in

Αυτοκριτική, μα και λίγος σταλεγακισμός

Του Νίκου Νικήσιανη

Vassily Kandinsky, Composition - The Culturium

Θα είμαι ειλικρινής. Ξέρω ότι δεν κάνει να το λέμε δημόσια, αλλά πριν την τελευταία συνέλευση της Πόλης Ανάποδα, θεωρούσα ότι αν πάνε όλα καλά και χωρίσουμε επιτέλους τους δρόμους μας από την απεχθή αυτή οργάνωση, θα ένιωθα χαρά, ή έστω λίγη ανακούφιση. Είμαι από αυτούς που περιμένανε καιρό αυτή τη στιγμή και επιτέλους ερχόταν, και μάλιστα με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση.

Τελικά, δεν ένιωσα καμία χαρά. Μόνο θλίψη και μιζέρια. Που καθόμαστε σοβαροί άνθρωποι και συζητούσαμε ποιος έδειρε ποιον, που απασχολούμε το αγαπημένο μας σχήμα με τέτοιες βρωμιές, που μετράμε ψήφους για να εξασφαλίσουμε την πλειοψηφία 2/3 απέναντι έναν κομματικό στρατό φοιτητών που ερχόταν μόνο για να ψηφίσει. Τα ίδια συναισθήματα με διαπερνούν κάθε φορά που επανέρχεται εκεί η κουβέντα.

Παρόλα αυτά, τώρα που πέρασε από πάνω μας κι αυτή η σκατοθύελλα, ήρθε η ώρα να κάνουμε αυτό που υποσχεθήκαμε εκείνη την ημέρα: τη δική μας αυτοκριτική. Μια ειλικρινή και χωρίς υπεκφυγές αυτοκριτική για το νοσηρό αυτό φαινόμενο που εκτρέφαμε στους κόλπους μας ως τα χθες. Και ας μας απωθεί η σκέψη, κι ας μας πάρει λίγη ώρα παραπάνω, κι ας μας εκθέσει λίγο ακόμα στον αντίπαλο. Δεν πειράζει, ας είναι αυτή η συλλογική μας αυτοτιμωρία.

Μια βαθιά αυτοκριτική και μια συγγνώμη δεν είναι μόνο ηθικό καθήκον – κι ακόμα κι αν ήταν, ας μάθουμε επιτέλους να μην υποτιμάμε τα ηθικά καθήκοντά μας. Είναι και πολιτική αναγκαιότητα καθώς, πιστεύω, αυτό που λείπει πρωτίστως από την πέρα του ΚΚΕ εγχώρια αριστερά, δεν είναι ούτε η ενότητα, ούτε το επαρκές πολιτικό πλαίσιο, όπως υποστηρίζουν διάφορες πλευρές. Είναι η αξιοπιστία. Ο κόσμος δεν μας παίρνει στα σοβαρά και όσο βλέπει νοσηρά φαινόμενα σαν αυτό, μας αποστρέφεται ακόμα περισσότερο. Αυτό, για να το πω προκαταβολικά, είναι και το κύριο ζητούμενο αυτού του κειμένου.

Για το δικό μας λάθος

Ας ξεκινήσουμε όμως από τις αναγκαίες παραδοχές: δεν χρειαζόταν να φτάσουμε στην 15η Νοεμβρίου, όλοι και όλες ξέραμε τις βίαιες πρακτικές της εν λόγω οργάνωσης και όλοι και όλες μας -άλλες λίγο, άλλοι πολύ- κάναμε τα στραβά μάτια. Να πω ενδεικτικά τη δική μου εμπειρία, που σίγουρα δεν είναι πλήρης.

Πρωτοετής φοιτητής, στις αρχές του 2000, παρευρίσκομαι από ενδιαφέρον σε ένα πανελλαδικό συντονιστικό ΕΑΑΚ στην Αθήνα. Το μοναδικό θέμα ήταν η επίθεση της ΑΡΑΣ ενάντια σε άλλα μέλη των ΕΑΑΚ, με μπράβους, αλυσίδες (τις μεταλλικές, όχι τις ανθρώπινες) και άλλα εργαλεία, επειδή διαφωνούσαν με κάποια απόφαση κάποιου σχήματος «τους». Το εσωτερικό ξύλο συνεχίστηκε για μήνες, ενώ αργότερα η ΑΡΑΣ επικέντρωσε τις επιθέσεις της στο Δίκτυο των σχημάτων που συνδέονταν με τον Συνασπισμό, τόσο με ξύλο όσο και απίστευτες σεξιστικές απειλές (θυμάμαι τί ειπώθηκε σε ένα Πανσπουδαστικό, αλλά λέω να μην σας λερώσω τα αυτιά). Ένα – δυο χρόνια μετά, σπάνε το χέρι του τότε γραμματέα της νεολαίας ΣΥΝ.

Μετά ξέκοψα από τα φοιτητικά και δεν έμαθα πολλά για τα επόμενα επεισόδια, όπως το «ιστορικό» ξύλο στην Πάτρα. Ξανάκουσα για αυτούς μετά το ‘15, όταν ξεκίνησαν τον συμμοριτοπόλεμο με την πρόσφατη τότε διάσπασή τους: πανελλαδικές «εκδρομές» σαν οργανωμένοι χούλιγκαν, επιδρομές μέσα στα πανεπιστήμια, σοβαροί τραυματισμοί. Οι ωριμότεροι από τις δυο πλευρές (ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ), προσπάθησαν θυμάμαι να παρέμβουν για να σταματήσουν «τα παιδιά», χωρίς όμως ανταπόκριση. Τα επόμενα χρόνια, τα φοιτητικά κινήματα σημαδεύτηκαν από τους ξυλοδαρμούς τους με την ΠΚΣ, στη μέση του δρόμου και μπροστά στα ΜΑΤ που γελούσαν, για το μέγιστο επίδικο της ταξικής πάλης «ποιο πανό θα μπει μπροστά». Για να φτάσουμε τέλος στον γνωστό πόλεμο με αναρχικές και αυτόνομες ομάδες, που αφού απλώθηκε σε διάφορες σχολές της Αθήνας με σπασμένα κεφάλια και κομμένα δάχτυλα -κάνοντας τον κόσμο να ακούει αριστερά και να ξερνά- οδήγησε ως το πογκρόμ της 15ης Νοεμβρίου.

Παράλληλα, δυο χρόνια πριν, κυκλοφορούν καταγγελίες για παραβιαστικές συμπεριφορές, βιασμούς και απόπειρες βιασμού από μέλη και στελέχη της. Η ΑΡΑΣ απειλεί και λοιδορεί τις καταγγέλλουσες, καλύπτει τους καταγγελλόμενους και τους αφήνει στην πρώτη γραμμή των «ενωτικών» ψηφοδελτίων. Οι περισσότεροι -όχι όλοι- το κάναμε γαργάρα. Όταν ένα παιδί στη Θεσσαλονίκη από το ΜΛ-ΚΚΕ τολμά να αναφέρει δημόσια τις καταγγελίες, του σπάνε το κεφάλι.

Αν δεν χάνω κάτι, όλα αυτά τα χρόνια, η ΑΡΑΣ έχει δαρθεί με την ΑΡΑΝ, τη Νεολαία ΣΥΝ, το Δίκτυο, την ΑΡΙΣ, το ΝΑΡ, την ΚΝΕ, το ΜΛ-ΚΚΕ και με πολλά αναρχικά φοιτητικά σχήματα, σε δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, περιστατικά. Είναι τελείως αυταπόδεικτο ότι δεν μπορεί όλα αυτά να ήταν «λάθος», παρεκτροπή ή κακιά στιγμή. Η εν λόγω οργάνωση συγκροτείται πάνω στη λογική της ισχύος, της «οργανωτικής αντιπαράθεσης» όπως τη λένε κατ’ ευφημισμόν στην αργκό του αριστερισμού, την οποία την έχει θεωρητικοποιήσει κιόλας στα εσωτερικά της κείμενα. Μπορεί η γκάμα των αντιπάλων της να είναι εντυπωσιακά ευρεία, αλλά από πίσω υπάρχει ένα pattern: δερνόμαστε με όποιον απειλεί την κυριαρχία μας στις «δικές μας» σχολές – «εδώ μόνο εμείς», όπως λένε και τα συνθήματα των χουλιγκάνων στα ντουβάρια των γειτονιών μας.

