in

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανθολογεί. Του Χρήστου Λάσκου

Μανόλης Αναγνωστάκης, Ένα πανόραμα της νεωτερικής μας ποίησης και ένα ηχητικό ντοκουμέντο, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 340

Κι όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα

Η Συνέχεια (1954)

Όπως είναι γνωστό, ο Αναγνωστάκης έχει καταχωριστεί ως εκπρόσωπος της μεταπολεμικής «ποίησης της ήττας». Να, όμως, που, ήδη το 1954, πολύ πριν του δοθεί αυτός ο προσδιορισμός, ο ίδιος φωνάζει πως, παρόλο που ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει, αυτός δεν παραδέχτηκε την ήττα.

Σε μια συνέντευξη, στο Μισέλ Φάις, πολύ αργότερα, το 1992, θα διευκρινίσει:

“Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή”. Όπως σημειώνει ο Φάις, “ο Αναγνωστάκης υπήρξε ένας […] λυρικός της διάψευσης, όχι της ήττας”.

Είναι, όμως, έτσι; Σταχυολογώ μερικούς στίχους, από ποιήματα που έγραψε μέχρι το 1955, πριν, καλά καλά, κλείσει τα τριάντα του χρόνια.

Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.

[Ο] καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει.

Το κάθε τι τελειώνει μια μέρα.

Πάντα είναι αργά για κάθε τι.

Γιατί δεν πεθαίνουνε πια αυτές οι μέρες που μας λεηλάτησαν τόσο;

Είναι που όλοι οι χειμώνες περάσανε και διαβαστήκαν όλα τα βιβλία.

Μα αν πρέπει τώρα να πεθάνουμε, το ξέρεις, [π]ρέπει γιατί αύριο δεν θα ’μαστε πια νέοι.

Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης. Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν περιμένω απάντηση.

Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.

Κι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες.

Όρθιοι και μόνοι μέσα στη φοβερή ερημία του πλήθους.

Αυτοί που θα μιλούσανε πέθαναν όλοι νέοι.

Σε μια εποχή ανέκκλητου θανάτου.

Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύμηση επάνω;

Κι ύστερα θα σβηστεί κι η θύμησή μας.

Γυρεύω ένα τίποτα για να πιστέψω πολύ και να πεθάνω.

Ο Αναγνωστάκης, στα είκοσί του, βλέπει τα σούρουπα να έρχονται και να ξανάρχονται και την θάλασσα να είναι ατέλειωτη. Δεν είναι αυτά ποιητική αποτύπωση της μεγάλης ήττας; Νομίζω όχι, όπως κι ο ίδιος ισχυρίζεται.

Εκτός αν είναι ήττα η αγωνία και η διάψευση.

Πώς, όμως, να θεωρηθεί ήττα η διάψευση από τους δικούς σου, από τους συντρόφους σου; Ο Αναγνωστάκης, ήδη στα εικοσιένα του, διαγράφτηκε από το Κόμμα. Τον απομόνωσαν δε τόσο, που έφτασε πολύ κοντά στο να αυτοκτονήσει.

Κατά τα ειωθότα της εποχής. Που έκανε, λίγο αργότερα, το πρωί της εκτέλεσης του Πλουμπίδη, καμιά στη φυλακή να μη μιλάει στη γυναίκα του, ενώ αυτή καθάριζε τα αποχωρητήρια. Ήταν χαφιές, βλέπετε. Κι αλλά, κι άλλα και πολλά άλλα.

Η διάψευση -και η αγωνία- δεν ήταν ήττα. Ήταν κάτι σαν αυτό που ώθησε τον Άρη Αλεξάνδρου να γράψει το Κιβώτιο.

Πώς είναι δυνατό να αποδώσει κάποιος νοοτροπία ηττημένου σε έναν άνθρωπο, που, το 1948, δεν διαχωρίστηκε από το Κόμμα, που τον είχε διαγράψει, διαχωριζόμενο το ίδιο από αυτόν -κι έτσι καταδικάστηκε σε θάνατο.

Ο Αναγνωστάκης νοιάζεται όχι για τους «τιμημένους ήρωες», αλλά για τους αποσιωπημένους. Που, το συχνότερο, έκαναν πολύ περισσότερα για την χειραφέτηση από ό,τι οι πρώτοι. Και το Κόμμα τούς παράτησε στην τύχη τους και τους ξέχασε οριστικά.

Ο Αναγνωστάκης το θέτει διαρκώς. Ο φοβερός στίχος από το ΥΓ. είναι πραγματική γροθιά στο στομάχι:

Δεν ήξερε κανείς τους ποιος είναι ο Γιάννης ο Σαλάς.

Κανείς μας δεν ξέρει ποιος ήταν ο Γιάννης ο Σαλάς. Κανείς μας, επιπλέον, δεν ξέρει πόσο τρομερό είναι πως δεν ξέρουμε.

Αλλά και για τους άλλους, που δεν πήραν μέρος στον αγώνα. Που δεν πρόλαβαν, πολλές φορές. Θέλει να ακουστούν τα ονόματα. Ο Ηλίας, ο Ραούλ, η Κλαίρη…

Ο Αναγνωστάκης είναι πεισμένος πως άλλοι θα έπρεπε να μνημονεύονται. Γιατί η ματαιότητα δεν φτιάχνεται από την Ιδέα, τον Στόχο και την αδυναμία μας, προσωρινή, ίσως, αλλά από τους ανθρώπους. Ιδίως από τους «ηγέτες».

Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ’ξερα τι κάθαρμα ήσουν, τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.

Και πώς να τον βρίσει κάθαρμα, όταν έχει κάτσει είκοσι χρόνια φυλακή…

Οι άνθρωποι, λοιπόν.

Και οι «ηγέτες», όχι ανάμεσά τους, αλλά πάνω τους. Όπως λέει κι ο Πατρίκιος,

Ποιες μάζες; Μεταξύ μας τώρα -ποιοι σκέφτονται τις μάζες;

Το πολύ μια λύτρωση ατομική, αν όχι ανάδειξη.

Ο Αναγνωστάκης θα δείξει πόσο η διανοητική επιβολή υπήρξε διαχρονική συνθήκη στην ελληνική Αριστερά. Να τι λέει για την «Χαμένη Άνοιξη» του ’60:

“[Ενώ] υπήρχε από το ένα μέρος γενικά μια φοβερή διόγκωση της Αριστεράς, ένα ξεπέταγμα της Αριστεράς, από το άλλο μέρος υπήρχε μια φοβερή καθυστέρηση στον πολιτιστικό τομέα της αριστερής σκέψης, της αριστερής νοοτροπίας. Ενώ δηλαδή η Αριστερά έδειχνε ότι ήταν  μια δύναμη προοδευτική, δημιουργική, ήταν αντιδραστική στον πολιτιστικό τομέα […]”.  Πριν από την χούντα, για παράδειγμα, με την βάναυση λογοκρισία “υπήρχε η δικτατορία της Αριστεράς, που απαγόρευε, [μεταξύ άλλων και] την κυκλοφορία βιβλίων”.

Ο Αναγνωστάκης, επιπλέον, είναι πραγματικά εικονοκλάστης. Δεν διστάζει να πάει κόντρα, να αμφισβητήσει ακόμη και «ιερά τέρατα», όπως τον Καβάφη, για τον οποίο θα αναρωτηθεί μήπως η δημοφιλία του οφείλεται όχι στην ποιητική του ποιότητα, αλλά στο γεγονός ότι καταφέρνει πολύ καλά «να φτιάχνει στόρις» -κι αυτό αρέσει στον κόσμο.

“[Y]πάρχει για μένα μια αμφιβολία για την περίπτωση του Καβάφη. Ο Καβάφης ήταν πραγματικά ένας μεγάλος ποιητής; […] Μήπως είχε επεξεργαστεί τόσο πολύ μέσα του το υλικό του, το είχε δουλέψει τόσο πολύ, ώστε τελικά έβγαλε ποίηση; Δηλαδή, θέλω να πω ότι πολλές φορές η συγγραφική επιμέλεια, η σμίλευση του στίχου, η τελειότητα, η αφαίρεση, ένας στίχος, μια λέξη, όλα αυτά δημιουργούν ένα ωραίο ποιητικό αίσθημα […]

Αυτή, [όμως], είναι η διαφορά του που, ενώ δεν έγραψαν στη ζωή τους παρά ελάχιστα, περιστασιακά, που δεν έχουν ενδιαφερθεί καθόλου για την ποίησή τους, εντούτοις μέσα βλέπει κανείς να βγαίνει η μεγαλοφυΐα τους.

Πολλά παραδείγματα, όπως ο Κάλβος. Στον Κάλβο βγαίνει μέσα από τον στίχο του κάτι που δεν μπορείς να το πεις εσύ, κάτι που δεν το ξέρεις. Ενώ στον Καβάφη όλα τα πράγματα, λες, τι ωραία που τα λέει, αυτά τα ξέρω κι εγώ αλλά τι ωραία που τα λέει ο Καβάφης, είναι ωραία, τα ξέρω κι εγώ όμως. Ενώ ο Κάλβος λέει πράγματα ασύλληπτα. Είναι όπως είχε πει ο Μαγιακόφσκι κάποτε ότι η ποίηση είναι να πεις πράγματα που κανείς δεν τα έχει πει ποτέ, για να σηκωθούν από τον τάφο τους οι ποιητές και να πουν εμείς τέτοια πράγματα δεν τα είπαμε ποτέ μας. Λοιπόν ο Καβάφης κολακεύει τον κόσμο […] Τον κολακεύει διότι κι αυτός σκέφτεται αυτά τα πράγματα”.

