in

Κατάτμηση. Της Ντίνας Παπούδα

Βασιλική Μεθενίτη (εικονογράφηση), Κωνσαντίνος Κωτσαρίδης (κείμενο), Κατάτμηση, Οξύ 2025

Ένα κόμικ/graphic novel φτιαγμένο από Έλληνες δημιουργούς είναι πάντα ευπρόσδεκτο. Εκτός που μας μεταφέρει σε μια παγκόσμια σκηνή και φαίνεται να συνομιλεί με την  εποχή και το πνεύμα της, όπου η εικονογραφημένη αφήγηση ιστοριών είναι μια νόρμα, με έναν τρόπο –αυτόν των πολυτροπικών κειμένων– μας δίνει και μια εικόνα του κόσμου μας πολύ ενδιαφέρουσα και μοναδική.

Η Κατάτμηση αποτελεί μια τέτοια έκφραση της πνευματικής μας παραγωγής. Είναι πολύ φυσικό νέοι άνθρωποι να βρίσκουν προνομιακό πεδίο έκφρασης την εικονογραφημένη αφήγηση, αφού ήδη η γενιά των γονιών τους, των boomer, διάβαζε με αυξανόμενη μανία κόμιξ – και βέβαια όχι μόνον Αστερίξ. Άλλωστε η δεκαετία του ‘80 μας έδωσε δυο περιοδικά με απίστευτη προσφορά στον χώρο – αναφέρομαι στην «Βαβέλ» και τον «Απαγορευμένο Πλανήτη»–, αλλά και εκδόσεις που συμπεριλάμβαναν πια στο εκδοτικό τους πρόγραμμα και κόμιξ. Μ’αυτήν την έννοια δεν είναι παράξενο που διαμορφώθηκε ένα πρόσφορο πεδίο  που εξαπλώνεται σε όλη την θεματική ποικιλία: επιστημονική φαντασία, φαντασία εν γένει, κωμωδία και ιστορία – με όλη την ιδιαίτερη γοητεία που ασκούν οι θρύλοι της λαϊκής μας δημιουργίας (βλ. «Του νεκρού αδελφού» της Εύας Πουλοπούλου). Μια σημαντική τάση διαμορφώθηκε, λοιπόν, ορατή στην εκδοτική πραγματικότητα. Και δεν είναι χωρίς αξία το γεγονός ότι συγγραφείς, όπως ο Δημοσθένης Παπαμάρκος (Γυμνά Οστά), δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται και σ’ αυτό το είδος.

Η Κατάτμηση της Βασιλικής Μεθενίτη και του Κωνσταντίνου Κωτσαρίδη –νέων επιστημόνων στο χώρο των θετικών επιστημών– είναι τέκνο αυτής της τάσης. Και αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα.

Σε μια εποχή που δεν υπάρχει μια ικανοποιητική αφήγηση να ερμηνεύσει τον κόσμο μας στο σύνολό του, η Κατάτμηση έρχεται να βεβαιώσει και να απ-εικονίσει με τον πιο χαρακτηριστικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο την οντολογική διαίρεση του σύγχρονου ανθρώπου. Αντλώντας από τις ανεξάντλητες πηγές του Bildungsroman, του μυθιστορήματος ενηλικίωσης-μαθητείας, το στόρυ του Κωνσταντίνου Κωτσαρίδη παρακολουθεί ένα κοριτσάκι μόλις εφτά ετών να κατατέμνεται και να διαχωρίζεται καθώς μεγαλώνει. Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ανώνυμη αφηγήτρια. Η ενηλικίωσή της κλιμακώνει αυτή τη διάσχιση και συμπεριλαμβάνει πια και όλες τις όψεις της ύπαρξής της, μέχρι που την κατασπαράσσει. Το παιδί, κι αργότερα η νεαρή γυναίκα, πολύ απλά δεν ταιριάζει.  Ένα παιδί που επιχειρεί να προσδιορίσει τον εαυτό του, βιώνει τη μοναξιά και προσπαθεί να ταιριάσει σ’έναν κόσμο που είναι ακατανόητος και άφιλος στις εκφάνσεις του. Πράγματα κοινά και φιλικά, εδώ γίνονται εχθρικά ή τουλάχιστον ακατανόητα. Η ιδέα μιας φίλης (η μόνη που έχει όνομα), ας πούμε. Ή, ακόμα χειρότερα, οι άλλοι – αυτό το «τους», που υπάρχει με έναν τρόπο επιθετικό ή εν πάση περιπτώσει όχι φιλικό. Οι άλλοι είναι πράγματι η κόλαση. Κι οι ευτυχισμένες στιγμές, με τον χορό, στη θάλασσα ή γύρω από τη φωτιά σε οικογενειακή εξόρμηση, είναι θαρρείς στιγμές που κάνουν τη δυσφορία εντονότερη.

