Δραματική αποδυνάμωση του ΕΣΥ κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης αλλά και την μεταπανδημική περίοδο τεκμηριώνει μελέτη του Κέντρου Έρευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και του ΕΤΕΡΟΝ | Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή.
Την έρευνα διενήργησε η ερευνητική ομάδα του ΚΕΠΥ: Ηλίας Κονδύλης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας -Πολιτικής Υγείας, Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ, Αθανασία Παλάντζα, ψυχολόγος, MSc Δημόσιας Υγείας – Πολιτικής Υγείας, Επιστημονική Συνεργάτρια, Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ, Ζωή Παρχαρίδη, MSc Δημόσιας Υγείας – Πολιτικής Υγείας, Υποψήφια Διδάκτωρ Πολιτικής Υγείας, Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ, Ουρανία Κουτσοτόλη, ψυχολόγος, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο ΠΜΣ Δημόσια, Υγεία – Πολιτική Υγείας του Τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ, Ερασμία Μπουλιτσάκη, ειδικευόμενη ιατρός, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο ΠΜΣ Δημόσια Υγεία – Πολιτική Υγείας του Τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ Αλέξης Μπένος, Ομότιμος Καθηγητής Υγιεινής, Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ.
Όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων στην έρευνα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης (2009-19) η δημόσια δαπάνη υγείας μειώθηκε κατά 43,3%, συμπαρασύροντας τη χρηματοδότηση των νοσοκομείων του ΕΣΥ σε μείωση κατά 36,3%.
Το ΕΣΥ απώλεσε το 13,6% των νοσοκομείων του, το 23,5% των νοσοκομειακών του κλινών, το 12,9% των εργαζομένων στα νοσοκομεία του και το 11,2% των εργαζομένων του στα Κέντρα Υγείας. Οι συνέπειες αυτής της συρρίκνωσης του ΕΣΥ στο πληθυσμό ήταν άμεσα εμφανείς με αύξηση κατά 28,2% των ανικανοποίητων ιατρικών αναγκών και κατά 4,1% των νοικοκυριών με καταστροφικές δαπάνες υγείας, σηματοδοτώντας μια πρωτοφανή κρίση οικονομικής προστασίας και πρόσβασης του πληθυσμού σε φροντίδα υγείας.
Κατά την μετα-πανδημική περίοδο τα συστήματα υγείας διεθνώς παρουσιάζουν νέα συμπτώματα κρίσης όπως κύματα παραιτήσεων, απροθυμία υγειονομικών να τα στελεχώσουν, φαινόμενα ιατρικής ερημοποίησης και αδυναμία επαναφοράς της λειτουργικότητας τους στα προ-πανδημίας επίπεδα. Η μετα-πανδημική αυτή ρηγμάτωση (breaking point) ή κόπωση (health system fatigue) των συστημάτων υγείας είναι προϊόν της σωρευτικής επίδρασης διαδοχικών κρίσεων τη τελευταία δεκαπενταετία (Μεγάλη Ύφεση, Πανδημία COVID-19) και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών απάντησης σε αυτές τις κρίσεις, πολιτικών οι οποίες είτε σε συνθήκες δημοσιονομικού περιορισμού είτε σε συνθήκες δημοσιονομικής χαλάρωσης αποδυνάμωσαν τα δημόσια συστήματα υγείας, ενίσχυσαν την εμπορευματοποίηση τους, όξυναν τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες στην υγεία.
Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη εξετάζει την πορεία και την απόδοση του Ελληνικού Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) στη διάρκεια δύο διαδοχικών και αλληλοτροφοδοτούμενων κρίσεων, της οικονομικής 2009–19 και της πανδημικής 2020–23. Υιοθετώντας ένα αναλυτικό πλαίσιο που προσεγγίζει την υγεία ως κοινωνικό δικαίωμα και τα ενδυναμωμένα δημόσια-δωρεάν συστήματα υγείας ως μέσο για την προστασία και προαγωγή αυτού του δικαιώματος, η έρευνα αξιολογεί διαχρονικά τους πόρους, τις παρεχόμενες υπηρεσίες και τα αποτελέσματα του ΕΣΥ στην οικονομική προστασία και πρόσβαση του πληθυσμού σε φροντίδα υγείας, χρησιμοποιώντας συνολικά 12 διαχρονικούς δείκτες αξιολόγησης του ΕΣΥ, οι οποίοι καλύπτουν 9 διαστάσεις της απόδοσης του.
Κατά την πανδημική περίοδο (2020-24), σε συνθήκες δημοσιονομικής χαλάρωσης, το ΕΣΥ δεν ενδυναμώθηκε. Η αύξηση των δημόσιων δαπανών υγείας κατά 9,7%, συνοδεύτηκε από μείωση της χρηματοδότησης των νοσοκομείων του ΕΣΥ κατά 2,6%, με την πρόσθετη δημόσια δαπάνη να ανακατευθύνεται στον ιδιωτικό κερδοσκοπικό τομέα υγείας για αγορά υπηρεσιών από αυτόν. Ομοίως η αύξηση κατά 9,7% του προσωπικού των νοσοκομείων του ΕΣΥ, συνοδεύτηκε από μείωση κατά 0,5% του μόνιμου προσωπικού του, καταδεικνύοντας ότι η ενίσχυση του ΕΣΥ σε ανθρώπινο δυναμικό την εν λόγω περίοδο υπήρξε εμβαλωματική και μη βιώσιμη. Επιπρόσθετα, η μετατροπή του ΕΣΥ κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε «σύστημα υγείας μίας νόσου» προκάλεσε τεράστιες απώλειες στη νοσηλευτική του κίνηση (απώλεια >350.000 χειρουργικών επεμβάσεων στα νοσοκομεία και απώλεια >9,5 εκατ. επισκέψεων στα Κέντρα Υγείας), με εμφανείς επιπτώσεις στην οικονομική προστασία και πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας του πληθυσμού, του οποίου οι ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες αυξήθηκαν κατά 48,4% και οι καταστροφικές του δαπάνες υγείας κατά 20% την εν λόγω περίοδο.
Η μελέτη τέλος αναδεικνύει ότι κατά τη μετα-πανδημική περίοδο (2024), το ΕΣΥ εμφανίζει σαφείς ενδείξεις ρηγμάτωσης (breaking points). Η χρηματοδότηση των νοσοκομείων του ΕΣΥ, σε σχέση με τα προ-κρίσεων επίπεδα του 2009, παραμένει κατά 38% μικρότερη έχοντας διανύσει 14 έτη συνεχούς λιτότητας, το υγειονομικό τους προσωπικό είναι κατά 9,6% λιγότερο, ενώ η χειρουργική τους δραστηριότητα – πέντε χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας – αδυνατεί να επανέλθει στα προ-πανδημίας επίπεδα. Στις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ, παρατηρείται αυξημένη φθορά ιατρικού προσωπικού με μείωση του κατά 9,8% την τελευταία τετραετία, οι δε επισκέψεις σε Κέντρα Υγείας και ΤοΜΥ – πέντε χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας – παραμένουν κατά 16,5% λιγότερες σε σχέση με τα προ-πανδημίας επίπεδα.
Τα ευρήματα της μελέτης υποδεικνύουν την ανάγκη επείγουσας ανάταξης του ΕΣΥ με όλους τους αναγκαίους χρηματοδοτικούς, υλικούς και ανθρώπινους πόρους. Η ανάταξη αυτή είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την επούλωση της ρηγμάτωσής του. Οφείλει να συνοδευτεί από πολιτικές αποεμπορευματοποίησης της λειτουργίας και των παρεχόμενων υπηρεσιών του, πολιτικές αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στο εσωτερικό του και από μία ριζική μεταρρύθμιση ενιαιοποίησης, ενδυνάμωσης και πληθυσμιακού αναπροσανατολισμού των υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που παρέχει.
Ενδεικτικές της αποδυνάμωσης του ΕΣΥ είναι οι απώλειες σε νοσοκομειακές κλίνες και σε υγειονομικό προσωπικό αλλά και η κατάσταση στις δομές Πρωτοβάθμιας Υγείας του ΕΣΥ.

Πηγή: ΚΕΠΥ – επεξεργασία αδημοσίευτων στοιχείων ΕΛΣΤΑΤ Απογραφή Θεραπευτηρίων (σειρά ετών)

Πηγή: ΚΕΠΥ – επεξεργασία αδημοσίευτων στοιχείων ΕΛΣΤΑΤ Απογραφή Θεραπευτηρίων (σειρά ετών)
Πηγή: ΚΕΠΥ – επεξεργασία αδημοσίευτων στοιχείων ΕΛΣΤΑΤ Απογραφή Θεραπευτηρίων (σειρά ετών)
Σημείωση: έως το 2019 καταγράφονταν μόνο οι εργαζόμενοι στα Κέντρα Υγείας Αγροτικού Τύπου του ΕΣΥ. Το 2020 συμπεριληφθήκαν στις καταγραφές και οι εργαζόμενοι στα Κέντρα Υγείας Αστικού Τύπου (πρώην ΠΕΔΥ), ενώ από το 2021 και μετά συμπεριλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι στις ΤοΜΥ. Πηγή: ΚΕΠΥ – επεξεργασία στοιχείων ΕΛΣΤΑΤ Απογραφή Κέντρων Υγείας και λοιπών δομών ΠΦΥ (σειρά ετών).
Το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Υγείας,[1] στα νοσοκομεία του ΕΣΥ εργάζονταν 84.106 εργαζόμενοι, εκ των οποίων το 25,2% ήταν ιατρικό προσωπικό, το 44,5% νοσηλευτικό προσωπικό και το υπόλοιπο 31% λοιπό προσωπικό (παραϊατρικό, διοικητικό και τεχνικό). Το 77,2% των εργαζομένων στα νοσοκομεία του ΕΣΥ είναι μόνιμοι υπάλληλοι, το 11,7% επικουρικό προσωπικό όλων των κλάδων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και το υπόλοιπο 11,1% επίσης προσωπικό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (ειδικευόμενοι και εξειδικευόμενοι ιατροί κατά τη διάρκεια της ειδίκευσης τους καθώς και αγροτικοί ιατροί).
Αντιστοίχως το 2024, σύμφωνα με την απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ,[2] στις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ (Κέντρα Υγείας Αστικού και Αγροτικού Τύπου και ΤοΜΥ) εργάζονταν 15.422 εργαζόμενοι, εκ των οποίων το 35,6% ήταν ιατρικό προσωπικό, το 34% νοσηλευτικό προσωπικό και το υπόλοιπο 30,4% παραϊατρικό, διοικητικό και τεχνικό προσωπικό.
Την περίοδο της οικονομικής κρίσης 2009-19, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα νοσοκομεία του ΕΣΥ έχασαν συνολικά το 13% των εργαζομένων τους (απώλεια 11.985 θέσεων εργασίας), με το κύριο όγκο των απωλειών να έχει επισυμβεί κατά την πρώτη φάση της οικονομικής κρίσης έως το 2014, ενώ κατά τη δεύτερη φάση της κρίσης από το 2015 και μετά – λόγω χαλάρωσης των δημοσιονομικών περιορισμών στις προσλήψεις του δημοσίου – παρατηρήθηκε μερική αποκατάσταση των απωλειών (διάγραμμα 4Α). Κατά την ίδια χρονική περίοδο αντίστοιχες ήταν και οι απώλειες ανθρώπινου δυναμικού στις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ. Δεδομένων των μεθοδολογικών προβλημάτων στην καταγραφή του ανθρώπινου δυναμικού στην ΠΦΥ στη χώρα μας, ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε ότι την περίοδο 2009-19 τα Κέντρα Υγείας Αγροτικού Τύπου του ΕΣΥ έχασαν το 11% των εργαζομένων τους (απώλεια 816 θέσεων εργασίας – διάγραμμα 4Γ).
Την περίοδο της πανδημικής κρίσης και αμέσως μετά από αυτή (2020-24), σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Υγείας, τα νοσοκομεία του ΕΣΥ αύξησαν το προσωπικό τους κατά 9%, κύρια μέσω της πρόσληψης επικουρικού προσωπικού με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (διάγραμμα 4Β), οι οποίες ακόμη και σήμερα δεν έχουν μετατραπεί σε αορίστου χρόνου παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο προσωπικό καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες των νοσοκομείων του ΕΣΥ. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το εύρημα ότι κατά την περίοδο της πανδημίας και αμέσως μετά από αυτήν (2020-24) το μόνιμο προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ μειώθηκε κατά 0,5% (απώλεια 341 μόνιμων θέσεων εργασίας – διάγραμμα 4Β), το οποίο και καταδεικνύει ότι ο ρυθμός προσλήψεων μόνιμου προσωπικού στα νοσοκομεία του ΕΣΥ υπολείπεται ακόμη και του ετήσιου ρυθμού φθοράς του προσωπικού (συνταξιοδοτήσεις, παραιτήσεις, θάνατοι). Εξίσου ανησυχητικό είναι και το εύρημα ότι το συνολικό προσωπικό στις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ κατά την χρονική περίοδο 2020-24 μειώθηκε κατά 3%, κύρια λόγω της μείωσης του ιατρικού προσωπικού σε αυτές τις δομές (μείωση 10% και απώλεια 594 θέσεων εργασίας ιατρών στα Κέντρα Υγείας Αστικού, Αγροτικού τύπου και τις ΤοΜΥ – διάγραμμα 4Γ). Το τελευταίο εύρημα φαίνεται να επιβεβαιώνει τις ανεκδοτολογικές και δημοσιογραφικές αναφορές για «κύμα φυγής και παραιτήσεων» ιατρών από τα Κέντρα Υγείας της χώρας,47 υπό το βάρος των χρόνιων προβλημάτων που αυτά αντιμετωπίζουν.
Ως αθροιστικό αποτέλεσμα των παραπάνω περιόδων κρίσης και των πολιτικών αντιμετώπισής τους, το υγειονομικό προσωπικό που υπηρετούσε το 2024 στα νοσοκομεία του ΕΣΥ ήταν κατά 10% λιγότερο σε σχέση με τα προ-οικονομικής κρίσης επίπεδα του 2009 (απώλεια 8.840 θέσεων εργασίας), ενώ 11,7% των εργαζόμενων στα νοσοκομεία του ΕΣΥ εξακολουθούσαν να εργάζονται ως επικουρικό προσωπικό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (9.848 θέσεις εργασίας).
Συμπεράσματα
Στα συμπεράσματα της έρευνας τονίζονται τα ευρήματα της μελέτης που δείχνουν ότι την περίοδο 2009-19 η δημόσια δαπάνη υγείας στην Ελλάδα σε σταθερές/αποπληθωρισμένες τιμές ελαττώθηκε κατά 43,3%, συμπαρασύροντας και τη συνολική χρηματοδότηση των νοσοκομείων του ΕΣΥ η οποία ελαττώθηκε κατά 36,3% κατά την ίδια χρονική περίοδο. Μεταξύ 2009 και 2019 το ΕΣΥ απώλεσε το 13,6% των νοσοκομείων του μέσω κλεισίματος ή συγχωνεύσεων τους και το 23,5% των νοσοκομειακών του κλινών. Το υγειονομικό προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ την ίδια χρονική περίοδο ελαττώθηκε κατά 12,9% ενώ το υγειονομικό προσωπικό στα Κέντρα Υγείας του ΕΣΥ ελαττώθηκε κατά 11,2%. Η δραματική αυτή συρρίκνωση του ΕΣΥ κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό προφανώς με την μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και την απώλεια ή συρρίκνωση των κοινωνικοασφαλιστικών καλύψεων υγείας, οδήγησαν την περίοδο 2009-19 στην αύξηση κατά 28,2% του πληθυσμού ο οποίος ανέφερε ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες (σοβαρή δηλαδή διατάραξη της πρόσβασης του σε υπηρεσίες υγείας) και κατά 4,1% των νοικοκυριών τα οποία αντιμετώπιζαν καταστροφικές δαπάνες υγείας (πλημμελή δηλαδή οικονομική προστασία σε περιπτώσεις ασθένειας και αυξημένο κίνδυνο φτωχοποίησης λόγω ίδιων ιατρικών εξόδων).
