Το ανοιχτό ενδεχόμενο ίδρυσης κόμματος από την Μαρία Καρυστιανού, όπως προκύπτει από δημόσια τοποθέτηση της ίδιας της Προέδρου του Συλλόγου Πληγέντων Δυστυχήματος Τέμπη 2023, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα βρει απέναντί του μια αμοραλιστικά ηθικιστική κριτική στάση. Ότι δηλαδή καπηλεύεται ανενδοίαστα την αναγνωρισιμότητα που της έφερε η οδύνη. Κατά την ταπεινή γνώμη μου, η εν λόγω κριτική, η οποία κινείται –είτε ανύποπτα είτε μεθοδικά- στις ράγες της «δολοφονίας χαρακτήρα», καβαλώντας το κύμα της –ψευδοδημοκρατικής- σοσιαλμιντιακής μνησικακίας, συνιστά μια ex cathedra απόρριψη της ενεργού συμμετοχής στα κοινά. Με άλλα λόγια, πρόκειται για κλείσιμο του ματιού στις υφιστάμενες, εν πολλοίς ίδιες και απαράλλακτες, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ολιγαρχίες που βλέπουν (και, πάνω απ’ όλα, επιδιώκουν όσο τίποτε άλλο να συνεχίσουν να βλέπουν) την εγχώρια πολιτική ως μια Game of Thrones αλλαγή οικογενειών-«βαρωνιών».
Πάνω απ’ όλα, η συγκεκριμένη κριτική στερείται της minimum ενσυναίσθησης απέναντι σε μια μάνα που έχασε το παιδί της σε μια τραγωδία-έγκλημα, η οποία έκτοτε συγκαλύπτεται κατ’ εξακολούθηση από τις αρμόδιες -υποτιθέμενα διακριτές- λειτουργίες του κράτους. Ποιοι είμαστε άραγε εμείς, οι βουλιαγμένοι στην ησυχία, τάξη και ασφάλεια του καναπέ μας, να δαχτυλοδείξουμε την κυρία Καρυστιανού για το πώς θα διαχειριστεί το πένθος, για το πώς θα επιδιώξει να βρει την πολυπόθητη, την εδώ και τώρα λύση στη βαριά σκιά που τόσο άδικα και αιφνίδια σκέπασε την καθημερινότητά της;
Υπάρχει, όμως, ένα κριτικό βλέμμα που νομίζω ότι μπορεί να εκφράσει βάσιμες -εύλογες και αναγκαίες- επιφυλάξεις ως προς το πολιτικό διά ταύτα της διαφαινόμενης κίνησης πολιτών (χωρίς ωραιοποιήσεις, κομματικού σχηματισμού) της κυρίας Καρυστιανού, δίχως να προβαίνει σε απαράδεκτους αξιολογικούς, δίκην προθέσεως χαρακτηρισμούς επί των υποκειμενικών της κινήτρων. Από τη στιγμή, εξάλλου, που -αυτόνομα και αξιοσέβαστα- επιλέγει να αποτελέσει εναλλακτική λύση για τη διακυβέρνηση της χώρας, παύει να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά και μόνο ως μάνα που έχασε το παιδί της και, αναπόδραστα, κρίνεται πλέον και με βάση τα πιο πεζά (-εργαλειακά και αξιακά- ορθολογικά, διαδικαστικά και ουσιαστικά) κριτήρια της «καταλληλότητας» για ανάληψη θεσμικού αξιώματος.
Προσωπικά μιλώντας, μου φαίνεται πολύ προβληματική, ήδη από την εξαγγελία, η αφετηριακή βάση του εγχειρήματός της πάνω στη διαιρετική τομή “παλιό σύστημα”-“νέο κίνημα”. Ως προκαταβολική παρατήρηση, σίγουρα δεν είναι η πρώτη (και, εννοείται, ότι δεν είναι και η πιο επικίνδυνη) φορά που καλούμαστε να αναμετρηθούμε ως πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας με το εν λόγω discourse. Το ζήτημα, πάντως, παραμένει ακέραιο. Την ίδια στιγμή που η φρασεολογία της –έχουσας, σε προσωπικό επίπεδο, όλα τα δίκια του κόσμου– χαροκαμμένης μάνας αναπαράγει ρητά το απολίτικο «όλοι ίδιοι είναι» (το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, σε εντελώς άλλο, βέβαια, context μες στο πυρετικό peak της διαιρετικής τομής Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο φιλοξένησε στους κόλπους του μέχρι και το νεοναζιστικό σύνθημα “να καεί το μπουρδ… η Βουλή”), υπόσχεται άρρητα ένα νέο, οιονεί μεσσιανικό «εμείς» («εγώ») που θα «είμαστε» («είμαι») «διαφορετικοί» («διαφορετική») από τους «άλλους» συλλήβδην.
Φυσικά, είναι καθόλα κατανοητή και κάτι παραπάνω από αναμενόμενη, ιδίως από τα χείλη ενός τόσο σφοδρά πληττόμενου ανθρώπου, η πιο έντονη κριτική προς την καθεστυκυία θεσμική τάξη πραγμάτων στην Ελλάδα 2.0, όπου η νεοφιλελεύθερη-νεοσυντηρητική κυβέρνηση της ΝΔ βαρύνεται με τέσσερα, πρωτοφανή στα μεταπολιτευτικά χρονικά ως προς την ένταση και την έκταση της συγκάλυψης, ντροπιαστικά γεγονότα μέσα σε έξι χρόνια διακυβέρνησης, τα σκάνδαλα των υποκλοπών και του ΟΠΕΚΕΠΕ, και, πάνω απ’ όλα, την κατά συρροή αφαίρεση ανθρώπινων ζωών στην Πύλο και τα Τέμπη.
Ωστόσο, από τη σκοπιά των μη προνομιούχων, μες στο –πάντα περιοριστικό και πλέον ασφυκτικό για χειραφετητικούς, συμμετοχικούς πειραματισμούς- αστικοδημοκρατικό περιβάλλον, η προσωπική και συλλογική βούληση και δράση (δέον να) αναμιγνύει το συναίσθημα με τον ορθολογισμό, τη θεσμική διαβούλευση με την κινηματική διεκδίκηση, επιχειρώντας να αποτοτεμοποιεί και να δίνει καθημερινά καινούριο νόημα σε λέξεις-ιδέες που έχουν φθαρεί από την «πολυχρησία» ή έχουν αδρανοποιηθεί από την «αχρησία» (εν προκειμένω, κόμματα, Κοινοβούλιο κ.λπ.), αντί να τις πετάει τσουβαλιάζοντάς τες εν βρασμώ ψυχής στην άκρη ενός δρόμου που διακρίνει στον ορίζοντά του το ασαφές περίγραμμα «κάτι πολύ μεγάλου».
Ο Θωμάς Ψήμμας είναι διδάκτορας Φιλοσοφίας του Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ

