in

Η Γκότα, η Ερφούρτη και η σοσιαλιστική πολιτική. Του Χρήστου Λάσκου

Θανάσης Γκιούρας, Το κόμμα και η κριτική, Τόπος 2025, σελ. 388

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς -Μεγάλοι θεωρητικοί, αλλά άχρηστοι πολιτικοί

Αύγουστος Μπέμπελ

Ο Μπέμπελ υπήρξε κορυφαίο ιδρυτικό μέλος της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας, του πρώτου και ιδιαίτερα επιδραστικού εργατικού κόμματος στον κόσμο. Ήταν, μάλιστα, στο πλαίσιό του, από τα επιφανή πρόσωπα της «μαρξιστικής» πτέρυγας -αν και τότε ελάχιστη σημασία είχε ένας τέτοιος προσδιορισμός. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μαρξ είχε φροντίσει να διευκρινίσει πως δεν ήταν «μαρξιστής».

Όταν, λοιπόν, ο Μπέμπελ διατυπώνει έναν τόσο απαξιωτικό αφορισμό για τους Μαρξ και Ένγκελς και μάλιστα στο πλαίσιο ενός κόμματος, του SPD, όπως λεγόταν εδώ και καιρό και το οποίο τόνιζε υπερηφάνως τον μαρξιστικό του χαρακτήρα, πρέπει να υποθέσουμε πως κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει. Κάτι με βαρύνοντα πολιτικό χαρακτήρα -δεν είναι τυχαίο πως στην επιστολή του 1913 προς τον Κάουτσκι, όπου περιλαμβάνεται η συγκεκριμένη διατύπωση,  ο Μπέμπελ αποτείνει φόρο τιμής στον Λασάλ, χωρίς τον οποίο το κόμμα «δεν θα είχε ιδρυθεί ποτέ». Άλλωστε και ο Λήμπκνεχτ θα διατυπώσει παρόμοιες εκτιμήσεις.

Για να κάνει ο Μπέμπελ σαφές το πόσο άχρηστοι πολιτικοί ήταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, θα επικαλεστεί και ένα εμπειρικό επιχείρημα: «[Α]υτό [-η αχρηστία τους-] φαίνεται ήδη από το γεγονός ότι παρά την υπερδεκαετή παρουσία τους στο Λονδίνο, δεν άσκησαν κάποια ουσιώδη επίδραση ούτε στην Αγγλία ούτε στους Γερμανούς που ήταν στην Αγγλία […]» (σελ. 328). Το επιχείρημα, προφανώς, είναι άστοχο στο μέτρο που είναι σκέτα εμπειρικό. Κανείς δεν μπορεί να κριθεί, ως χρήσιμος ή άχρηστος πολιτικά, απλώς εκ του, άμεσου σχετικά, αποτελέσματος. Εκτός εάν το κριτήριο είναι ένα κριτήριο στο πλαίσιο μιας realpolitik αντίληψης για την πολιτική. Νομίζω, λοιπόν, ότι «άχρηστοι» για το χειραφετητικό κίνημα, διαχρονικά, υπήρξαν ακριβώς οι οπαδοί και εφαρμοστές της realpolitik.

Από τη μια πλευρά, ο Γκιούρας σωστά επισημαίνει πως η απόδοση της, τόσο καταστροφικής για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, σοσιαλπατριωτικής στάσης του SPD στον Μεγάλο Πόλεμο σε κάποιο «προπατορικό» αμάρτημα συνιστά εργαλειακή χρήση της ιστορίας.  Άλλο τόσο, όμως, ισχύει πως η realpolitik της ηγεσίας του έχει μεγάλη σχέση με τη σοβινιστική παράκρουση «υπέρ της πατρίδας», της γερμανικής πατρίδας του Κάιζερ Γουλιέλμου, δηλαδή. Μια «πραγματιστική» σοβινιστική επιλογή, που συνέργησε καθοριστικά στη μεγαλύτερη μέχρι τότε ανθρωποσφαγή στην ιστορία.

