Αποφασισμένη να ψηφίσει το νέο νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις φέρεται να είναι η κυβέρνηση. Το νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων, προβλέπει εργασία μέχρι και 13 ώρες την ημέρα σε μία επιχείρηση καθώς και αυξομείωση του εργάσιμου χρόνου ανάλογα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων με αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του χρόνου εργασίας από εξαμηνιαία βάση σε εβδομαδιαία, δίνοντας έτσι μεγαλύτερη ευχέρεια στους εργοδότες να προσαρμόζουν το ωράριο ανάλογα με τον εκάστοτε φόρτο εργασίας. Επίσης το σχέδιο νόμου διατηρεί τις κύριες προϋποθέσεις ενσήμων για να παίρνει επίδομα λοχείας μία εργαζόμενη, κομματιάζει την ετήσια άδεια των εργαζομένων, φέρνει νέα περαιτέρω μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους».
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Το νομοσχέδιο αυτό βασίζεται πάνω στην οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε ορισµένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Πάνω σε αυτή την οδηγία αλλά και σε ανάλογες αποφάσεις των Ευρωπαϊκών θεσμών, είναι που οι αστικές κυβερνήσεις, νομοθετούν και εφαρμόζουν κάθε αντεργατικό νόμο που έχουμε συναντήσει τα τελευταία 15 χρόνια. Οι διατάξεις του αποτελούν διακαή πόθο τόσο της ΕΕ, όσο και των μεγάλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ντόπιων ή ξένων συμφερόντων.
Ο τρόπος που η ίδια η υπουργός Ν. Κεραμέως μιλάει για αυτό το νομοσχέδιο θεωρώντας ότι απαντάει στις ανάγκες των εργαζομένων, δείχνει το ποιά είναι η σχέση, ή καλύτερα το πόσο μεγάλο είναι το χάσμα, της πολιτικής ελίτ της χώρας με την κοινωνία και τα πραγματικά της προβλήματα:
«Ποια ήταν λοιπόν η ανατροφοδότηση που πήραμε; Εφόσον αυτό επιτρέπεται σε δύο εργοδότες, γιατί δε μας αφήνεις και σε έναν; Ας πούμε ότι δουλεύω σε ένα κομμωτήριο και δουλεύω σε δεύτερο κομμωτήριο και συμπληρώνω 13 ώρες, γιατί δεν μπορώ να το κάνω αυτό στον ίδιο εργοδότη για να μη μετακινούμαι και για να παίρνω και συν 40%. Σήμερα μπορεί να δουλέψεις έως 13 ώρες όμως σε δύο εργοδότες ή σε τρεις. Και εμείς ρωτάμε: Γιατί ένας εργαζόμενος ο οποίος το κάνει αυτό σε δύο εργοδότες και παίρνει το μηχανάκι του και πάει από το ένα εστιατόριο στο άλλο για να δουλέψει, γιατί να μην μπορεί να το κάνει σε έναν, άρα χωρίς να χρειάζεται να μετακινηθεί;» ανέφερε σε πρόσφατες συνεντεύξεις της η Υπουργός.
Ξεχνώντας βέβαια να μας πει, πως βάσει νόμου της δικής της κυβέρνησης, ψηφισμένου το 2023, μπορούσε έκτοτε ένας εργαζόμενος να εργάζεται για δύο διαφορετικές επιχειρήσεις. Υπενθυμίζουμε βέβαια πως και εκείνός ο νόμος είχε έρθει ως απάντηση σε ένα ακόμα ερώτημα που είχε θέσει η ίδια η κυβέρνηση και όχι οι εργαζόμενοι. Τότε ο Άδωνης Γεωργιάδης έλυνε επίσης το πρόβλημα και ανέφερε πως με το συκγκεκριμένο νομοσχέδιο δίνεται απάντηση στην «μαύρη εργασία» στην οποία αναγκάζονταν να προσφεύγουν πολλοί εργαζόμενοι μιας και ο μισθός της κύριας εργασίας τους δεν αρκούσε.