Οι βίαιες επιθέσεις όμως είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Χάρη σε αυτές τις τελετουργικές επιδείξεις, η οργάνωση μπορούσε να γράφει ανθρώπους που έχουν την ανάγκη να νιώθουν ότι ανήκουν σε ένα κέντρο ισχύος, για να τους επενδύει μετά -όσο κάτσουν, συνήθως μέχρι να πάρουν πτυχίο- στο εκάστοτε πολιτικό σχέδιο της ηγεσίας.  Πίσω από την τελετουργική βία, υπήρχε πάντα η ίδια πυραμιδωτή γραφειοκρατία, με αυστηρή καθοδήγηση και ηγεσία, όπου οι καθοδηγητές δεν άφηναν τίποτα στην τύχη, παραβρίσκονταν σε κάθε φοιτητική συνέλευση, ή συνόδευαν κάθε μπλοκ με παλούκια.

Παρένθεση, γιατί συζητήθηκε: χωράνε μέσα σε αυτή τη δομή αγνές προθέσεις, ανιδιοτελής προσφορά, καλοί άνθρωποι; Φυσικά χωράνε, παντού χωράνε. Οι άνθρωποι ήμαστε ένα σύμπλεγμα από αντιφάσεις. Εδώ δεν κρίνουμε την ψυχή κανενός, ποιος μας δίνει άλλωστε τέτοιο δικαίωμα; Κρίνουμε μια δομή. Μια δομή, όμως, διοικούμενη και αποτελούμενη από ανθρώπους που εντάσσονται σε αυτήν εθελοντικά, άρα φέρουν τη συλλογική ευθύνη των πράξεών τους. Έχουν το δικαίωμα της μεταμέλειας και της συγγνώμης; Φυσικά και το έχουν, και μακάρι να το ασκήσουν. Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι ενάμιση μήνα μετά (αλλά και ποτέ στο παρελθόν), δεν είδαμε μια πραγματική αυτοκριτική ή μια δημόσια αποχώρησης. Φοβάμαι λοιπόν ότι η ψευδαίσθηση της εξουσίας που προσφέρει η συμμετοχή σε μια τέτοια δομή, ειδικά στα καθοδηγητικά στελέχη, είναι βαθιά αλλοτριωτική, όποια και να ήταν τα αρχικά κίνητρα. Αυτό όμως δεν είναι δικό μας θέμα, οπότε επιστρέφω στις ευθύνες των υπολοίπων μας.

Όλο αυτόν τον καιρό λοιπόν, επιδιώκαμε ή ανεχόμασταν τη συμμετοχή αυτού του μηχανισμού σε διάφορους μετωπικούς σχηματισμούς, από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ, ως τη βραχύβια (ευτυχώς, ο θεός μας φύλαξε) «Αριστερή Πρωτοβουλία Διαλόγου και Δράσης» και την Ενωτική Πρωτοβουλία – ΜΕΡΑ25, καθώς και στα ΕΑΑΚ, τη Μάχη, την Πόλη Ανάποδα, και άλλες συνδικαλιστικές και δημοτικές παρατάξεις, όχι μόνο νομιμοποιώντας, αλλά καθιστώντας πετυχημένη την παραπάνω τακτική. Βλέπαμε πχ τον στρατό που μόλις έσπασε το κεφάλι του συμφοιτητή του να προσέρχεται συντεταγμένος για να χειροκροτήσει τους αρχηγούς του στη συνέλευση ενός δημοτικού σχήματος, και λέγαμε «μπράβο, έχει νεολαία εδώ».

Αλλά να μην πω για άλλους, να πω για μένα. Το 2015-16, όταν προσπαθούσαμε να μαζέψουμε τα κομμάτια μας για να περισώσουμε το μπλοκ του ΌΧΙ, θεωρούσαμε -και θεωρούσα- την ΑΡΑΣ ως ένα από αυτά. Και μάλιστα τολμηρό, αφού το καλοκαίρι του ’15 έκανε μια μεγάλη τομή, την ώρα που αυτό ήταν το ζητούμενο. Κι ας ξέραμε. Ξεχάσαμε, ή κάναμε ότι ξεχάσαμε. Το ίδιο και κατά την ίδρυση της Πόλης Ανάποδα.

Στη συνέχεια, τα νέα περιστατικά μας θύμισαν με τί έχουμε να κάνουμε, αλλά είτε είχαμε βολευτεί, είτε είχαμε εγκλωβιστεί και κωλώναμε να δώσουμε άλλη μια ψυχοφθόρα μάχη. Δεν το λέω ως δικαιολογία, το λέω ως ομολογία δειλίας. Στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ του ’24 για παράδειγμα, λίγες εβδομάδες μετά την κυκλοφορία των προαναφερόμενων καταγγελιών, και αφού είχαμε δεχθεί τον πόλεμο μεγάλου μέρους της αριστεράς (της ΑΡΑΣ συμπεριλαμβανομένης) για τη στάση μας σε μια άλλη περίπτωση κακοποιητικού λόγου, δεν κάναμε το αυτονόητο. Δεν διώξαμε την ΑΡΑΣ από το φεστιβάλ. Δεν αντέχαμε άλλη μάχη. Κι έτσι, αυτή ήρθε, κατέλαβε σχεδόν ετσιθελικά (αυτό το σχεδόν το αφήνω στην άκρη) τον κεντρικό διάδρομο, και μας τραμπούκιζε κάθε φορά που περνούσαμε κουβαλώντας ηχεία ή κασόνια. Εμείς φταίμε – αλλά, μεταξύ μας, ας αναρωτηθούμε τί θα ακούγαμε εκείνες τις ημέρες, αν προχωρούσαμε σε δεύτερη αποπομπή οργάνωσης, κι αν θα βρίσκαμε κάποιο σύμμαχο.

Ας το πούμε ανοιχτά λοιπόν – η ανοχή μας όλα αυτά τα χρόνια ήταν λάθος. Κι αντί να συγχαίρουμε τους εαυτούς μας που κάποια στιγμή ξεκόψαμε, ας ζητήσουμε πρώτα μια δημόσια συγγνώμη. Άλλωστε, ως τώρα, όσοι ξέκοψαν, ξέκοψαν για τελείως άλλους λόγους, ακόμα κι αν οι άλλοι λόγοι εμπλουτίστηκαν εκ των υστέρων με σχετικές κριτικές. Από αυτή τη σκοπιά, όντως, μπράβο στο ΜΕΡΑ25 που είχε το θάρρος να διαγράψει την ΑΡΑΣ για αυτόν και μόνο τον λόγο. Αλλά αυτό το μπράβο αφήστε να το πούμε οι απ’ έξω, γιατί όταν λένε κάποιοι ότι «είμαστε οι πρώτοι που την διώξαμε για τη στάση της», είναι σαν να παραδέχονται ότι η στάση αυτή έχει παρελθόν κι ως τώρα την ανεχόταν και την αποσιωπούσαν. Ψυχραιμία λοιπόν, ταπεινότητα, και αυτοκριτική.

Για τις αιτίες πίσω από το λάθος

Η αυτοκριτική όμως έχει αξία, λέει ο Αλτουσέρ -τί τραγική ειρωνεία, αυτή η οργάνωση να κατάγεται θεωρητικά από ένα ρεύμα που αναφερόταν σε αυτόν- όχι όταν παραδέχεσαι μόνο το λάθος, αλλά όταν αναζητάς τις αιτίες που το κατέστησαν εφικτό. Και, κυρίως, προσπαθείς να τις αλλάξεις. Και η αιτία που ανεχόμασταν, απωθούσαμε ή ωραιοποιούσαμε ως τώρα αυτές τις χουλιγκάνικες πρακτικές, ήταν μία: η ενότητα. Η ενότητα ως αυτοσκοπός, η ενότητα πάση θυσία. Έχει ενδιαφέρον μάλιστα ότι, όσο τουλάχιστον παρακολουθούσα την παρέμβαση της συγκεκριμένης οργάνωσης εκτός πανεπιστημίων, και ο δικός της λόγος επικέντρωνε πάντα εκεί: στην ενότητα. Η ΑΡΑΣ ήταν η οργάνωση που όμνυε πάντα στην Ενότητα.