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι η συντριπτική συρρίκνωση του ΕΣΥ συνέβη κατά την πρώτη φάση της οικονομικής κρίσης (2009-15), ενώ κατά την δεύτερη φάση της οικονομικής κρίσης (2015-19) παρατηρήθηκε σε όλους τους υπό εξέταση δείκτες σχετική βελτίωση της απόδοσης του χωρίς όμως αυτό φυσικά να επανέρχεται στα προ-κρίσης επίπεδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το υγειονομικό προσωπικό των νοσοκομείων του ΕΣΥ ελαττώθηκε κατά 20,1% μεταξύ 2009-15, αυξήθηκε κατά 9,1% μεταξύ 2025-19, παρουσιάζοντας τελικά μια αθροιστική μείωση 12,9% μεταξύ 2009-19 όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Ομοίως ο πληθυσμός ο οποίος ανέφερε ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες αυξήθηκε κατά 98,6% μεταξύ 2009-15, ελαττώθηκε κατά 35,5% μεταξύ 2015-19, παρουσιάζοντας τελικά μια αθροιστική αύξηση 28,2% μεταξύ 2009-19 όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Η παρούσα μελέτη φωτίζει με επικαιροποιημένα στοιχεία και πιο ολοκληρωμένο τρόπο, τάσεις οι οποίες είχαν περιγραφεί σε προηγούμενες μελέτες και οι οποίες καταδείκνυαν ότι η δημοσιονομική χαλάρωση και επέκταση η οποία ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης δεν κατευθύνθηκε στην ουσιαστική και βιώσιμη αναβάθμιση του ΕΣΥ, ούτε βελτίωσε την πρόσβαση του πληθυσμού σε υπηρεσίες υγείας και την οικονομική του προστασία έναντι των ασθενειών.33,35,36,56
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης την περίοδο 2019-24, παρότι η δημόσια δαπάνη υγείας σε σταθερές/αποπληθωρισμένες τιμές αυξήθηκε κατά 9,7%, η συνολική χρηματοδότηση των νοσοκομείων του ΕΣΥ μειώθηκε κατά 2,6%, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η πρόσθετη δημόσια δαπάνη υγείας κατευθύνθηκε κύρια προς την αγορά υπηρεσιών από τον ιδιωτικό κερδοσκοπικό τομέα υγείας και όχι προς ενίσχυση του ΕΣΥ. Αντιστοίχως παρότι την περίοδο 2019-24 το συνολικό υγειονομικό προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ αυξήθηκε κατά 9%, το μόνιμο προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ μειώθηκε κατά 0,5%, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι οι πρόσθετες προσλήψεις πραγματοποιήθηκαν με αποκλειστικό κριτήριο τη βραχυπρόθεσμη κάλυψη επειγουσών αναγκών με επικουρικό προσωπικό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και όχι με κριτήριο τη μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού στα νοσοκομεία του ΕΣΥ. Επιπρόσθετα το υγειονομικό προσωπικό στις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ κατά την ίδια χρονική περίοδο μειώθηκε κατά 3,1%, εξαιτίας της μείωσης κατά 9,8% των ιατρών που υπηρετούν σε αυτές τις δομές.