Ο Γκιούρας έχει γράψει ένα αληθινά σπουδαίο βιβλίο. Με μια πραγματική δουλειά μυρμηγκιού, -ιδιαίτερα οξύνου, μάλιστα, μυρμηγκιού-, μας προσφέρει ένα έργο μοναδικό, το οποίο αναλύοντας γραμμή προς γραμμή όσα γράφτηκαν και ειπώθηκαν στα χρόνια γύρω από την εποχή που ιδρύθηκε το πρώτο σημαντικό εργατικό κόμμα στον κόσμο, μας μαθαίνει σωστά γράμματα.

Μια από τις κύριες μέριμνες του συγγραφέα είναι ακριβώς η απόδειξη της ευρύτατα εργαλειακής χρήσης ιδίως της παρέμβασης του Μαρξ σχετικά με το πρόγραμμα του κόμματος, που ιδρύθηκε στη Γκότα το 1875, με την ένωση των δύο κύριων γερμανικών εργατικών οργανώσεων, των λασαλικών, δηλαδή, και των αϊζεναχικών, με τους οποίους συνδέονταν ισχυρά ο Μαρξ. Αλλά και των παρεμβάσεων του Ένγκελς και των σχετικών επιστολών μεταξύ των πρωταγωνιστών. Και των δημοσιογραφικών κειμένων.  Και, βέβαια, των ίδιων των προγραμματικών κειμένων -προσχεδίων και τελικών- πάνω στα οποία γίνεται η συζήτηση -διαμάχη, καλύτερα- εδώ και 150 χρόνια, ιδίως δε, μετά τη δημοσίευση της μαρξικής Κριτικής του Προγράμματος της Γκότα το 1891, ενόψει ενός άλλου σημαντικού συνεδρίου, αυτού της Ερφούρτης.

Ο Γκιούρας έχει δίκιο να θεωρεί πως αυτή η διαμάχη έπαιξε μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος. Η χρήση της Κριτικής είχε ως επιδίωξη όχι την προσπάθεια κατανόησης και διευκρίνισης της συζήτησης, αλλά την πολιτική καταδίκη της μιας πλευράς. Ενώ, όμως, πράγματι η κομμουνιστική πτέρυγα διακρίθηκε σε αυτό, η απαξιωτική στάση του Μπέμπελ δείχνει πως η πολεμική κάθε άλλο παρά ήταν μιας κατεύθυνσης. Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι η σοσιαλδημοκρατική πολεμική προηγήθηκε της μπροσούρας για τον «αποστάτη» Κάουτσκι του Λένιν. Ας σημειωθεί ακόμα ότι, από την εμπειρική άποψη, που προέκρινε ο Μπέμπελ, ο Μαρξ αποδείχτηκε ο πιο χρήσιμος πολιτικά άνθρωπος. Το μεγαλύτερο μέρος των επαναστατικών, αλλά και πραγματικά μεταρρυθμιστικών και αντιαποικιοκρατικών κινημάτων, είχαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αναφορά στο έργο του-και όχι μόνο το θεωρητικό.

Η Κριτική του Προγράμματος της Γκότα είναι πραγματικά, λόγω του πολιτικού ρόλου, που διαδραμάτισε-μέχρι και σήμερα θα έλεγα, έστω τεθλασμένα- κορυφαίο κείμενο. Αν και δεν γράφτηκε προς δημοσίευση, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική διαδρομή των εργατικών κινημάτων. Περισσότερο, ίσως, και από τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία, τους Ταξικούς Αγώνες στη Γαλλία ή την 18η Μπριμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη.

Φυσικά, όπως και πάλι σωστά επισημαίνει ο Γκιούρας, η «Κριτική» δεν είναι δια πάσα νόσο ούτε έχει «καθολική αξία». Πρόκειται για συγκεκριμένη παρέμβαση σε συγκεκριμένη συγκυρία. Πράγμα, που, βέβαια, ισχύει για όλα τα κείμενα-ακόμη και τα πιο θεωρητικά.

Με όσα καταλαβαίνω, λοιπόν, θα προσπαθήσω να διατυπώσω κάποιες σκέψεις σχετικά με τη διαχρονική όσο και συγκεκριμένη συμβολή της «Κριτικής» για το εργατικό κίνημα. Το βιβλίο του Γκιούρα είναι ό,τι πολυτιμότερο ξέρω, για να σκεφτούμε σοβαρά πάνω σε ουσιώδη ζητήματα.