Ο τότε υπουργός μάλιστα είχε σημειώσει πως «όταν ο εργαζόμενος εξαρτά τη ζωή του και τον μισθό του από έναν εργοδότη, η διαφορά μεταξύ τους είναι πάρα πολύ μεγάλη. Διαφορά ισχύος εννοώ. Όταν, όμως, ο εργαζόμενος έχει και εναλλακτική λύση δεύτερου εργοδότη και ο πρώτος εργοδότης ξέρει ότι αυτός έχει ήδη βρει και δεύτερη δουλειά, τότε η διαφορά της ισχύος μεταξύ των δύο μερών μειώνεται δραστικά υπέρ του εργαζομένου».
Κανείς από τους δύο, όπως και κανείς από τους προκατόχους τους, που συνηθίζουν να δικαιολογούν τις πολιτικές τους με πρόφαση την «ελεύθερη βούληση» των εργαζομένων να επιλέξουν πόσο και αν θέλουν να δουλέψουν -λες και υπάρχει κάποιου είδους ισοτιμία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων- δεν απαντάει στο πολύ συγκεκριμένο ερώτημα:
Ποιες συνθήκες ζωής και ποιοί μισθοί αναγκάζουν τους εργαζομένους να ψάχνουν δεύτερη δουλειά ή να δέχονται αδιαμαρτύρητα τις υπερωρίες αλλά και την ευελιξία των ωραρίων που επιβάλλουν οι επιχειρήσεις, ακόμα κι αν αυτό συνθλίβει τον ελεύθερό τους χρόνο;
Έχοντας ακούσει πολλάκις τις κυβερνητικές απαντήσεις, κρίναμε ότι για το νομοσχέδιο και για τον τρόπο που πλήττει τα δικαιώματα και τον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων, θα μας έδινε μία πιο σφαιρική εικόνα η συζήτηση με έναν εργαζόμενο.
Απευθυνθήκαμε στον πρόεδρο του Συνδικάτου Εργατοϋπαλλήλων Τουριστικών Επισιτιστικών Επιχειρήσεων Θεσσαλονίκης, Γιώργο Μπρανίκα, ο οποίος μας ανέφερε:
«Καταρχάς να πούμε ότι η κυβέρνηση ψεύδεται για το ότι ζήτησαν εργαζόμενοι να δουλεύουν 13ωρο. Οι εργαζόμενοι αυτό που ζητάνε είναι αυξήσεις στους μισθούς τους, ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς, και βέβαια, το σύγχρονο και κατανοητό αίτημα, της μείωσης του εργάσιμου χρόνου, χωρίς καμία μείωση εισοδήματος. Τα ίδια ψέματα έχουν πει και για άλλους νόμους, και προηγούμενες κυβερνήσεις. Είναι παράλογο να λένε για παράδειγμα πώς περνάνε το νομοσχέδιο για να έχουν μια μέρα παραπάνω για τα παιδιά τους οι γονείς, ότι δηλαδή με τη διευθέτηση θα εργαζόμαστε για παράδειγμα τέσσερα 10ωρα και θα έχουμε ένα ρεπό παραπάνω. Την ίδια στιγμή, που υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις σε σχολεία και παιδικούς σταθμούς, που υπάρχουν ελλείψεις σε παιδιάτρους, Το μεγάλωμα και η φροντίδα των παιδιών, δηλαδή, είναι δύσκολο λόγω της κρατικής αναλγησίας, τώρα τους έπιασε ο πόνος; Και σίγουρα, δεν είμαστε για τέσσερις μέρες εργαζόμενοι και για τρεις μέρες γονείς. Τα ίδια έλεγαν και προηγούμενες δεκαετίες, όταν πέρασαν τις ελαστικές μορφές απασχόλησης.
Επίσης είναι μέγα ψέμα ότι το «ζητήσαμε» το νομοσχέδιο για να έχουμε καλύτερο εισόδημα. Και γιατί δεν ικανοποιούν τα αιτήματά μας, ως σωματεία, για αυξήσεις στους μισθούς, επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, 5μερο-7ωρο-35ωρο; Γιατί, δεν θέλουν να πειράξουν τα κέρδη της εργοδοσίας, θέλουν να προστατέψουν την κερδοφορία των μεγάλων ομίλων από τους ανταγωνισμούς.
Αυτά είναι αποτελέσματα συγκεκριμένων πολιτικών, που όπως όλα τα αστικά κόμματα τα βρήκαν, υπερψηφίζοντας την 2003/88, έτσι τα βρίσκουν και στην ελληνική νομοθεσία. Όλοι οι αντεργατικοί νόμοι των τελευταίων ετών έχουν την υπογραφή όλων των κομμάτων του κεφαλαίου. Ειδικά στην ευρωβουλή η σύμπλευση βγάζει μάτι. Σε αυτό πατάνε και οι εργοδότες και ξεσαλώνουν στις απαιτήσεις τους. Όπως η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων, που ζητάει παραπάνω απλήρωτες ώρες εργασίας και μείωση των περαιτέρω ασφαλιστικών εισφορών!
Οι εργαζόμενοι, αναγκάζονται να εργάζονται σε δυο εργοδότες, να εργάζονται υπερωρίες, μαύρες πολλές φορές, επειδή η ακρίβεια, στο σούπερ μάρκετ, στα τιμολόγια των πρώην ΔΕΚΟ, στην καθημερινότητά τους, χτυπάει το πενιχρό εισόδημά τους. Είναι δηλαδή και οι μισθοί χαμηλοί, και τα προϊόντα πανάκριβα. Είναι φανερό ότι μια οικογένεια αδυνατεί να ανταπεξέλθει στην καθημερινότητα, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και με τις γενικότερες απαιτήσεις» .
Μιλώντας πιο συγκεκριμένα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στον κλάδο ο πρόεδρος του ΣΕΤΕΠΕ σημείωσε:
«Στον κλάδο του επισιτισμού και τουρισμού επικρατεί, ως γνωστόν, η ανασφάλιστη εργασία, η εντατικοποίηση, οι εκβιασμοί, τα χαμηλά μεροκάματα. Πολλές φορές μιλάμε για τον κατώτατο μισθό, καθώς δεν εφαρμόζεται η ΚΣΣΕ, που και για αυτήν ως ταξικές δυνάμεις έχουμε πολλές επιφυλάξεις, δεν ανταποκρίνεται στα προβλήματα των συναδέλφων, ειδικά σε έναν κλάδο που μετράει πολλά κέρδη. Κυρίως γυναίκες στην λάντζα, αλλά και νέοι εργαζόμενοι, εργάζονται για χαμηλά μεροκάματα, έχουμε ακούσει για μαγαζιά που δίνουν ακόμα και τρία ευρώ την ώρα, ενώ έχουμε και το φαινόμενο της μη καταβολής δώρων κι επιδομάτων. Ζητήματα που βέβαια αλλάζουν με την παρέμβαση του Συνδικάτου, όταν οι εργαζόμενοι παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Επικρατεί φόβος σε εργαζόμενους, φόβος που καλλιεργείται από τους ίδιους τους εργοδότες («αν δεν σ’ αρέσει φύγε, τόσοι περιμένουν»), από την μείωση των απαιτήσεων, τη λογική του μικρότερου κακού που καλλιεργείται. Η ανασφάλεια, ο φόβος της απόλυσης, είναι κατανοητά, όμως σα Συνδικάτο λέμε ότι μπορούν να σπάσουν στην πράξη.
Εκεί που δόθηκαν μάχες εκεί που οι εργαζόμενοι έβαλαν τις ανάγκες τους μπροστά, σε πλατφόρμες διανομής, παρασκευαστήρια, επισιτιστικά και ξενοδοχεία, ο φόβος μεταφέρθηκε στην άλλη πλευρά. Για αυτό πρέπει να μαζικοποιηθούν τα σωματεία, να δυναμώσει το ρεύμα αμφισβήτησης της κυρίαρχης πολιτικής, να αλλάξουν οι συσχετισμοί στο συνδικαλιστικό κίνημα».
Ποια είναι η ήδη υπάρχουσα πραγματικότητα πάνω στην οποία εκκινεί το εν λόγω νομοσχέδιο;
Τις διαρκείς και δυσμενέστερες -για τους εργαζόμενους- αλλαγές γύρω από τις εργασιακές σχέσεις τις συναντάμε σε νέα νομοσχέδια που έρχονται προς ψήφιση ανά 1 ή 2 χρόνια κάτι που ερμηνεύεται από δύο παράγοντες. Αφενός από τις, επίσης διαρκώς, εξελισσόμενες και μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου για διατήρηση/ αύξηση της κερδοφορίας, αφετέρου από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η εργατική τάξη αλλά και το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα.
Με το ένα νομοσχέδιο να διαδέχεται το άλλο όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών επιτυγχάνουν σταδιακά, και συνεπακόλουθα με μεγαλύτερη ευκολία στο να απορροφήσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια, την εντατικοποίηση των όρων εργασίας, το ξερίζωμα δικαιωμάτων και κεκτημένων και τον αφοπλισμό των εργαζομένων.
Δεν είναι γραφικό να το επαναλάβουμε. Όσα αντιμετωπίζει η συντριπτική πλειοψηφία της χώρας και κυρίως όσοι ανήκουν στην κατηγορία των μισθωτών είναι πολύ συγκεκριμένα:
Από την μια η εργασία, αν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς την ακρίβεια και την αύξηση του κόστους ζωής, γίνεται όλο και πιο φτηνή, ενώ το κέρδος που προσφέρει, σε όσους την εκμεταλλεύονται, αυξάνεται. Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ την περίοδο 2009-2024 ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός στη χώρα μας μειώθηκε κατά 32,8%, αγγίζοντας το 52% του αντίστοιχου της ΕΕ. Ταυτόχρονα την περίοδο 2019-2024 η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκε κατά 1,2%, αλλά το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο 5 μειώθηκε κατά 4,7%. Μεταξύ των 11 βασικών κλάδων της οικονομίας η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε σε οκτώ, αλλά το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο αυξήθηκε μόλις σε δύο. Η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας δεν μετουσιώνεται σε αυξημένα πραγματικά ωρομίσθια. Ως αποτέλεσμα, στην Ελλάδα το μερίδιο κερδών αυξήθηκε και το μερίδιο μισθών υποχώρησε.
Ειδικότερα, το 2024 το μερίδιο κερδών στην Ελλάδα ήταν 50,2% του ΑΕΠ, όταν στην ΕΕ ήταν 41% του ΑΕΠ. Η μειωμένη αγοραστική δύναμη μεγάλου τμήματος των εργαζομένων συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά τις συνθήκες διαβίωσής τους. Το 2024 το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης των μισθωτών ανήλθε στη χώρα μας στο 8,8%, έναντι 8% το 2023 και 3,8% στο σύνολο της ΕΕ. Αν και χαμηλότερο του αντίστοιχου το 2019, το ποσοστό αυτό είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ, με την Ελλάδα να καταγράφει καλύτερη επίδοση μόνο σε σύγκριση με τη Βουλγαρία. Επιπλέον, το 2024 το ποσοστό των μισθωτών που δήλωναν στην Ελλάδα ότι αδυνατούν να ξοδέψουν ένα μικρό ποσό χρημάτων για τον εαυτό τους αυξήθηκε από 27,9% το 2023 στο 29,3%. Το αντίστοιχο ποσοστό για όσους δήλωναν ότι δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής διαμορφώθηκε στο 23,5%. Ενδεικτικό των υποβαθμισμένων συνθηκών διαβίωσης των μισθωτών είναι επίσης ότι το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας για τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα ανήλθε το 2024 στη χώρα μας στο 57,1%. Η τιμή αυτή είναι με διαφορά η μεγαλύτερη στην ΕΕ και υπερβαίνει κατά 28,6 ποσοστιαίες μονάδες τη δεύτερη υψηλότερη, που καταγράφεται στη Βουλγαρία.
Από την άλλη, η επισφάλεια ξεκινάει από τους εργασιακούς χώρους και επεκτείνεται στο σύνολο της κοινωνικής ζωής. Αυτό δεν μεταφράζεται μόνο στα υψηλά ποσοστά μερικής ή εκ περιτροπής εργασίας, στα προγράμματα επιδότησης εργασίας της ΔΥΠΑ με την σύντομη ημερομηνία λήξης, στο μαρτύριο που κάθε χρόνο βιώνουν χιλιάδες αναπληρωτές, στο «θαύμα» του τουρισμού που ξεζουμίζει για 6 μήνες τον χρόνο δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Αποτυπώνεται εμφατικά στα στοιχεία που προκύπτουν κάθε χρόνο από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Πίσω λοιπόν από τις διθυραμβικές παρουσιάσεις στατιστικών στοιχείων για την εργασία και την οικονομία από την κυβέρνηση, κρύβονται λεπτομέρειες τις οποίες κανείς δε θα ακούσει στα κεντρικά δελτία των ειδήσεων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των στατιστικών και των στοιχείων που δημοσίευσε το σύστημα «Εργάνη» πριν από έναν περίπου χρόνο, και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 2024. Βάσει των στοιχείων αυτών είδαμε την κυβέρνηση να ανακοινώνει περιχαρής την αύξηση των θέσεων απασχόλησης κατά 299.148, αριθμός που οφείλεται στις προσλήψεις της τουριστικής περίοδου, για να αποκρύψει επιμελώς πως την ίδια περίοδο οι απολύσεις άγγιξαν τις 1.928.729. Η βαρύτητα αυτής της συνθήκης, γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη αν τεθεί δίπλα στο συνολικό αριθμό των εργαζομένων που βρίσκονται υπό το καθεστώς σχέσης εξαρτημένης εργασίας και ο οποίος για το 2024 άγγιξε τα 2.390.157 άτομα.
Οι μισθοί δεν αρκούν για να βγει ο μήνας για όλο και περισσότερους, η ανακύκλωση των εργαζομένων και κυρίως των νέων είναι πλέον ο γενικός κανόνας, η πλήρης απελευθέρωση του «δικαιώματος» στις απολύσεις, η έλλειψη προστασίας των εργαζομένων και το κλείδωμα του «μόνιμη και σταθερή δουλειά» ως μία συνθήκη του μακρινού παρελθόντος, έχει γίνει πλέον συνήθεια.
Ο «υποκειμενικός παράγοντας», το εργατικό κίνημα και η μάχη της Τετάρτης
Τα προηγούμενα χρόνια αντιμετωπίσαμε και, ουσιαστικά, επωμιστήκαμε τα αποτελέσματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης αλλά και του ιδιαίτερου αντίκτυπου που είχε στην ελληνική οικονομία. Το «σοκ» των πολιτικών των «μνημονιακών χρόνων», της απότομης μείωσης των εισοδημάτων και της εκτίναξης της ανεργίας βρήκε συνέχεια στην «ΤΙΝΑ» (There is No Alternative) των σταδιακών μεταρρυθμίσεων. Οι μεγάλες ταξικές και λαϊκές αντιστάσεις και ζυμώσεις που αναδύθηκαν τα πρώτα χρόνια της κρίσης και η άγρια καταστολή που δέχτηκαν, αλλά και η αυταπάτη της «ανάθεσης», «της καλύτερης ΕΕ», «ενός πιο ανθρώπινου καπιταλισμού», μίας «συστημικής διεξόδου», όλες οι απογοητεύσεις των τελευταίων 15 ετών, μία προς μία, έχουν γεννήσει νέα δεδομένα, έχουν εγκαθιδρύσει την ήττα ως μη αναστρέψιμη συνθήκη για μεγάλα τμήματα των εργαζομένων και του λαού. Πάνω σε αυτή τη βάση, όλα τα αντεργατικά μέτρα που πέρασαν θα ήταν λειψά αν στο πλευρό τους δεν έρχονταν και μία σειρά από νομοθετήματα τα οποία κατήργησαν δικαιώματα των εργαζομένων και περιόρισαν τις δυνατότητες της οργάνωσης και της πάλης τους. Φακέλωμα σωματείων, περιστολή του δικαιώματος στην απεργία και στη διαδήλωση, παρανομοποίηση της απεργιακής περιφρούρησης, συλλήψεις συνδικαλιστών αποτελούν την μία όψη του νομίσματος. Την άλλη μπορούμε να την αντικρύσουμε στην μακρόπνοη προπαγάνδα των κυβερνήσεων και των ΜΜΕ που ελέγχουν, στον ρόλο των σωματείων και των διεκδικήσεων αλλά ταυτόχρονα και στις αστικές δυνάμεις που κυριαρχούν σε αρκετά από αυτά. Δυνάμεων που στήριξαν το «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα, δυνάμεων που έχτιζαν «κοινωνικές συμμαχίες» με την εργοδοσία, δυνάμεων που δέχονται, χωρίς να δώσουν καμία πραγματική μάχη, οποιαδήποτε πρόταση του ΣΕΒ και των κυβερνήσεων. Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, επιβιώνει σιωπηρά έχοντας συνηθίσει τις όλο και πιο επισφαλείς συνθήκες εργασίας, την μείωση των εισοδημάτων της, την επίθεση στα δικαιώματα και στον ελεύθερο της χρόνο. Τον επόμενο καιρό, πολύ πιθανόν, να κληθεί να αντιμετωπίσει αυτό και τα όποια επερχόμενα νομοσχέδια αφοπλισμένη, ανοργάνωτη και χωρίς να εκπροσωπείται ουσιαστικά από τη ΓΣΕΕ.