Επίσης κατά την διάρκεια της πανδημικής περιόδου και μετά από αυτήν, για λόγους οι οποίοι έχουν ήδη εκτενώς συζητηθεί, το ΕΣΥ παρουσίασε σημαντική κάμψη της νοσηλευτικής του κίνησης και των παρεχόμενων του υπηρεσιών. Την περίοδο 2019-23, κατά τη διάρκεια δηλαδή της πανδημίας, πραγματοποιήθηκαν αθροιστικά 843.097 λιγότερες νοσηλείες και 355.797 λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις στα νοσοκομεία του ΕΣΥ καθώς και 9,7 εκατ. λιγότερες επισκέψεις στις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ σε σχέση με τα προ-πανδημίας επίπεδα. Ακόμη και το 2024, 1 χρόνο μετά το τέλος της πανδημίας και 5 χρόνια από την έναρξη της, οι χειρουργικές επεμβάσεις στα νοσοκομεία του ΕΣΥ και οι επισκέψεις στις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ παρέμεναν αντίστοιχα κατά 1,9% και 16,6% μειωμένες σε σχέση με τα προ-πανδημίας επίπεδα του 2019.
Τέλος, η μετατροπή του ΕΣΥ σε σύστημα υγείας μίας νόσου και η μη ενδυνάμωση του κατά την περίοδο της πανδημικής κρίσης, σε συνδυασμό προφανώς με τις ιδιαίτερες συνθήκες της πανδημίας (φόβος ή αδυναμία προσέλευσης στις υπηρεσίες υγείας) αλλά και την μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω της τρέχουσας πληθωριστικής κρίσης, οδήγησαν την περίοδο 2019-24 στην αύξηση κατά 48,4% του πληθυσμού ο οποίος ανέφερε ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες και κατά 20,0% των νοικοκυριών τα οποία αντιμετώπιζαν καταστροφικές δαπάνες υγείας.
Ως αθροιστικό αποτέλεσμα των διαδοχικών κρίσεων και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών διαχείρισής τους είτε υπό δημοσιονομική επέκταση είτε υπό δημοσιονομικό περιορισμό, το 2024 η δημόσια δαπάνη υγείας στην Ελλάδα και η συνολική χρηματοδότηση των νοσοκομείων του ΕΣΥ παρέμεναν κατά 37,7% και κατά 38% αντίστοιχα μικρότερες σε σχέση με τα προ-κρίσεων επίπεδα του 2009. Υπολογίζεται μάλιστα ότι από το 2009 έως και το 2024 η αθροιστική απώλεια μόνο της δημόσιας χρηματοδότησης προς στα νοσοκομεία του ΕΣΥ αγγίζει το αστρονομικό ποσό των 38 δισ.€. Το 2024 επίσης το ΕΣΥ εξακολουθούσε να διαθέτει 12,9% λιγότερα νοσοκομεία, 14,6% λιγότερες νοσοκομειακές κλίνες και 9,6% λιγότερο νοσοκομειακό προσωπικό σε σχέση με τα προ-κρίσεων επίπεδα του 2009, ενώ 11,7% του υπηρετούντος προσωπικού στα νοσοκομεία του ΕΣΥ το 2024 εξακολουθούσε να εργάζεται ως επικουρικό προσωπικό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Κατά την μετά-πανδημική περίοδο η παρατηρούμενη «φυγή» ιατρικού προσωπικού από τις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ, η συνεχιζόμενη μείωση του μόνιμου προσωπικού στα νοσοκομεία του ΕΣΥ αλλά και η αδυναμία συνολικά του ΕΣΥ (νοσοκομεία και πρωτοβάθμιες δομές) να ανακάμψει ακόμη και στα προ-πανδημίας επίπεδα νοσηλευτικής του κίνησης (χειρουργεία, επισκέψεις) αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι το ΕΣΥ έχει ξεπεράσει τα όρια αντοχής του (breaking point), παρουσιάζοντας συμπτώματα ρηγμάτωσης ανάλογα με αυτά τα οποία αναφέρονται σε άλλα συστήματα υγείας διεθνώς,2-11 τα οποία έχουν υποστεί και αυτά με τη σειρά τους το βάρος των διαδοχικών κρίσεων και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών απάντησης σε αυτές.
Τέλος, τα ανθεκτικά υψηλά ποσοστά κατά την μετα-πανδημική περίοδο στην Ελλάδα του πληθυσμού που αναφέρει ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες και των νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν καταστροφικές δαπάνες υγείας, υποδηλώνουν τις σοβαρότατες συνέπειες που έχει η ρηγμάτωση του ΕΣΥ στην πρόσβαση σε φροντίδα υγείας και την οικονομική προστασία από τις ασθένειες του Ελληνικού πληθυσμού.
- Συστάσεις πολιτικής
Α. Ανάταξη του ΕΣΥ με όλους τους αναγκαίους πόρους
Με βάση τα ευρήματα της παρούσας έκθεσης προκύπτει επείγουσα η ανάγκη ανάταξης του ΕΣΥ και ενίσχυσής του με όλους τους αναγκαίους χρηματοδοτικούς, υλικούς και πρωτίστως ανθρώπινους πόρους. Για παράδειγμα:
- η χρηματοδοτική ανάκαμψη του ΕΣΥ ακόμη και στα πλημμελή προ-κρίσεων επίπεδα θα προϋπόθετε την άμεση αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης των νοσοκομείων του ΕΣΥ κατά 2 δισ.€ ετησίως (από 3,6 δισ.€ δηλαδή το 2023 σε 5,6 δισ.€ – σε σταθερές/αποπληθωρισμένες τιμές του 2020), χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι η αύξηση αυτή θα ήταν επαρκής για τις σημερινές και σύγχρονες ανάγκες τους.
- ομοίως η ανάταξη των νοσοκομειακών υποδομών του ΕΣΥ ακόμη και στα πλημμελή προ-κρίσεων επίπεδα θα προϋπόθετε την ανάκτηση 5.778 νοσοκομειακών κλινών (ισοδύναμες δηλαδή 6 νοσοκομείων δυναμικότητας το καθένα αντίστοιχης με αυτής του Γ.Ν. Ευαγγελισμός στην Αθήνα ή του Γ.Ν. Ιπποκράτειο στη Θεσσαλονίκη).
- αντίστοιχα η ανάταξη του υγειονομικού προσωπικού του ΕΣΥ ακόμη και στα πλημμελή προ-κρίσεων επίπεδα θα προϋπόθετε πέραν της ετήσιας κάλυψης των αποχωρήσεων (λόγω συνταξιοδότησης, παραιτήσεων ή θανάτων), την πρόσθετη πρόσληψη 11.000 μόνιμων εργαζόμενων (8.884 στα νοσοκομεία του ΕΣΥ και κατ’ εκτίμηση 1.300-2.000 στις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ) καθώς και την μονιμοποίηση των 9.884 επικουρικών υπαλλήλων που υπηρετούν σήμερα στα νοσοκομεία του ΕΣΥ.
Β. Αποεμπορευματοποίηση και αποκατάσταση εμπιστοσύνης στο ΕΣΥ
Η χρηματοδοτική, υλική και στελεχική ανάταξη του ΕΣΥ αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την επούλωση της ρηγμάτωσης του.
Η αποεμπορευματοποίηση της λειτουργίας του με επαναφορά της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης του προσωπικού του, η κατάργηση κάθε μορφής απευθείας πληρωμών των ασθενών κατά την έκτακτη, τακτική και ολοήμερη (απογευματινή) λειτουργία του και η κατάργηση της ανάθεσης των μη-κλινικών και κλινικών λειτουργιών του (clinical outsourcing) σε ιδιώτες (εργολάβους, ιδιωτικά εργαστήρια ή κλινικές), αποτελούν στοιχειώδεις πολιτικές για την εμπέδωση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του.
