in ,

East Side stories. Οι γιορτές των φτωχών. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Θέλουμε κι άλλες γιορτές
Μη μας ενώνει μόνο ο θάνατος

 

Η χρονιά που φεύγει, ανάμεσα σε πολλά, ήταν η χρονιά της «Σπασμένης Φλέβας» και του ΛΕΞ. Υπάρχει κάτι που να συνδέει τα δύο, εκτός από το σάουντρακ της ταινίας – κι εκτός από τη μεγάλη επιτυχία τους;

Είναι εύκολο να συνδέεσαι με ό,τι κόβει δεκάδες χιλιάδες εισιτήρια και γίνεται θέμα για μήνες: «Όλοι είναι φίλοι σου όταν είσαι ψηλά». Τον Απρίλιο, όταν η συναυλία στο ΟΑΚΑ γινόταν sold-out σε μερικές ώρες, οι πιο αταίριαστοι με το μέσο και το μήνυμα του ΛΕΞ πήραν το λόγο για να εξηγήσουν «το φαινόμενο». Ό,τι έγινε, δηλαδή, και το 2022, μετά τη συναυλία στη Νέα Σμύρνη. Κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία, μιλώντας δήθεν εντός θέματος, να πουλήσουν παρεμπιπτόντως και τα βιβλία τους. Άλλοι απλώς βιάστηκαν να βγάλουν συμπεράσματα: «Διάβασες δυο άρθρα, πάτησες δυο καρδιές. Και νόμιζες πως έτσι μας κατάλαβες».

Εξίσου βιαστικά, άλλοι κατέληξαν ότι, τι ραπ, τι τραπ, όλοι για μπάτσους, ναρκωτικά και το πώς πιάσανε την καλή μας λένε, όλοι τ’ αρχίδια τους μας δείχνουνε – όλοι μισογύνηδες και σεξιστές είναι: «Οι διανοούμενοι της χώρας έχουν απόλυτο δίκιο. Δεν είμαι τίποτα παραπάνω από ένας τράπερ με καμουφλάζ. Με το καπέλο χαμηλωμένο και το’να χέρι στον καβάλο».

***

Έχοντας πει πολλές φορές ως τώρα «αυτό δεν είναι Active Member», ούτε νιώθω ούτε είμαι ειδικός να πω για το «φαινόμενο ΛΕΞ». Πολύ περισσότερο που το ίδιο έχει πίσω του τουλάχιστον μια δεκαετία – αν μετράμε από τους «Ταπεινούς και Πεινασμένους» του 2014 (κι όχι απ’ το 1999 και τα Βόρεια Αστέρια). Οι παλιότεροι, όσοι το βλέπουν μέσα από την κουλτούρα, ή οι τελείως ξένοι, κοιτούν καχύποπτα τους νεοπροσήλυτους. Μου φαίνεται, όμως, ενδιαφέρον κάτι που λέει ο ΛΕΞ στον τελευταίο του δίσκο: «Κάποτε ήτανε το ροκ. Τώρα το ραπ μιλάει τις νύχτες, με πιο απαίδευτους αλήτες».

Το ενδιαφέρον δεν είναι μόνο προσωπικό, όσο κι αν τα τραγούδια «προσωπικά» μας απευθύνονται – ή μας αφήνουν αδιάφορους: αν δεν ήταν έτσι, θα ήταν εύκολο να εξηγήσουμε τι μας συγκινεί. Δεν είναι, γι’ αυτό τις περισσότερες φορές αποτυγχάνουμε.

Το μήνυμα και το μέσο

Τα sold out –στη Νέα Σμύρνη, το Καυταντζόγλειο, το ΟΑΚΑ—δεν δείχνoυν απλώς το προφανές: ότι το μήνυμα του ΛΕΞ βρίσκει όλο και περισσότερα αυτιά ανοιχτά («Έχω ένα όνειρο τρελό και γι’ αυτό μ’ αγαπάνε. Οι ταπεινοί να δικαιωθούν κι οι πεινασμένοι να φάνε»). Πέρα από το μήνυμα, σημασία έχει και το μέσο.

Αν ο κόσμος που «ψάχνεται», ψάχνεται πια σε λιγότερο «έντεχνους» δρόμους, αν νιώθει ότι εκφράζεται καλύτερα με πιο άμεσους, λιγότερο συμβολικούς, και τελικά πιο «ωμούς» τρόπους –πιο «οικονομιδικά», για να συνεχίσω όπως το ξεκίνησα–, αυτή η επιλογή ίσως να είναι δείκτης «αλλαγής εποχής»: της εποχής «εκεί που τ’ όνειρο πεθαίνει».

Όσοι βλέπουν στο ραπ απλώς την καρικατούρα του –την κουλτούρα που εξυμνεί τα ναρκωτικά, τις ατομικές επιτυχίες και το σεξισμό–, ας χαλαρώσουν. Ναρκωτικά υπάρχουν στο ραπ του ΛΕΞ, άλλοτε ρητά κι άλλοτε με τον παιχνιδιάρικο τρόπο της ενδοεπικοινωνίας μεταξύ «μυημένων» («όλοι ψάχνουνε αυτόν που θάχει, γυρνούν τα καλοκαίρια με συνάχι»). Αλλά υπάρχουν και μετρημένες απώλειες φίλων από τα ναρκωτικά: «Δε ζήτησα ζωές χαραμισμένες να αντικρίσω. Άρα επόμενο τη σκόνη που εξισώνει να μισήσω». Στο «Ξυράφι», με τον DJ Omonoia, το θέμα είναι γενικά η τάση προς την αυτοκαταστροφή: «Σαφώς κακό το έργο μου αν η καταστροφή μου συμβαδίζει με τα θέλω μου». Στην «Αντιγονιδών», με τον Bloody Hawk, ο «φτασμένος» ΛΕΞ λέει στο φίλο του από την Ξάνθη: «Πάντως για μένα είσαι MC και με κομμένο το χόρτο». MC, διαβάζω, είναι ο Master of Ceremonies: αυτός που φέρνει τον κόσμο στη γιορτή δεν είναι απαραίτητο να πίνει.

Καυχησιά για τις επιτυχίες επίσης υπάρχει. Αλλά στον ΛΕΞ υπάρχει μαζί με τη συνείδηση ότι «η νίκη του ενός ποτέ δεν θάναι αρκετή». Ή μαζί με την υπενθύμιση ότι από κάπου πρέπει να στηρίζεται κανείς («άμα δεν είμαι καλλιτέχνης, είμαι για κλινική»). Και τελικά μαζί με την υπονόμευση του προτύπου από το ίδιο το πρότυπο: «Λέμε το μικρόφωνο πως είναι ο ψυχολόγος μας. Μα εμείς βγάζουμε φράγκα από όσα μας πονάν».

Όσο για το σεξισμό, μέσα στα χρόνια των γυναικοκτονιών και της βλακείας της προβεβλημένης τραπ, κύλησε κάμποσο νερό: από το «ΛιάρεςκωΞέ, καλές για ένα τσίμπο στο WC», του 2014, ο τόνος σήμερα είναι τελείως διαφορετικός: «Αυτά τα μέρη είναι μελαγχολικά κι αποδεικνύουνε πως κλαίνε και οι άντρες».