Στο σημείο αυτό όμως υπάρχει ένας αστερίσκος, τον οποίο κανείς δεν πρέπει να προσπεράσει εύκολα.
Μέσα σε αυτές ακριβώς τις συνθήκες ήττας και οπσισθοχώρησης, αθόρυβα και μεθοδικά, μία σειρά εργατικών αγώνων έδειξαν έναν άλλο δρόμο. Από τους διανομείς της E-food μέχρι τους λιμενεργάτες της Cosco, από τους απεργούς της «Μαλαματίνα» μέχρι τις απεργίες των εκπαιδευτικών, κι από τις κλαδικές μάχες στις οικοδομές, στα «φραουλοχώραφα», στα νοσοκομεία, στα εργοστάσια, στην εστίαση, σε αναπτυσσόμενους κλάδους όπως αυτός της πληροφορικής μέχρι τις απεργίες που οργανώθηκαν χωρίς την κάλυψη της ΓΣΕΕ μέσα από πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια συνδικαλιστικά όργανα, αποτυπώθηκε μία τάση. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες είναι που γεννήθηκαν απόπειρες της ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος με άλλους όρους από αυτούς που επιβάλλει η διοίκηση της ΓΣΕΕ.
Τροχιοδεικτική, δε, είναι και η σημασία των κινητοποιήσεων για το έγκλημα των Τεμπών, των «δύσκολων» απεργιών του 2023 και του 2024 στις οποίες δε συμμετείχε το ανώτερο συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων αλλά και της φετινής, ιστορικότερης και μαζικότερης απεργίας που έχει γίνει ποτέ στην ιστορία της χώρας. Αυτές οι απεργίες είναι που έδειξαν πως ο άλλος δρόμος για το εργατικό κίνημα υπάρχει και μπορεί να εκφράσει πλειοψηφικά τμήματα της εργατικής τάξης.
Πώς γίνεται λοιπόν, μέσα σε τέτοιες συνθήκες μακράς και πολύπλευρης ήττας, να βιώνουμε τόσο ιστορικές στιγμές σαν αυτές της 28ης Φεβρουαρίου του 2025;
Γίνεται με μεθοδικότητα σαν κι αυτήν που επιδεικνύουν χιλιάδες πρωτοπόρα μέλη πρωτοβάθμιων εργατικών σωματείων τα οποία ξαναστέκονται στα πόδια τους και μαζικοποιούνται, γίνεται με σωστή ερμηνεία των αναγκών των εργαζομένων αλλά και τις απαραίτητες μάχες έτσι ώστε αυτές να καλυφθούν, γίνεται με υπερβάσεις που χρειάζονται να γίνουν τον επόμενο καιρό έτσι ώστε να ανατραπούν οι συσχετισμοί τόσο μέσα στην εργατική τάξη, όσο και μέσα στην κοινωνία.
Η απεργία της Τετάρτης δεν αποτελεί κορύφωση αυτής της διαδικασίας, αλλά έχει τον δικό της καθοριστικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια.
Ας μη βιαστούμε να απαντήσουμε στο αν υπάρχει δυνατότητα ανατροπής του νομοσχεδίου για το 13ωρο, του συνόλου της αντεργατικής νομοθεσίας των τελευταίων 15 ετών, της οποίας αποτελεί απλά συνέχεια, αλλά και εν γένει των αστικών πολιτικών.
Ειδικά όταν είναι η ίδια η ανάγκη, σε συνδυασμό με τη βούληση των εργαζομένων, που επανασυγκροτεί -ακόμα και πιο αργά από όσα θα θέλαμε- δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους μέσα σε ταξικά σωματεία, έχουμε κάθε λόγο να μην προδικάσουμε το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης.
Μιας σύγκρουσης που είναι τόσο παλιά όσο η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών και που θα βρει τέλος μονάχα όταν παύσουν να υπάρχουν οι αιτίες που την προκαλούν.