Ταυτόχρονα, η αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης στο εσωτερικό του, με εκδημοκρατισμό, διαφάνεια και κοινωνικό έλεγχο στη λειτουργία του, μισθολογική αναβάθμιση των λειτουργών του, εκτεταμένη χρήση μη-μισθολογικών κινήτρων για την ενδυνάμωση και επιστημονική (ή/και διοικητική) εξέλιξη του προσωπικού του και η πρωτοπόρα ενσωμάτωση στη λειτουργία του καινοτόμων θεραπευτικών μεθόδων και ιατροτεχνολογικών μέσων, αποτελούν στοιχειώδεις πολιτικές για την μετατροπή ξανά του ΕΣΥ σε χώρο προσέλκυσης νέων εργαζομένων και επιστημόνων υψηλής ειδίκευσης και την ανακοπή των διαφαινόμενων τάσεων επιταχυνόμενης φθοράς του λόγω παραιτήσεων.
Γ. Αναδιάρθρωση και ενδυνάμωση ΠΦΥ του ΕΣΥ
Με βάση και τα ευρήματα της παρούσας μελέτης ως επείγουσα ανάγκη προκύπτει και η αναδιάρθρωση – ενδυνάμωση των υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του ΕΣΥ. Ο υπάρχων οργανωτικός κατακερματισμός των δομών ΠΦΥ του ΕΣΥ, οι πολλαπλές ταχύτητες λειτουργίας και στελέχωσης τους, η εγκατάλειψη του διεπιστημονικού τους χαρακτήρα και της πληθυσμιακής τους αναφοράς μέσω της υλοποίησης της μεταρρύθμισης του «προσωπικού, με λίστα εγγεγραμμένων ασθενών, ιατρού», επιβάλουν τη ριζική αλλαγή πλεύσης και δυστυχώς την εκ νέου και για πολλοστή φορά οργανωτική αναδιάρθρωση της ΠΦΥ.
Βασικοί άξονες αυτής της αναδιάρθρωσης οφείλουν να είναι η ενιαιοποίηση των υπαρχόντων δομών ΠΦΥ του ΕΣΥ, με Κέντρα Υγείας και δορυφορικές μονάδες (ιατρεία γειτονιάς στις αστικές περιοχές και περιφερειακά ιατρεία στις ημιαστικές ή αγροτικές), με σαφώς γεωγραφικά οριζόμενους πληθυσμούς ευθύνης (catchment areas), με ενιαίο εύρος παρεχόμενων υπηρεσιών, ενιαίο ωράριο λειτουργίας, ενιαίες κτιριακές προδιαγραφές, ενιαία οργανογράμματα με έμφαση στη διεπιστημονική στελέχωση τους και τη συγκρότηση διεπιστημονικών ομάδων υγείας σε κάθε Κέντρο Υγείας και τέλος με κεντρικά σχεδιασμένη χωροταξική κατανομή τους με πληθυσμιακά και επιδημιολογικά κριτήρια.
Δ. Εξωτερικοί περιορισμοί για την ανάταξη του ΕΣΥ
Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο σχέδιο ανάταξης του ΕΣΥ, προσκρούει σε μία σειρά από εξωτερικούς καταναγκασμούς, όπως οι νέοι δημοσιονομικοί περιορισμοί της πολεμικής οικονομίας, το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο εξευρωπαϊσμού των συστημάτων υγείας μέσω του μηχανισμού του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και ο ιδιαίτερα εκτεταμένος ιδιωτικός κερδοσκοπικός τομέας υγείας στην Ελλάδα, ο οποίος ανταγωνιστικά προς το ΕΣΥ απορροφά μεγάλο μέρος της δημόσιας (κρατικής και κοινωνικοασφαλιστικής) χρηματοδότησης στην υγεία διεκδικώντας ταυτόχρονα και ανταγωνιστικά πάντα προς το ΕΣΥ ικανό ζωτικό χώρο για την ανάπτυξη των κερδοσκοπικών του δραστηριοτήτων. Η υπέρβαση αυτών των εμποδίων και η προτεραιοποίηση ενός σχεδίου ανάταξης του ΕΣΥ για τη διεύρυνση του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία, αποτελεί ανοικτό πολιτικό ερώτημα το οποίο η κοινωνία καλείται να απαντήσει.
Δείτε ολόκληρη την έρευνα εδώ:


