης ιδιοκτησίας κι έχει ως αποτέλεσμα διακοπή ή ματαίωση ακαδημαϊκής ή φοιτητικής δραστηριότητας, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα ετών». Με αυτόν τον τρόπο, κάθε μαζική διαμαρτυρία εντός του πανεπιστημιακού χώρου μπορεί να αντιμετωπιστεί ως κακούργημα, ακόμη και όταν λαμβάνει απλώς τον χαρακτήρα μιας συλλογικής έκφρασης ή κινητοποίησης, καθώς για να εφαρμοστεί το συγκεκριμένο άρθρο του νόμου αρκεί να υπάρχει μια σημαία -βλ. οπλοκατοχή-, κάποια συνθήματα -βλ. πρόκληση θορύβου- και να απευθύνεται κάπου -π.χ. στη συνεδρίαση της συγκλήτου ή στη συνέλευση ενός τμήματος, των οποίων η λειτουργία διακόπτεται.
Τέλος, στον νέο νόμο και σε αντίθεση με οποιαδήποτε αντίστοιχη νομολογία και κουλτούρα νομολογίας σε δημοκρατική χώρα καμία αναφορά δεν γίνεται στα δικαιώματα των πειθαρχικώς διωκόμενων.
Τι ποινές μπορούν να εφαρμοστούν;
Το νέο πειθαρχικό δίκαιο, σε συνδυασμό με τον νέο Ποινικό Κώδικα, καθιερώνει ιδιαίτερα βαριές κυρώσεις για τα πειθαρχικώς διωκόμενα πρόσωπα, με κορυφαία την οριστική διαγραφή από το πανεπιστήμιο. Η απειλή αυτή λειτουργεί ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι κάθε φοιτητή και φοιτήτριας που σκέφτεται να διαμαρτυρηθεί, σε ένα περιβάλλον όπου ο ίδιος ο Ποινικός Κώδικας έχει αυστηροποιήσει τις ρυθμίσεις για πράξεις που συνδέονται με τη διατάραξη της λειτουργίας δημόσιων υπηρεσιών και εκπαιδευτικών δομών.
Δεν είναι τυχαίο ότι στον νέο Ποινικό Κώδικα έχουν ήδη πολλαπλασιαστεί τα αδικήματα που μπορούν να στερήσουν σε ένα πρόσωπο τη δυνατότητα διορισμού στο Δημόσιο, με αποτέλεσμα ακόμη και μια πράξη απείθειας να μπορεί να λειτουργήσει ως λόγος μόνιμου αποκλεισμού οποιαδήποτε στιγμή στο μέλλον.
Παράλληλα, στη βάση του παραπάνω νέου ιδιώνυμου, ακόμη και για πλημμέλημα που τελείται σε πανεπιστημιακό χώρο, όπως η άρνηση επίδειξης ταυτότητας σε αστυνομικό έλεγχο, μπορεί να επιβληθεί η ποινή της οριστικής διαγραφής ακόμη κι αν το δικαστήριο επιβάλει μια ελάχιστη ποινή, π.χ. λίγες ημέρες φυλάκισης.
Η οριστική διαγραφή, που σε κάθε πειθαρχικό δίκαιο αποτελεί την έσχατη των ποινών, αντίστοιχη της οριστικής παύσης (βλ. απόλυσης) στον δημόσιο τομέα, προβλέπεται ως υποχρεωτική στην περίπτωση κακουργηματικής δίωξης, ακόμη κι όταν το δικαστήριο, αφού κρίνει την ενοχή, επιβάλει ποινή χαμηλής βαρύτητας. Έτσι, μια πράξη με μικρό πρακτικό αντίκτυπο μπορεί να οδηγήσει στη βαρύτερη δυνατή διοικητική συνέπεια: τον οριστικό αποκλεισμό από τις σπουδές.
Όταν δε ένα απλό πειθαρχικό παράπτωμα συνοδεύεται από το ενδεχόμενο αποκλεισμού από τον διορισμό στο Δημόσιο, γίνεται σαφές ότι η κύρωση δεν αφορά μόνο το παρόν, αλλά επεκτείνεται στον συνολικό κοινωνικό και επαγγελματικό ορίζοντα των φοιτητών/-ριών.