Δεν θυμάμαι να πρότεινε ποτέ κάποια νέα σκέψη, πρωτοβουλία ή δομή. Απλά, προσπαθούσε πάντα να συνδέσει κάθε συγκεκριμένο αίτημα με έναν γενικόλογο αντικυβερνητισμό, ο οποίος εν τέλει θα εκφραστεί από κάποιο μέτωπο της αριστεράς. Όσο και να άλλαζε το πολιτικό πλαίσιο, η πρακτική ήταν πάντα η ίδια: απλά, κάποτε το ζητούμενο μέτωπο περιοριζόταν στην αντικαπιταλιστική αριστερά, αργότερα στην αντι-ΕΕ, μετά περιέλαβε και την φιλοευρωπαϊκή αλλά αντιμνημονιακή, ενώ προσφάτως παρ’ ολίγο να διευρυνθεί και σε μέρος της λεγόμενης μνημονιακής (δεν το κρίνω, το αναφέρω μόνο ως γεγονός). Και όλα αυτά, πάντα με την ίδια απόλυτη βεβαιότητα για το ποια είναι η σωστή σύνθεση, η οποία ήταν η ίδια σε όλα τα επίπεδα, από το κινηματικό και συνδικαλιστικό, ως το κεντρικοπολιτικό. Ακόμα θυμάμαι τί κράξιμο είχα φάει όταν πρωτοανέφερα σε συνέλευση της Πόλης Ανάποδα ότι πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να συμμετέχει στο σχήμα και το ΜΕΡΑ25 – δυο χρόνια μετά, οι ίδιοι άνθρωποι κατεβαίναν μαζί στις εκλογές. Μέχρι πέρσι, μας κατήγγειλαν ότι συνομιλούμε με «συριζαίους» – φέτος, διαπραγματευόταν μαζί τους τη διεύρυνση της εκλογικής τους συμμαχίας. Μετά δε τη διαγραφή της από το ΜΕΡΑ, εικάζω ότι το επόμενο αναγκαίο «μέτωπο», θα είναι ξανά πιο αριστερό, με έμφαση στον αντιιμπεριαλισμό, για να αντιστοιχεί σε όσους φίλους της απέμειναν.

Μικρή σημασία έχει λοιπόν το εύρος ή το πλαίσιο της εκάστοτε «ενότητας»: αρκεί αυτή να προσφέρει το κατάλληλο μέτωπο, στο πλαίσιο του οποίου θα αναδειχθεί δυναμικά η οργάνωση, ώσπου να κατακτήσει έναν – έναν τους στόχους της. Επόμενος σταθμός, που παρ’ ολίγον να επιτευχθεί (τότε να δούμε τί θα κάναμε), ήταν η εκλογή βουλευτή. Κατά τη γνώμη μου συνεπώς, η κριτική ότι η ΑΡΑΣ έδερνε γιατί ήταν υπέρ των μετώπων με το ρεφορμισμό, είναι ένας έωλος αναγωγισμός: όπως κάθε γραφειοκρατία, έτσι και η βίαιη γραφειοκρατία της ΑΡΑΣ, μπορούσε να αναπαράγει τις πρακτικές της -και όντως το έκανε- σε οποιοδήποτε πολιτικό πλαίσιο, αντικαπιταλιστικό ή ρεφορμιστικό, μετριοπαθές ή ριζοσπαστικό. Ή επίσης, το γεγονός ότι ο επικεφαλής της με το ένα χέρι κοπανάει το κράνος του σε τραυματισμένα 20χρονα και με το άλλο διοικεί μια κρατικοδίαιτη πολυεθνική, μπορεί να καθιστά το σκηνικό ακόμα πιο απεχθές, αλλά δεν δίνει κάποια πολιτική ερμηνεία. Από την άλλη όμως, είναι απολύτως ακριβές ότι οι υπόλοιποι ανεχόμασταν αυτές τις πρακτικές, ακριβώς γιατί νομίζαμε ότι το μόνο που μετράει είναι η ενότητα – είτε με τον ρεφορμισμό, είτε όχι.