Καθώς προχωρά η ενηλικίωση, προσπαθεί να ενταχθεί, να κάνει τα «φυσικά». Τα κατατετμημένα κομμάτια της είναι παρόντα, άλλοτε σε σύμπνοια και άλλοτε σε αμάχη. Η δίψα για την συνάντηση με τον άλλον  δεν ικανοποιείται εύκολα. Καθώς το κοριτσάκι μεγαλώνει και γίνεται νεαρή γυναίκα, η ίδια λαχτάρα για τον άλλον τη διαπερνά, αλλά, ακόμα κι όταν η συνάντηση είναι επιτυχής, δεν είναι πια σε θέση να διαλύσει την οξεία δυσφορία που βιώνει. Υπάρχει μια «φυσιολογική» δουλειά, ένα «φυσιολογικό»  σπίτι (έχει σημασία ότι, ως χώρος, το σπίτι όπου κατοικεί τώρα η ηρωίδα γίνεται όλο και μικρότερο: στενεύει ο κόσμος της μαζί του;). Αλλά δεν υπάρχει ενότητα εαυτού. Η κατάτμηση/διάλυση διαπερνά όλες τις πτυχές της ύπαρξης και κατατρώει με το μελανό άγγιγμά του το παρελθόν, υπονομεύοντας φυσικά και το παρόν. Η δε στρεβλωτική και αλλοτριωτική της δύναμη είναι τόσο ισχυρή, που εσωτερικεύεται από την ηρωίδα και τέλος αφομοιώνεται, χωρίς όμως ειρήνη. Κι έτσι βιώνεται η εχθρότητα του εγώ απέναντι στον εαυτό ως τελική απόληξη μιας μάταιας και ματαιωμένης πορείας ολοκλήρωσης.

Το σκίτσο της Βασιλικής Μεθενίτη παρακολουθεί αυτή τη σύνθεση σκληρότητας και τρυφερότητας. Το μαύρο χρώμα, διάχυτο μέχρι και στις γωνίες των καρέ και των σελίδων, πολλές φορές χαοτικό και χωροκατακτητικό, αποτυπώνει την δυσκολία και την ασφυξία. Τα μέρη του σώματος, αποσπασμένα ή όχι, απεικονίζονται κυριαρχικά και αναδεικνύουν με τον τρόμο, την απαλότητα ή το τραύμα τους το βίωμα της δυστυχίας και της έλλειψης ταιριάσματος με τον κόσμο γύρω. Η λεπτομέρεια του σκίτσου, όπου υπάρχει, υπηρετεί με τη σειρά της το αίσθημα άλλοτε της δυσφορίας και του τρόμου (τα ορθάνοικτα μάτια με τις φλεβίτσες τους, λόγου χάρη, που το μαύρο μολύβι φιλοτεχνεί αριστοτεχνικά), και σε κάποιες περιπτώσεις φωτίζει την χαραμάδα της χαράς (π.χ. το κορίτσι όταν χορεύει). Ειδικά το μοναχικό σκίτσο της τελευταίας σελίδας, σπαραχτικό στην άφωνη έκφραση της σκοτεινιάς της ψυχής, αποτελεί ένα εξαίρετο δείγμα μιας ικανής σκιτσογράφου.

Η δύναμη του συγκεκριμένου έργου βρίσκεται σε μια σύνθεση τρυφερότητας και διακριτικής/ήπιας αγριότητας, που κυριολεκτικά αφήνει την ψυχή του αναγνώστη να βουλιάζει σε απόγνωση, μαζί με την κατανόηση και τη στοργή για την συγκεκριμένη κατάσταση. Επειδή  οι συμβολισμοί είναι ευδιάκριτοι, όπως στην πλειοψηφία του είδους, είναι και κοινωνήσιμοι σε κοινό χωρίς την εξοικείωση που απαιτεί η ανάγνωση μιας νουβέλας, ας πούμε. Το στοιχείο αυτό προεξοφλεί και την διεισδυτικότητα και την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας του μηνύματός του.

Οι εκδόσεις Οξύ comics μας πρόσφεραν ένα ακόμη σημαντικό graphic novel συνεχίζοντας την εκδοτική συνεισφορά τους στο χώρο.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Συλλογική σύμβαση εργασίας στην έρευνα-Εκδήλωση του ΣΕΡΕΤΕ