Μια μελέτη περίπτωσης
Ας πάρουμε, όμως, ως μελέτη περίπτωσης πρόσφατα περιστατικά που έλαβαν χώρα μέσα στα πανεπιστήμια και ας αναρωτηθούμε πώς θα αντιμετωπίζονταν αν ίσχυε το νέο πειθαρχικό πλαίσιο. Από το 2021 και μετά, έχουμε: την κατάληψη της Πρυτανείας του ΑΠΘ και τη σύλληψη 31 ατόμων που συμμετείχαν σε αυτή στο πλαίσιο διαμαρτυρίας – ανάμεσα σε άλλα – και ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία· τη σύλληψη 16 ακόμη ατόμων λίγες ημέρες αργότερα, ενώ είχε ήδη ανακοινωθεί η λήξη της κατάληψης της πρυτανείας· τις 15 συλλήψεις που ακολούθησαν την απόπειρα κατάληψης του εγκαταλειμμένου λυόμενου στον ακάλυπτο χώρο του Χημικού για τη δημιουργία κοινωνικού χώρου εντός της πανεπιστημιούπολης· τις 49 συλλήψεις τον Μάρτιο του 2024 έξω από τη ΣΘΕ· καθώς και τις 5 συλλήψεις φοιτητών που διαμαρτυρήθηκαν για την πτώση του ασανσέρ στις φοιτητικές εστίες, μετά από κλήση των ΜΑΤ από τον ίδιο τον πρύτανη.
Με βάση το νέο πλαίσιο, όλες αυτές οι πράξεις, επειδή τελέστηκαν εντός της πανεπιστημιούπολης, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κακουργηματικές. Και ανεξάρτητα από το ποιες ποινές θα επέβαλλαν τα ποινικά δικαστήρια, η συνέπεια θα ήταν η οριστική διαγραφή των φοιτητών –αυτόματα και υποχρεωτικά, χωρίς προηγούμενη κρίση από το τμήμα ή από συλλογικό πειθαρχικό όργανο, όπως θα πούμε παρακάτω.
Το αποτέλεσμα είναι προφανές. Το μήνυμα δεν είναι «σεβαστείτε τους κανόνες», αλλά «σιωπήστε». Η βαριά σκιά της διαγραφής και του επαγγελματικού αποκλεισμού λειτουργεί αποτρεπτικά όχι μόνο για την απλή παραβατικότητα, αλλά για κάθε μορφή πολιτικής παρουσίας μέσα στο πανεπιστήμιο.
Αλλά ποιος επιβάλλει τις πειθαρχικές ποινές;
Πέρα από τα πανεπιστημιακά όργανα, πειθαρχική δίωξη μπορεί να κινηθεί και από τον ίδιο τον υπουργό Παιδείας, όταν τα όργανα του ιδρύματος δεν ενεργήσουν εντός προθεσμιών. Με τον νέο νόμο του 2025, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων ορίζεται ρητά ως πειθαρχικό όργανο για τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, αποκτώντας τη δυνατότητα να ασκεί πειθαρχική δίωξη, πέραν του Προέδρου Τμήματος, του Κοσμήτορα και του Πρύτανη, οι οποίοι αποτελούν μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Η αρμοδιότητα αυτή του Υπουργού ενεργοποιείται μάλιστα με ιδιαίτερη ευκολία. Πιο συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος του Τμήματος διαθέτει αποκλειστική προθεσμία δέκα ημερών για να ασκήσει πειθαρχική δίωξη για κάποιον/α φοιτητή/-ρια. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η αρμοδιότητα μεταφέρεται στον Πρύτανη, ο οποίος διαθέτει επίσης δέκα ημέρες για να ενεργήσει. Μετά την παρέλευση και αυτής της προθεσμίας, η πειθαρχική εξουσία μεταβιβάζεται αυτομάτως στον Υπουργό. Με αυτό τον τρόπο, ο Υπουργός μπορεί να ασκήσει πειθαρχική δίωξη εντός είκοσι ημερών από την τέλεση του παραπτώματος.