Δεν ξέρω πολλούς ανθρώπους που δεχόντουσαν αυτές τις πρακτικές γιατί τις ενέκριναν – αν και σίγουρα υπάρχουν και αυτοί που μοιράζονται έναν φθόνο παλουκιού. Οι περισσότεροι καλοί άνθρωποι γύρω μας, κάναμε τα στραβά μάτια πάντα στο όνομα ενός ανώτερου σκοπού: να διαφυλάξουμε το σχήμα, να διαφυλάξουμε το φεστιβάλ, να διαφυλάξουμε την ενότητα, «να έχει ο κόσμος κάτι να ψηφίσει», «να παλεύει κάποιος για εμάς μέσα στη Βουλή». Αν όμως μας διδάσκει κάτι όλη η τραγική ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στον 20ο αιώνα, είναι ότι ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Αντίθετα, τα μέσα αλλοιώνουν σταδιακά τον σκοπό, ώσπου να τον οδηγήσουν στην πιο βαθιά ήττα.

Φτάνοντας λοιπόν στο δια ταύτα, το έλλειμα αξιοπιστίας που χαρακτηρίζει σύμπασα την ελληνική αριστερά μετά την ήττα του ’15, είναι πολύ βαθύ για να μπαλωθεί με βιαστικές συγκολλήσεις, οι οποίες ανακυκλώνουν τα ίδια υλικά της ήττας, τις ίδιες αιώνιες ηγεσίες, τις ίδιες πρακτικές που μας έσπρωξαν στο περιθώριο. Δεν χρειαζόμαστε άλλα μπαούλα για να κρύβουμε τους σκελετούς του παρελθόντος, όχι μόνο αυτούς της ενδοκινηματικής βίας, αλλά όλων αυτών των πρακτικών που κάνουν τον κόσμο να μας περιφρονεί: της γραφειοκρατίας, του αρχηγισμού, του καφενειακού λόγου, της προχειρότητας. Χρειαζόμαστε, αντίθετα, μια βαθιά διαδικασία αναστοχασμού, χρειαζόμαστε βαθιές τομές στον τρόπο παραγωγής του πολιτικού λόγου και της πολιτικής πράξης. Χρειαζόμαστε κάτι νέο, όχι κουρέλια για να ντύσουμε όπως – όπως το παλιό.

Κι ας σημαίνει αυτό ότι θα μείνουμε στο περιθώριο της κεντρικής πολιτικής -εκεί άλλωστε που μας καταδίκασε η δική μας ανεπάρκεια- για όσο καιρό χρειαστεί. Όποιος συνεχίζει να προχωρά σαν να μην συμβαίνει τίποτα, σαν να μην χρειάζεται να αλλάξει τίποτα, με μόνη πυξίδα την Ιθάκη μιας ορισμένης ενότητας, στο επόμενο βήμα θα μπουρδουκλωθεί από έναν άλλο σκελετό που θα πεταχτεί από την ντουλάπα. Και, δυστυχώς, είναι αρκετοί.

Για να το πω πιο σαφώς: δεν απαιτώ από κανέναν να εγκαταλείψει το πολιτικό του σχέδιο, γιατί αυτό ως πρόσφατα εμπεριείχε την ΑΡΑΣ. Απαιτώ, όμως, τουλάχιστον μια στιγμή περισυλλογής, μια ειλικρινή αυτοκριτική, μια συγγνώμη, και -κυρίως- μια πειστική εξήγηση γιατί δεν θα ξαναγίνει το ίδιο. Γιατί δεν μπορεί ως τις 15 Νοέμβρη να ήταν όλα καλά με την ΑΡΑΣ, και μετά τις 15 Νοέμβρη να είναι όλα ακόμα καλύτερα χωρίς την ΑΡΑΣ. Η βιάση να κλείσει γρήγορα η ενοχλητική αυτή συζήτηση, με δυο διαγραφές ή -ακόμα χειρότερα- με μια αφηρημένη καταγγελία της βίας από όπου κι αν προέρχεται, χωρίς καμιά συζήτηση για τις αιτίες της ανοχής μας, δεν είναι καλό σημάδι. Δεν προσφέρει καμία εγγύηση για το μέλλον, δεν βοηθά καθόλου στην υπέρβαση της κρίσης αξιοπιστίας που μαστίζει τον χώρο μας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Για τον φόβο των παιδιών

Στο πλευρό της Banda Entopica μουσικοί σύλλογοι και οργανώσεις που υπερασπίζονται το δικαίωμα να τραγουδάμε στη γλώσσα μας