Όσο ισχύουν, όμως, αυτά, άλλοτε τόσο μάταιο είναι να παίρνεις το στίχο τοις μετρητοίς, σα να πρόκειται για δοκίμιο ή πολιτική διακήρυξη. Ό,τι φέρνει δεκάδες χιλιάδες στις συναυλίες, ό,τι τους κρατάει κλεισμένους στο δωμάτιο να χορεύουν ώρες και μέρες, δεν είναι απλώς τα λόγια. Ούτε, πολύ περισσότερο, οι «σωστοί» –οι πολιτικά ορθοί– στίχοι. Υπάρχουν λόγια που κάνουν νόημα μόνο μετά, μόνο στο πλαίσιό τους, μόνο αν δεν τα ακούς κυριολεκτικά. Αλλιώς δεν υπάρχει τέχνη. Δεν είναι τυχαίο ότι στο ΟΑΚΑ και στο Καυταντζόγλειο τα ρητά πολιτικά μηνύματα πριν από τις συναυλίες έδειχναν να αφορούν μικρό μόνο μέρος του κοινού. Έκαστος στο είδος του.

Το χρώμα είναι μαύρο

Το ραπ του ΛΕΞ δεν είναι άμεσα πολιτικό – ευτυχώς. Είναι μαύρο: σα φιλμ νουάρ, σαν αστυνομικό θρίλερ, «σα λεφτά από νταλαβέρι». Δεν υπόσχεται καλύτερες μέρες. Δεν είναι μόνο θέμα καταγωγής και παράδοσης – ότι το ραπ ξεκίνησε από τις γειτονιές των μαύρων («Με μαύρο χιούμορ και μαύρη μουσική τους γαμάμε»). Είναι και ότι, όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, ακόμα κι αν οι απλήρωτοι λογαριασμοί πληρώθηκαν («αμήν»), το βλέμμα παραμένει στο περιθώριο: «Ανεργία, αφραγκία, γεμάτα κελιά». Το περιθώριο –όχι μόνο οι χρήστες, αλλά και οι πιτσιρικάδες έξω από τις αλυσίδες των 24ωρων ή όσες δουλεύουν για το χαρτζιλίκι στο Οnly Fans–, ελπίδα για καλύτερο μέλλον ή φως από την πολιτική δεν βλέπουν: «τους αηδιάσαν οι μεν, τους ξενερώσαν οι δεν». Η βιωμένη απουσία μέλλοντος δεν εκφράζεται μόνο με λόγια: είναι ρυθμός, κίνηση, εικόνες, τεχνική, χροιά της φωνής, χρώμα. Είναι γιορτή που τα δίνεις όλα γιατί δεν σου περισσεύουν οι γιορτές.

Στις συναυλίες κυριαρχούν τα μαύρα: «Το χρώμα είναι μαύρο, στην καλύτερη γκρίζο». Οι εξασφαλισμένοι βρίσκουν τους θυμωμένους ράπερ βαρετή μανιέρα: αν δεν έχεις λόγους να θυμώνεις, εύλογα σε ξενίζει ο θυμός των άλλων. Για τον ΛΕΞ και τους φίλους του, το θέμα είναι ο θυμός να πέφτει στα κεφάλια εκείνων που πρέπει («ξέσπασε στο περιπολικό»). Όχι εκείνων που δεν φταίνε: «Δε φοβάμαι ποιος θα ‘ρθει να μου την πέσει. Με χαιρετάν σε γλώσσες που δεν ξέρω και μ’ αρέσει».

Αυτό αφορά και τις κλασικές διαμάχες –τα beef– ανάμεσα στις «φυλές» του ραπ: «Με νεύρα τεντωμένα από σκατοδουλειές Ματώναμε για λίγα φράγκα, ομάδες και μουσικές Μα οι πραγματικοί εχθροί δεν άνηκαν σε σκηνές».