Και τι ποινή μπορεί να επιβάλει ο Υπουργός σε φοιτητή/-ρια;
Ο Υπουργός μπορεί να επιβάλει έως και την ποινή της οριστικής διαγραφής του φοιτητή ή της φοιτήτριας. Εδώ πρόκειται για ακόμη μια μεταφορά του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων στο πειθαρχικό δίκαιο των φοιτητών. Πρόκειται δηλαδή για μια ακόμη σαφή επέμβαση στο αυτοδιοίκητο. Στο πειθαρχικό δίκαιο των υπαλλήλων, οι ποινές που δύνανται να επιβληθούν καθορίζουν και την αρμοδιότητα των πειθαρχικώς προϊσταμένων, δηλαδή του προϊσταμένου, του διευθυντή τομέα, του γενικού διευθυντή κ.ο.κ., καθώς και των συλλογικών πειθαρχικών οργάνων.
Ωστόσο, ενώ οι βαρύτερες ποινές – όπως η οριστική απόλυση από το δημόσιο– επιβάλλονται κανονικά μόνο από τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα όπως το πειθαρχικό συμβούλιο, στον νέο νόμο αυτή η βασική εγγύηση καταργείται και πλέον προβλέπεται ότι όλα τα προϊστάμενα όργανα έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν ακόμη και αυτή την έσχατη ποινή. Σε αντίθεση με τα μονοπρόσωπα όργανα, το συλλογικό πειθαρχικό όργανο προβλέπει τη συμμετοχή εκπροσώπου των φοιτητών/-ριών. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η πρόβλεψη αποδυναμώνεται στην πράξη, καθώς η διαδικασία εκλογής του/της εκπροσώπου καθίσταται με το νέο νόμο σχεδόν ανεφάρμοστη λόγω του τρόπου οργάνωσης της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Μάλιστα, η πρωτοβουλία για την εκλογή δεν ανήκει καν στους φοιτητές και τις φοιτήτριες αλλά στον Πρύτανη, ενώ το ίδιο το πειθαρχικό όργανο μπορεί, σύμφωνα με τον νόμο, να συνεδριάσει ακόμη και χωρίς τη συμμετοχή του εκλεγμένου φοιτητή, ακόμη και όταν έχει εκλεγεί τέτοιος εκπρόσωπος.
Πώς διασφαλίζεται η εφαρμογή του νέου πειθαρχικού νόμου;
Η εφαρμογή του νόμου διασφαλίζεται με δύο βασικούς τρόπους. Αφενός, κάθε μέλος ΔΕΠ μετατρέπεται σε εν δυνάμει πειθαρχικό ελεγκτή και καταδότη των πάντων: φοιτητών/-ριών, συναδέλφων και διοικητικών οργάνων. Εφόσον δεν ασκήσει την πειθαρχική του αρμοδιότητα, το ίδιο το μέλος ΔΕΠ και κατ’ επέκταση ο Πρόεδρος του Τμήματος, ο Κοσμήτορας, ο Πρύτανης, βαρύνονται με πειθαρχική ευθύνη αν δεν ασκήσουν τα καθήκοντά τους, που είναι η πειθαρχική δίωξη των φοιτητών/-ριών που υπέπεσαν σε πειθαρχικά παραπτώματα.
Αφετέρου, θεσπίζεται ειδική πλατφόρμα καταγραφής και παρακολούθησης των πειθαρχικών αποφάσεων, την οποία κάθε Πρύτανης υποχρεούται να ενημερώνει. Μέσα από αυτήν εξασφαλίζεται η κεντρική εποπτεία – από την κεντρική διοίκηση, το Υπουργείο – της εφαρμογής του νόμου, με μετρήσιμα, αξιολογήσιμα και συγκρίσιμα δεδομένα για κάθε ίδρυμα.
Το αποτέλεσμα της αρχιτεκτονικής αυτής δεν είναι η «εύρυθμη λειτουργία» των πανεπιστημίων, αλλά η καθολική πειθαρχικοποίηση. Στόχος είναι η διαμόρφωση φοιτητών/-ριών υπάκουων, απογυμνωμένων από το πνεύμα αμφισβήτησης, οι οποίοι/-ες δεν θα λειτουργούν ως δρώντα υποκείμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά ως παθητικοί αποδέκτες γνώσης.