Να το ξαναπώ.

Ο Αναγνωστάκης μιλάει για τους μικρούς ανθρώπους. Αυτούς που μπορούν να σώσουν και τους άλλους.

Νοιάζεται για τους αποσιωπημένους της Ιστορίας και της Γραφής. Στους πρώτους αφιερώνει την ποίησή του.

Στους δεύτερους, τους «ελάσσονες» ποιητές, την Χαμηλή Φωνή.

***

Στον τόμο, ο οποίος μου έδωσε αφορμή για τα σχόλια, που προηγήθηκαν, ο Αναγνωστάκης ανθολογεί, υποθέτω, όσους τον επηρέασαν κι όσους πολύ αγάπησε -που δεν αναγκαστικά οι ίδιοι.

Τάκης Παπατσώνης. Θεόδωρος Ντόρρος. Αναστάσιος Δρίβας. Γιώργος Θέμελης. Γιώργος Σεφέρης. Ανδρέας Εμπειρίκος. Ζωή Καρέλλη. Γεώργιος Βαφόπουλος. Δημήτρης Αντωνίου. Αλέξανδρος Μπάρας. Νίκος Εγγονόπουλος. Νικήτας Ράντος. Γιώργος Σαραντάρης. Ζήσης Οικονόμου. Γιάννης Ρίτσος. Νίκος Γκάτσος. Οδυσσέας Ελύτης. Αλέξανδρος Μάτσας. Νικηφόρος Βρεττάκος. Μηνάς Δημάκης. Τάκης Βαρβιτσιώτης. Άρης Δικταίος.

Εικοσιδύο ποιητές, με μια ποιήτρια ανάμεσά τους.

Μια εξαιρετική έκδοση από το Μεταίχμιο, σε επιμέλεια Γιώργου Ζεβελάκη.

Πρόκειται για τη μεταμόρφωση σε βιβλίο μιας σειράς εκπομπών, το 1988, στο ραδιόφωνο του Ηρακλείου, με θέμα την πρώτη νεωτερική ποιητική γενιά. Περιλαμβάνει και μια συνομιλία του Ζεβελάκη με τον ποιητή, ως κατάλληλο πρόλογο.

Ο Αναγνωστάκης επιλέγει για μας αυτά που θεωρεί πως είναι τα καλύτερα; Ή αυτά που «του ταιριάζουν» περισσότερο;

Όπως κι αν έχει, στα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, η συλλογή μας λέει πολλά για τον ίδιο.

Ο οποίος συνέχισε, παρόλα τα περί της «ήττας», να μας καλεί από το Περιθώριο, 1968-1969, να μας προσκαλεί σε μάχη πάντοτε.

(Τώρα πια μιλάμε χωρίς αυταπάτες, χωρίς ηθικολογικές προκαταλήψεις, χωρίς καμιά επιταγή άνωθεν ευθύνης – για μια σκέτη αξιοπρέπεια.

Στην οριζοντίωση της εποχής μας να κρατήσουμε όρθιες ισχνές καλαμιές.

Είναι ο πιο αχάριστος και συγχρόνως γελοίος – για τους άλλους – αγώνας, γιατί είναι δύσκολο να φανταστείς τον Δον Κιχώτη ψύχραιμο, υπολογιστικό, χωρίς αισθηματολογίες, να γνωρίζει ότι οι ανεμόμυλοι είναι πραγματικοί και μολαταύτα να τους πολεμά.

Μιλάμε χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς μίσος, χωρίς καν μαχητικότητα. Επαρχιακοί θεατρίνοι μπροστά σε μιάν άδεια αίθουσα χωρίς χειροκροτήματα.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος: ο πειρασμός της έπαρσης, της περιφρόνησης των πρώην φίλων, των επιδεικτικών χειρονομιών αηδίας.

Η μάχη να δίνεται μ ε τ ά την αηδία και την επίγνωση της ματαιότητας – μη συναντηθείς σε καμιά παρακαμπτήριο μαζί τους).

Μάλλον, η μάχη θα δίνεται πάντοτε μ ε τ ά την αηδία και την επίγνωση της ματαιότητας.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Γυναικοκτονίες στη Σιουδάδ Χουάρες. Η βία ως lingua franca. Της Ίριας Γραμμένου

Πρωτοβουλία Πανεπιστημιακών: Πειθαρχικά συμβούλια και νέος ποινικός κώδικας μετατρέπουν το πανεπιστήμιο σε εργαστήριο καταστολής