Για όσους δεν πιστεύουν και δεν ελπίζουν στο μέλλον –ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου, που μετέφρασε την Ακύρωση του μέλλοντος, επισήμανε ήδη το «διάλογο» του ΛΕΞ με τον Μαρκ Φίσερ–, αυτό που λείπει δεν είναι ένα πειστικό πολιτικό μανιφέστο. Το θέμα είναι η καθημερινότητα (το άγχος και οι τάσεις αυτοκτονίας, η μουσική και οι ταινίες, η μπάλα, τα βιντεοπαιχνίδια και τα τσιγάρα στα παγκάκια) να αναγνωριστεί ως ζωή που αξίζει. Το αδιάφορο και το καθημερινό, το βίωμα που δεν φέρνει λεφτά, γίνεται κάτι άλλο όταν γίνεται τετράστιχο: άλλοτε με τη βία και την αμεσότητα που ζεις «τη βία τού να μην έχεις μία», άλλοτε πιο ποιητικά:

Συννεφιασμένες Κυριακές, βρεγμένα τζάμια
Έτσι είναι η μουσική εδώ στα μέρη μου
Δεν έχω
pitbull να δαγκώνει λαιμούς
Έχω χίλια περιστέρια κι όλα τρώνε από το χέρι μου
Φυσικά, τα έχω αμολημένα
Σε ταράτσες, σε μπαλκόνια, σε φανάρια στημένα
Κι αν είν’ τα πόδια τους νεκρά και τα φτερά τους κομμένα
Δε θα πεθάνουνε προτού ν’ αναφέρουν σ’ εμένα

Ελπίδα ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα δεν προκύπτει από πουθενά. Το περισσότερο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι για τους ανθρώπους που περπάτησε μαζί «το αύριο να μην έρθει δύσκολο Με τον Σαντάμ και τον Φίλιππο, Son Goku, Vegeta και Piccolo».

Αυθεντικότητα

Αλλά αφού ελπίδα για μέλλον δεν περισσεύει, πού βρίσκει κανείς τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του; Πιο πολύ κι από τη μαυρίλα, τα ναρκωτικά ή την προβολή της επιτυχίας παρότι «ο δρόμος δεν ήταν ποτέ στρωμένος», το θέμα στο ραπ (και) του ΛΕΞ είναι η αυθεντικότητα. Αυτή είναι η ασπίδα στα δύσκολα, αυτή είναι αντιστάθμισμα όταν «είναι όλα ενάντιά μας»: η παιδικότητα, η φιλία, οι ασήμαντες στιγμές ευτυχίας της καθημερινότητας – ό,τι κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο.

Κάποιος ειδικός θα μίλαγε για καθήλωση στην παιδικότητα. Στον Bloody Hawk η παιδική ηλικία είναι γραμμή άμυνας: οι στίχοι του Bloody είναι σα να βγήκαν από τα «Ρέστα» του Ταχτσή:

Να ‘μουνα ξανά εννιά χρονών
Να ξυπνούσα μέσα στις χριστουγεννιάτικες πιτζάμες μου
Να ‘γραφα ένα γράμμα να ζητούσα
Να μην τρέχουνε τα χρόνια σα χώμα από τις παλάμες μου
Πόσο θα μου πάρει να ξεχάσω και την ματαιοδοξία μου να σπάσω
Είναι σαν να μ’ έστειλαν ξανά να πάρω μαϊντανό και πράσο
Σφίγγω τα λεφτά στα δάχτυλα μου μην τα χάσω

 

Το ίδιο και οι φίλοι. Δύσκολα βρίσκεις ράπερ να μη μιλάει για τ’ αδέλφια του, κι ο ΛΕΞ δεν θα εξαιρούνταν: «Με τον Squeezy και τον Dof είμαστε αδέρφια. Δε μοιάζουμε πολύ, μα είμαστε τρίδυμοι. Προστατεύουν τις πληγές μου σαν επίδεσμοι».

Στις μαύρες μέρες, ό,τι έχουμε είναι οι άνθρωποι που μας βοηθούν να αντέχουμε κι ό,τι κρατάμε σαν περιουσία από τις ευτυχισμένες μέρες. To 2023, ένας φοβερός τύπος από τη Θεσσαλονίκη που γράφει κλασική μουσική για να τη φέρει κοντά στη ραπ, ο Beats Pliz (Φώτης Γεωργιάδης), συναντήθηκε με τον ΛΕΞ και τους φίλους του, και μας έκαναν ένα όμορφο δώρο για να παίζει στο ριπίτ, όταν οι μέρες μαυρίζουν:

Το κορίτσι μελετάει το φεγγάρι, το αγόρι πρέπει να ραπάρει
Την
ώραπου ανοίγουν ταφώτα στους δρόμους της Όλγας σταμέσα Φλεβάρη (έξι και είκοσι)
Δεν έχουν ακόμα παιδιά, έχουν δυο γάτες, ένα μαξιλάρι
Βλέπουνε Master Chef στον καναπέ, στοιχηματίζουνε ποιος θα το πάρει
Το κορίτσι θέλει να μπορεί να κρίνει, Μπέργκμαν, Κουροσάβα και Φελίνι
Θέλει να γυρίσει όλη τη Γη δύο φορές κι ας πιστεύει ότι είναι εξωγήινη
Το αγόρι το ρωτάει η ψυχολόγος γιατί νιώθει το άγχος πως γίνεται εμπόδιο Δεν του αρέσει και καλά να μιλάει γι’ αυτά, αλλά τριάντα μες στο Καυτατζόγλειο
Daily offender, crazy Eastender
Είκοσι mg Cipralex, no pun intended
Το κορίτσι προτιμάει τη μαγεία, ξεπέρασε τις κρίσεις της χωρίς χημεία
Το αγόρι φοβάται τον θάνατο, φοβάται το τέλος, φοβάται την ανυπαρξία

[Έχω κάτι εδώ, ρε; για δες
Σκιά είναι, ε;
Κολλάει το κεφάλι μου, ρε φίλε
Μιλάω σε κάποιον, αλλά μάλλον προτιμάω να μιλάω σε περισσότερους
Νομίζω δουλεύει
]

Το κορίτσι έχει οικογένεια δεμένη, πάντα ένα σπίτι να την περιμένει
Το αγόρι μεγάλωσε αλλιώτικα και κάποια απ’ αυτά δεν τα καταλαβαίνει
Το κορίτσι πιστεύει στη φύση, το αγόρι προτιμάει τις ιδέες
Το κορίτσι αγαπάει τα δέντρα, το αγόρι αγαπάει τις κεραίες
Κι έτσι κυλάνε οι μέρες κι οι νύχτες τους με διαφωνίες και με αγκαλιές
Από τη Γαλάτιστα ως τη Βαρκελώνη, απ’ τους εγκλεισμούς ως τις ακρογιαλιές
Ακούνε του Βούλγαρη την Αντιλόπη μέσα σε μια πτήση κάτω από τα άστρα
Το κορίτσι δε φοβάται τα αεροπλάνα πια, τα τραίνα της φέρνουνε δάκρυα
Τίποτα συγκλονιστικό, άλλη μία ιστορία
Ένα αγόρι και ένα κορίτσι που ζουν στην Ελλάδα το ’23
Κι αν ό,τι αγαπάν κινδυνεύει
Κι αν μαύρο σκοτάδι τους παραμονεύει
Κι αν ούτε ένα φύλλο στη Γη δε σαλεύει
Αυτός της ραπάρει κι αυτή του χορεύει, γιατί

Γιατί πάντα θα έχουν τις ευτυχισμένες ημέρες
Καμία αρρωστοφοβία, καμία κρίση πανικού
Ούτε η κοινωνία η ίδια, όσο κι αν προσπαθούν
Ακόμα και θαμμένοι μέσα σε τόνους από σκουπίδια
Προσπαθώντας να βρούν ο ένας τον άλλον
Και κουνώντας τις θέσεις τους
Πάντα θα έχουν τις ευτυχισμένες ημέρες

Ή τουλάχιστον αυτό αξίζει να πιστεύουμε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΦΙΞ & DIMAND: οι φραπέδες της καλής κοινωνίας

Η Γκότα, η Ερφούρτη και η σοσιαλιστική πολιτική. Του Χρήστου Λάσκου