Το γενικό συμπέρασμα είναι πολιτικό και όχι απλώς νομικό. Το νέο πειθαρχικό πλαίσιο δεν αντιμετωπίζει τον φοιτητή και τη φοιτήτρια ως πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο αλλά ως πρόσωπο προς διοίκηση και έλεγχο. Στόχος δεν είναι απλώς η «τάξη», αλλά η παραγωγή μιας νέας κανονικότητας: φοιτητών/-ριών πειθήνιων, φοβισμένων, απρόθυμων να συγκρουστούν, διστακτικών να διαμαρτυρηθούν και καθηγητών/-ριών που επιτηρούν αυτή τη διαδικασία, και είναι σε εντεταλμένη υπηρεσία να καταγγέλλουν κάθε συμπεριφορά που δεν κινείται σε αυτή την κατεύθυνση.
Αυτό συνάδει τόσο με την κατεύθυνση της πανεπιστημιακής έρευνας, η οποία όλο και περισσότερο διασυνδέεται με τη πολεμική βιομηχανία -βλ. συνεργασίες πανεπιστημίων με κράτη και επιχειρήσεις που στηρίζουν πολέμους και γενοκτονίες- όσο και με το συνολικό πολιτικό σκηνικό όπως διεθνώς διαμορφώνεται μέσα από την προετοιμασία για πολεμική σύγκρουση -βλ. το νέο νομοσχέδιο Δένδια για τη στρατιωτική θητεία, το πρόγραμμα Rearm Europe, κ.ά.. Σε αυτό το πλαίσιο, οι φοιτητές/-ριες που εκπαιδεύονται αποκλειστικά στον ανταγωνισμό για βαθμούς και ατομική ανέλιξη, και όχι στη συλλογική διεκδίκηση, διαμορφώνονται ευκολότερα σε πειθήνιους φορείς ενός μέλλοντος πολεμικής επιστράτευσης — ως «κρέας για τα κανόνια» του αύριο, εφόσον έχουν ήδη εσωτερικεύσει τη λογική της στρατιωτικής πειθαρχίας.
Η απάντησή μας
Απέναντι σε αυτή τη μετατόπιση, ο στόχος της συζήτησης δεν μπορεί να είναι ουδέτερος. Δεν αρκεί η ενημέρωση. Χρειάζεται κατανόηση του τι αλλάζει και πώς μπορεί να απαντηθεί συλλογικά. Το νέο πειθαρχικό δίκαιο για τους φοιτητές και τις φοιτήτριες των ΑΕΙ δεν είναι μια τεχνική μεταρρύθμιση. Είναι κομμάτι ενός ευρύτερου μετασχηματισμού του πανεπιστημίου από κοινότητα γνώσης, αμφισβήτησης και αγώνα σε πειθαρχημένο οργανισμό κατανάλωσης της πληροφορίας.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για τις προθέσεις της κυβέρνησης. Η επιδίωξη είναι ένα «καθαρό» και «ήσυχο» πανεπιστήμιο, ένα ίδρυμα πλήρως ελεγχόμενο ως προς τις ιδέες που παράγει, μια βιτρίνα ενός πανεπιστημίου-μαγαζιού που θα εμπνέει εμπιστοσύνη σε επενδυτές για να επενδύουν λίγα και να αποκομίζουν πολλά. Οι νόμοι για το πειθαρχικό δεν είναι ανεξάρτητοι από τις πολιτικές που ιδιωτικοποιούν σταδιακά το δημόσιο πανεπιστήμιο, όπως η ίδρυση ιδιωτικών ιδρυμάτων ή τα αγγλόφωνα προπτυχιακά με δίδακτρα εντός των δημόσιων ΑΕΙ.
Η στοχοποίηση των φοιτητών και των φοιτητριών και συνολικά της πανεπιστημιακής κοινότητας ως «το βασικό πρόβλημα της κοινωνίας» δεν είναι τυχαία. Αν δούμε τι συμβαίνει στις ΗΠΑ, γίνεται σαφές ότι τα πανεπιστήμια θεωρούνται διεθνώς οι τελευταίες εστίες παραγωγής προοδευτικών ιδεών, λόγου και κοινωνικών αγώνων, και γι’ αυτό βρίσκονται στο στόχαστρο αυξανόμενης καταστολής. Αυτό που επιχειρείται δεν είναι η «τάξη», αλλά ο έλεγχος της σκέψης.
Για εμάς, καταστροφή της περιουσίας των πανεπιστημίων δεν είναι τα συνθήματα στους τοίχους. Είναι η χρόνια και συστηματική εγκατάλειψη των πανεπιστημιακών υποδομών. Είναι τα ασανσέρ που καταρρέουν επειδή δεν συντηρήθηκαν, οι πυροσβεστήρες που δεν έχουν αναγομωθεί, κτίρια όπως αυτά της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ που καταρρέουν, αίθουσες χωρίς θέρμανση ή κλιματισμό, διαλυμένες τουαλέτες, χαλασμένες ράμπες για άτομα με αναπηρία, βιβλιοθήκες που στάζουν, εργαστήρια που πλημμυρίζουν, μηχανήματα που καταστρέφονται και δεδομένα που χάνονται. Αυτή είναι η πραγματική φθορά: μια καθημερινή υποβάθμιση που δείχνει όχι αμέλεια, αλλά αδιαφορία για τη δημόσια γνώση.
Για εμάς, παρακώλυση δεν είναι η παρουσία των φοιτητών και των φοιτητριών στη ζωή του πανεπιστημίου. Παρακώλυση είναι η ασφυκτική γραφειοκρατία που έχει κυριεύσει το εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο. Είναι οι απαιτήσεις της ΜΟΔΙΠ, της πιστοποίησης ΠΠΣ, των στρατηγικών σχεδιασμών και των ψηφιακών πλατφορμών που κάνουν τη δημιουργία ενός νέου μαθήματος ή την εφαρμογή μιας καινοτόμου διδασκαλίας σχεδόν ακατόρθωτη. Είναι η καθημερινή απώλεια χρόνου σε γραφειοκρατικές διαδικασίες που αφαιρείται από την έρευνα.
Παρακώλυση είναι επίσης η κουλτούρα του «publish or perish», η πίεση για διαρκή παραγωγή δημοσιεύσεων και ο ανταγωνισμός για ελάχιστα ερευνητικά προγράμματα. Μια λογική που αποδεδειγμένα δεν προάγει τη γνώση, αλλά την απονευρώνει.
Αντιθέτως, η χρήση των πανεπιστημιακών χώρων για πολιτική, καλλιτεχνική ή κοινωνική έκφραση στηρίζει το πανεπιστήμιο και την παραγωγή γνώσης -δεν την παρακωλύει. Εκείνοι που διαταράσσουν την ακαδημαϊκή λειτουργία είναι όσοι μετατρέπουν τους χώρους σε πεδία εξωπανεπιστημιακών εκδηλώσεων, εταιρικών παρουσιάσεων και προβολής συμφερόντων άσχετων με την εκπαιδευτική αποστολή.
Τι να κάνουμε και πώς
Αυτά δεν τα αναφέρουμε για να περιγράψουμε απλώς μια κατάσταση, αλλά ως υλικό αγώνα. Ο στόχος δεν είναι να «βελτιωθεί» ο νόμος, αλλά να μείνει ανενεργός και να καταργηθεί στην πράξη.
Παρά την απαισιόδοξη εικόνα, έχουμε μια πρόσφατη εμπειρία νίκης. Η πανεπιστημιακή αστυνομία δεν λειτούργησε ποτέ, παρότι θεσμοθετήθηκε. Και αυτό συνέβη όχι επειδή άλλαξε γνώμη η κυβέρνηση, αλλά επειδή υπήρξε αγώνας σε δύο επίπεδα: λόγος και πράξη.
Από τη μία, χρειάζεται τεκμηριωμένος λόγος μέσα στα τμήματα, στις συνελεύσεις, στις εκδηλώσεις. Λόγος που να δείχνει καθαρά τι είδους πανεπιστήμιο διαμορφώνεται αν εφαρμοστεί ο νόμος, πώς αλλάζει τις σχέσεις ανάμεσά μας, την καθημερινότητα στα πανεπιστήμια, το μέλλον μας ως εργαζόμενων.
Από την άλλη, χρειάζεται φυσική παρουσία και αλληλεγγύη στα στοχοποιημένα άτομα. Καμία δίωξη δεν πρέπει να μένει χωρίς απάντηση. Δεν είμαστε μόνοι/-ες. Υπάρχουν παραδείγματα ακόμα και από παραδοσιακά συντηρητικούς θεσμούς, όπως η Σύγκλητος που στην περίπτωση του ΕΜΠ δεν ακολούθησε τη γραμμή της καταστολής του πρύτανη του ΕΜΠ και αντέδρασε σε παράλογες διώξεις των φοιτητών/-ριών. Οι συνάδελφοί μας στα ΑΕΙ είναι διαρκώς στα όρια της εξάντλησης και γνωρίζουν καλά ότι το πρόβλημα δεν είναι οι φοιτητές/-ριες, αλλά το μοντέλο του πανεπιστημίου που μας επιβάλλεται. Αν και τα ΜΜΕ επιμένουν να παρουσιάζουν τα πανεπιστήμια ως «άντρα εγκλήματος» και τους φοιτήτριες/-ες ως εν δυνάμει εγκληματίες, την ίδια στιγμή που μαφιόζικα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με καλάσνικοφ συμβαίνουν σε κεντρικές πλατείες της χώρας χωρίς ποτέ να αποδίδονται ευθύνες, εμείς που ζούμε και εργαζόμαστε σε αυτά γνωρίζουμε πως αυτή είναι μια προπαγάνδα με καταφανή στόχο την υποτίμηση του έργου μας.
Για να κατορθώσουμε να κρατήσουμε ζωντανό το πανεπιστήμιο ως δημόσιο και κοινωνικό αγαθό, πρέπει να πάψουμε να το υπερασπιζόμαστε αμυντικά και αποσπασματικά και να το υπερασπιστούμε συλλογικά και ανοιχτά. Πρέπει να σπάσουμε την απομόνωση και τον φόβο. Να μετατρέψουμε την ατομική άρνηση σε κοινή στάση. Να κάνουμε σαφές ότι κανείς/καμία δεν θα μείνει μόνος/-η απέναντι στον νόμο.
Για να έχει νόημα η άρνηση, πρέπει να γίνεται ορατή. Να δημοσιοποιείται. Να συζητιέται. Να πολλαπλασιάζεται. Κάθε άρνηση εφαρμογής, κάθε «όχι» στο πειθαρχικό, κάθε πράξη μη συμμόρφωσης δεν είναι ιδιωτική επιλογή· είναι πολιτική θέση και πρέπει να μετατρέπεται σε κοινό γεγονός.
Να υπερασπιστούμε το πανεπιστήμιο όχι ως χώρο πειθαρχίας, αλλά ως χώρο ζωής, σκέψης και σύγκρουσης. Όχι ως μηχανισμό παραγωγής «δεξιοτήτων», αλλά ως πεδίο δημιουργίας συνείδησης και κοινωνικής κριτικής. Όχι ως βιτρίνα για επενδυτές, αλλά ως κοινό τόπο γνώσης και ελευθερίας. Να μη σταματήσουμε να συζητάμε, να φανταζόμαστε, να ονειρευόμαστε το πανεπιστήμιο που υπηρετεί την κοινωνία και όχι την αγορά, και να αγωνιζόμαστε να το πραγματώσουμε.
Αυτός ο αγώνας δεν είναι υπόθεση λίγων. Είναι υπόθεση όλων όσοι δεν αποδέχονται την εκπαίδευση ως εμπόρευμα και τους φοιτητές ως αναλώσιμους. Και δεν θα κριθεί σε μία στιγμή, αλλά στη διάρκειά του. Θα κριθεί στο αν θα επιλέξουμε να σταθούμε δίπλα ο ένας στην άλλη ή να σιωπήσουμε χωριστά.
Τίποτε δεν θα μας χαριστεί. Και τίποτε δεν θα σωθεί χωρίς τη συλλογική βούληση να αγωνιστούμε.
Δεκέμβρης 2025
*Το παρόν κείμενο βασίζεται στην καθοριστική συμβολή των μαχόμενων νομικών Βασίλη Τσιγαρίδα και Γιάννη Ιερόπουλου σε εκδήλωση που πραγματοποίησε στο ΑΠΘ η Πρωτοβουλία Πανεπιστημιακών ΑΠΘ, ΠΑΜΑΚ και ΔΙΠΑΕ για τον νέο νόμο, στις 24.11.2025. Η γνώση, η κριτική τους στάση και η εμπειρία τους αποτέλεσαν ουσιαστικό εργαλείο για την αποδόμηση του νέου πειθαρχικού πλαισίου. Τους ευχαριστούμε για την ουσιαστική τους συνδρομή στον κοινό αγώνα.