Νομίζω πως η «Κριτική» δεν είναι ενδιαφέρουσα σε ό,τι αφορά τη θεωρητική πλευρά της μόνο, αλλά και την πολιτική κατεξοχήν. Τα ζητήματα, που επιλέγει και κρίνει, είναι κεντρικής σημασίας ακόμη και για εμάς σήμερα. Πολλά, μάλιστα, έχουν στρατηγική αξία. Και, κατά τη γνώμη μου, στα περισσότερα το «δίκιο» βρίσκεται στην πλευρά του Μαρξ.

Άλλωστε, όπως έδειξε το μέλλον, οι θεωρητικές βάσεις του εξελιγμένου προγράμματος της Ερφούρτης διαμορφώθηκαν ευρύτατα από τις μαρξικές αναλύσεις, ενώ και στο πιο πολιτικό σκέλος οι απόψεις του Μαρξ ήταν εξαιρετικά επιδραστικές. Ωστόσο, θα πρέπει διαρκώς να επισημαίνουμε ότι το θεωρητικό δεν είναι ποτέ αμιγώς θεωρητικό -συχνά είναι το πιο πολιτικό.

Ας δούμε κάποια παραδείγματα.

Το πρόγραμμα της Ερφούρτης σημειώνει κατηγορηματικά: “Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας δεν έχει τίποτε κοινό με τον λεγόμενο κρατικό σοσιαλισμό: με το σύστημα της δημοσιονομικής κρατικοποίησης, το οποίο θέτει το κράτος στη θέση του ατομικού επιχειρηματία, επιβαρύνοντας όμως τον εργάτη με τον διπλό ζυγό της οικονομικής εκμετάλλευσης και της πολιτικής καταπίεσης” (σελ. 255). Είναι προφανές ότι θέσεις σαν αυτές που διατύπωσε ο Μαρξ στην «Κριτική» έχουν επηρεάσει καθοριστικά τη στάση του SPD αναφορικά με το κράτος. Ο αντικρατισμός του Μαρξ, καθόλου αναμενόμενος για ένα κόμμα με ιδιαίτερες «παραχωρήσεις» στο λασαλισμό στο όνομα της ενότητας, αποτυπώνεται κατεξοχήν σε αυτήν την απόρριψη του κρατικού σοσιαλισμού. Μια απόρριψη στρατηγικής πολιτικής σημασίας, αν σκεφτούμε τα ακραία σταλινικά κρατικιστικά καθεστώτα του «υπαρκτού», αλλά και τον καταστατικό κρατισμό της μεταπολεμικής ΣΔ. Μια απόρριψη απολύτως συμβατή για κάποιον που θεωρεί ως στόχο της αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας την «ελεύθερη ανάπτυξη της καθεμιάς ως όρο για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων». Με δυο λόγια, την ελεύθερη ατομικότητα.

Η διαπίστωση αυτή, μάλιστα, αποκτάει όλη της τη σημασία αν σκεφτούμε πως ένα από τα κεντρικά σημεία της «Κριτικής» είναι η αποδόμηση της αντίληψης των λασαλιστών πως το κράτος -του Μπίσμαρκ, μάλιστα- θα μπορούσε να συνδράμει στη δημιουργία εργατικών συνεταιρισμών (!). Ο Λασάλ το επιδίωξε κιόλας στις επαφές του με τον Σιδηρού Καγκελάριο!

Η «Κριτική», επίσης, δικαιώνεται στην υπογράμμιση της σημασίας των συνδικάτων, που δεν ήταν καθόλου προφανής στους εισηγητές του Προγράμματος της Γκότα. Όπως και στην επισήμανση πως δεν ήταν δυνατόν -ειδικά σε μια εποχή που η εργατική τάξη ήταν δεν ήταν το 15% του εργατικού δυναμικού- να θεωρούνται όλοι οι υπόλοιποι μια ενιαία «αντιδραστική μάζα».

Τεράστιας σημασίας ήταν, ακόμη, η έντονη απόρριψη της λασαλικής θέσης περί του «σιδερένιου νόμου των μισθών», σύμφωνα με τον οποίο, όσο κι αν αγωνιστούν οι εργάτες, αντικειμενικά οι μισθοί τους δεν μπορούν να ξεπεράσουν το κατώφλι της επιβίωσης. Επρόκειτο για μια θέση περί απόλυτης εξαθλίωσης του προλεταριάτου, η οποία, αν παίρνονταν στη κυριολεξία, θα καταδίκαζε το εργατικό κίνημα σε πλήρη απραξία μέχρις ότου ανατραπεί το σύστημα. Εδώ η ειρωνεία είναι προφανής. Η «επαναστατική» αυτή θέση πήγαινε μαζί με το αίτημα προς το κράτος για τους συνεταιρισμούς. Ο Μαρξ ανέλυσε πόσο α-νόητη ήταν η, μαλθουσιανή τελικά, άποψη της απόλυτης εξαθλίωσης και πόσο καταδικαστική για την καθημερινή δράση του κόμματος.

Από την άλλη, ο Μαρξ, σε πολλές περιστάσεις ειρωνεύτηκε δικαίως την προσωπολατρία προς τον Λασάλ και αρνήθηκε, με συνέπεια, την πρωτοκαθεδρία «αρχηγών» στις εργατικές οργανώσεις. Keinen Fuhrer (κανένας αρχηγός) θα έγραφε ο Μπέμπελ το 1869, υπό την επίδρασή του. Για τον Μαρξ, «[η] αντιπαράθεση μεταξύ σέχτας και κόμματος, ή, όπως λέγεται συχνά, “δημόσιας”, ανοιχτής δηλαδή οργάνωσης αποτελεί συστατικό στοιχείο της […] αντίληψής [του], οριοθετώντας ήδη από τη δεκαετία του 1840, τις δικές του πολιτικές δραστηριότητες και αντιλήψεις από τα μορφώματα του πρώιμου εργατικού κινήματος που είχαν διατηρήσει τον υστερομεσαιωνικό χαρακτήρα των κλειστών και μυστικών εταιριών» (σελ. 47). Η σέχτα γι’ αυτόν έχει πάντα θρησκευτικό χαρακτήρα και είναι ευεπίφορη στη προσωπολατρία και τον μεσσιανισμό. Η δημοσιότητα στα γερμανικά σημαίνει ανοιχτός χώρος και αυτή είναι η άποψη του Μαρξ για τη πολιτική του προλεταριάτου.

Ισχυρίζομαι πως η διαλεύκανση αυτών των ζητημάτων, που γίνεται ιδίως στην «Κριτική», ήταν πολυτιμότατη πολιτικά.

Να ένα ακόμη ενδεικτικό σημείο. Γράφει ο Μαρξ στην «Κριτική»:

“[Στο προσχέδιο] δεν ακούγεται λέξη για τος διεθνείς λειτουργίες της γερμανικής εργατικής τάξης! Και με αυτόν τον τρόπο υποτίθεται πως θα αντιμετωπίσει την αστική τάξη της δικής του χώρας, η οποία είναι ήδη συναδελφωμένη εναντίον της με τους αστούς όλων των άλλων χωρών, καθώς και τη διεθνή συνωμοτική πολιτική του κυρίου Μπίσμαρκ.

Στην πραγματικότητα, η διεθνής ομολογία του προγράμματος βρίσκεται σε επίπεδο απείρως χαμηλότερο και από εκείνο του κόμματος του ελεύθερου εμπορίου. Και αυτό το κόμμα υποστηρίζει πως ο στόχος του είναι δήθεν «η διεθνής συναδέλφωση των λαών». Αλλά, επίσης, κάνει και κάτι για να καταστήσει το εμπόριο διεθνές και δεν αρκείται διόλου με τη συνείδηση ότι όλοι οι λαοί του κόσμου ασκούν το εμπόριο στη χώρα τους” (σελ. 133).

Η εμμονική προσήλωση, πολιτική και όχι μόνο αξιακή, στον διεθνισμό είναι ένα από τα πιο δικαιωμένα σημεία της μαρξικής αντίληψης για την πολιτική. Η ιστορία του ενάμιση αιώνα που μεσολάβησε από το 1875 είναι ανατριχιαστικά αποκαλυπτική. Αν, όπως σημείωνε ο Μαρξ, η μορφή του αγώνα, πολλές φορές, είναι εθνική, το περιεχόμενο -αλλά και το πεδίο όπου αυτός θα κριθεί- είναι πάντοτε διεθνές.

Ο Μπέμπελ δεν είχε, έστω εν μέρει, δίκιο. Ο Μαρξ δεν είναι άχρηστος πολιτικά. Η κομμουνιστική σχολή, επίσης, δεν είχε δίκιο. Το γερμανικό κόμμα δεν ήταν καταδικασμένο, εξ υπαρχής, να καταλήξει στον καταστροφικό σοσιαλπατριωτισμό του 1914. Και η «Κριτική» μόνο τραβηγμένη από τα μαλλιά θα μπορούσε να γίνει εργαλείο για μια τέτοια προσέγγιση.

Αυτό, όμως, στο οποίο, νομίζω, είχε δίκιο ο Μαρξ είναι πως ο Realpolitiker ανθρωπότυπος δεν έκανε καθόλου καλό στο χειραφετητικό κίνημα, ενώ και η μετατόπιση προς την κεντρικότητα της κοινοβουλευτικής δράσης επέδρασσε πολύ αρνητικά στα πράγματα. Η αγανάκτηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ –«Ξανά μανά εκλογές για το Ράιχσταγκ και μόνο εκλογές για το Ράιχσταγκ!»- είναι βάσιμη και ουσιώδης.

Γενικότερα, νομίζω, οι αριστερές αντιπολιτεύσεις, συχνότατα παρακινούμενες από την ανάγνωση των μαρξικών κειμένων, έχουν δικαιωθεί, για κακή τύχη του κομμουνισμού, σχεδόν πάντα. Αλλά αυτό απαιτεί ένα άλλο κείμενο.

Παρακολουθώ όσο μπορώ τη διεθνή παραγωγή αναφορικά με τα συγκεκριμένα ζητήματα. Και είμαι πιο κοντά στον Hudis παρά στον Lih, για να αναφερθώ σε δυο ονόματα, που αναφέρει ο ίδιος ο Γκιούρας. Δεν έχω αντίρρηση ό,τι, όπως λέει ο Lih, «το νέο σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα που δημιουργήθηκε στο Ενωτικό Συνέδριο του 1875 ήταν ένα επαναστατικό κόμμα και το Πρόγραμμα της Γκότα ήταν ένα επαναστατικό πρόγραμμα» -όπως πάντα στις συγκεκριμένες συνθήκες. Δεν πιστεύω, ωστόσο, πως μπορεί κανείς, μαζί με τον Lih να φωνάξει «δυο φορές ζήτω για το Πρόγραμμα της Γκότα». Δεν χρειάζεται, άλλωστε.

Το SPD υπήρξε ένα κόμμα σταθμός στην πορεία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Όπως και το ρωσικό κόμμα των Μπολσεβίκων. Όλες οι εργαλειακότητες είναι αντιπαραγωγικές και καταδικαστέες.

Προφανώς, το κείμενό μου δεν είναι ούτε παρουσίαση ούτε βιβλιοκριτική. Είναι κάποιες λίγες από ένα σύνολο σκέψεων, στις οποίες με έμπλεξε ο Γκιούρας με το σπουδαίο βιβλίο του. Το οποίο, όπως όλα όσα αναπτύχθηκαν εδώ, έχει και σήμερα μεγάλη πολιτική αξία. Δεν έχω σε όλα την ίδια προσέγγιση με τον συγγραφέα. Αλλά δεν μπορώ παρά να τον ευχαριστήσω για την φοβερή μηχανή σκέψης που μας χαρίζει.

Μακάρι το βιβλίο να βρει το κοινό που αξίζει. Εξάλλου, στη χώρα μεταπολιτευτικά διαπαιδαγωγήθηκαν μαρξιστικά (!) πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι διαβάζουν όλοι αυτοί.

Και δεν το λέω επιτιμητικά. Αληθινά αναρωτιέμαι.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

East Side stories. Οι γιορτές των φτωχών. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

ΕλΕΔΑ: Η εργαλειοποίηση της ιθαγένειας ως μέσο εκφοβισμού και φίμωσης