Κόρμακ ΜακΚάρθι (Cormack McCarthy), Αιματοβαμμένος Μεσημβρινός ή το δειλινό κοκκίνισμα στη Δύση (μτφρ:. Γιώργου Κυριαζή), Eκδόσεις Gutenberg (σειρά: Aldina) 2024
Ο Μεσημβρινός αποτελεί το opus magnum του ΜακΚάρθι. Η συγκεκριμένη μετάφραση/έκδοση είναι η τρίτη στην Ελλάδα και είναι εξαιρετική: την οφείλουμε στον Γ. Κυριαζή, μεταφραστή και των άλλων έργων του ΜακΚάρθι, στις ίδιες εκδόσεις.
Το μυθιστόρημα είναι ένα είδος λογοτεχνικού γουέστερν, αντρικό και αμερικανικό. Παρόλο που, ως είδος, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι απευθύνεται σε περιορισμένο κοινό, η ικανότητα του ΜακΚάρθι το καθιστά έξω ή πέρα από τα είδη – ανθρώπινο και παγκόσμιο.
Παρακολουθούμε την εκτύλιξη της ιστορίας από την οπτική ενός προσώπου που ονοματίζεται το Παιδί, χωρίς αρκετά στοιχεία για την ταυτότητά του, πέρα από το ότι είναι 14χρονο και τέκνο του πόνου και της δυστυχίας. Το Παιδί φεύγει από την διαλυμένη πατρική εστία κάπου στο Τενεσσί και γίνεται μέλος μιας συμμορίας κυνηγών ανθρωποκεφαλών, Αμερικανών που κυνηγούν ιθαγενείς – Ινδιάνους – και Μεξικανούς, όταν τυχαίνει. Ο τόπος στον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία είναι η αμερικανική Δύση, το West, από το Τενεσσί ώς το Τέξας: είναι περιοχές που μόλις έχουν προσαρτηθεί στις ΗΠΑ και πρέπει να «καθαρθούν» από τους «ξένους». Συμπεριλαμβάνεται στον γεωγραφικό καμβά και το Μεξικό των συνόρων. Θα μπορούσε, από την άποψη αυτή, να χαρακτηρισθεί κι ένα έπος της Δύσης – της αιματοβαμμένης, βεβαίως.
Πρόκειται για μια καταβύθιση στα πιο σκοτεινά έγκατα του ζωώδους που ενυπάρχει στον άνθρωπο και ταυτόχρονα μια ανατομία της βίας. Το εκπληκτικό σ’αυτό το κείμενο είναι ότι δεν υπάρχει καμιά μεροληψία του αφηγητή, που ως Θεός απλώς κοιτάζει, χωρίς να αξιολογεί και να κατευθύνει, αφήνοντας (;) την αυταπάτη της ελεύθερης(!) βούλησης να κινεί τα νήματα. Η βία παρουσιάζεται ως μια ενστιγματική κατάσταση, που η αγριότητα της ζωής και της κοινωνίας την τροφοδοτεί και την εμπεδώνει. Ενεργοποιείται από τη δίψα του χρήματος, αλλά πίπτει επί δικαίων (ακόμα και με τα μέτρα αυτών που την ασκούν), και αδίκων, και στρέφεται ανεξέλεγκτα, αναίτια, σπασμωδικά, εναντίον όλων: ανθρώπων, όχι μόνον των άλλων, αλλά γενικώς, ζώων, ακόμα κι ενάντια στην φύση, ωσάν η δύναμή της να μην μπορεί να πειθαρχηθεί ή, πολύ περισσότερο, να κατευνασθεί από την γλώσσα, τον πολιτισμό ή την τρυφεράδα.
Οι ήρωες αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή. Ο Γκλάντον, ηγετική μορφή αυτής της συμμορίας, βουβός τις περισσότερες φορές, με μια θηριώδη αγριότητα, με άλαλη σκληρότητα, με τυφλό θάρρος. Στην ψυχοσύνθεσή της δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε βάθος ή, έστω, κάποια σκέψη. Μόνον μια πεινασμένη πολεμική οξυδέρκεια, ανατριχιαστική, ακόμα κι όταν δεν αφορά την βία απέναντι στον άλλον, αλλά την επιβίωση της ομάδας του.
Η άλλη μορφή, ενδεχομένως η πιο σημαντική από κάποιες απόψεις, είναι ο Δικαστής Χόλντεν, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε πώς και πού άσκησε την δικηγορία, άτριχος, τερατωδών διαστάσεων. Είναι εξαιρετικής μόρφωσης, ευρείας και βαθιάς, με επιστημονικά ενδιαφέροντα και ερευνητική πρακτική και μεθοδικότητα ειδικού: ένα προϊστορικό τέρας, υβρίδιο ζωικής βίας και πνευματικότητας στην πιο καθαρή μορφή της – «ένας πελώριος μεταλλαγμένος». Είναι ο μόνος απ’αυτόν τον εσμό που ξέρει τι του γίνεται και όχι μόνον: έχει στοιχειοθετήσει μια προσέγγιση της βίας, την οποία όχι απλώς την μετατρέπει σε αξία, αλλά την θεωρεί ανεξάρτητη από κοινωνίες, χρόνο, τόπους αξία, που διατρέχει την κλίμακα των τεκταινόμενων στον κόσμο. «Δεν έχει σημασία τι πιστεύουν οι άνθρωποι για τον πόλεμο. Ο πόλεμος είναι αιώνιος. Είναι σαν να ρωτάς τους ανθρώπους τι πιστεύουν για την πέτρα. Ο πόλεμος υπήρχε από πάντα. Πριν υπάρξει ο άνθρωπος, ο πόλεμος ήταν εδώ και τον περίμενε». Αυτό, νομίζω, είναι και το πιο φρικιαστικό: ότι είναι τόσο αδίστακτος και φονικός, επειδή πιστεύει ότι βρίσκεται εντός ορίων απόλυτα φυσιολογικών και άρα απενοχοποιημένων και μη εφάψιμων από τον πολιτισμό ή την ανθρωπινότητα.
Οι άλλοι ήρωες εμφανίζονται μέσα σε μια γκάμα από αδιαφορία, πείνα και ανισορροπία. Οι δόσεις είναι κατά περίπτωση διαφορετικές, πάντα όμως προβάλλει μια αγριότητα που σοκάρει. Αφηγηματολογικά, και απόδειξη μιας συγγραφικής μαστοριάς του υψηλότερου επιπέδου, είναι ότι ενώ αποτελούν ανώνυμα πρόσωπα για κάποια, έως και μεγάλη, έκταση του κειμένου, αίφνης εμφανίζονται επώνυμοι, για να πιάσουν το κορδόνι της ανισόρροπης θηριωδίας και να πάνε την ιστορία παρακάτω. Όλοι τους πάντως εμφανίζονται χωρίς παρελθόν ή με κάποια απίστευτα αχνά ίχνη του.
Ο χαρακτήρας τον οποίο ο ΜακΚάρθι έχει ως τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το στόρι, διότι τη δική του ιστορία παρακολουθούμε όπως είπαμε, είναι το ανώνυμο Παιδί. Για δυο χρόνια είναι με την συμμορία του Γκλάντον, απομακρύνεται απ’αυτήν, συνεχίζει την ζωή του μετατρεπόμενο σε Άντρα, για να καταλήξει σε κάτι που ο αφηγητής αφήνει εκκρεμές, με δεδομένο ότι το μυθιστόρημα ανήκει σ’αυτά του ανοιχτού τέλους. Είναι κυρίως σιωπηλό, ενταγμένο στην ομάδα αλλά και όχι. Διατηρεί μια ιδιοπροσωπία που του επιτρέπει να μην γίνεται όμοιος ή να μπορεί να δείξει, αν όχι τρυφερότητα, μια στοιχειώδη καλοσύνη και οπωσδήποτε κάτι κρατά το χέρι του, όταν είναι να πυροβολήσει — αν και όχι πάντα.
Το κείμενο είναι απίστευτα σκληρό και απαιτεί μεγάλο ψυχικό και πνευματικό κόπο από τον αναγνώστη, καθώς τον φέρνει συνεχώς στην διανοητική κατάσταση του «δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό!». Ο ΜακΚάρθι αναδεικνύεται, δια του ετεροδιηγητικού αφηγητή του, σε αμερόληπτο παρατηρητή της ανθρώπινης κατάστασης. Στο κείμενο ως υποδόριο λίπος μια αίσθηση μηδενισμού δεν σε αφήνει να χαλαρώσεις. Μια βαθιά απαισιοδοξία για τα ανθρώπινα, που είναι αυτά που είναι, γιατί ο άνθρωπος είναι φορέας του άλογου και παράλογου, με αταβιστική συμπεριφορά: ένα θηρίο, ένας Λεβιάθαν έτοιμος να κατασπαράξει, χωρίς να επεξεργαστεί λογικά ή ηθικά την αγριότητά του, ακόμα κι ο πιο ασήμαντος ή ταπεινός. Οι μοναδικές στιγμές καθαρής ανθρώπινης γλυκύτητας και τρυφερότητας (η σκηνή των γυναικών που πλένουν τον ηλίθιο και η σκηνή του κοριτσιού με την λατέρνα που θρηνεί την δολοφονημένη αναίτια [τι πρωτότυπο!] αρκούδα της) αποδίδονται σε γυναίκες, που συνολικά είναι απούσες ως προσωπικότητες και βρίσκονται στην περιοχή της αφωνίας ως υπάρξεις δευτερεύουσες, για φαγητό και σεξ μονάχα.
Ένα άλλο σημείο που αξίζει να μνημονευτεί εδώ είναι ο χειρισμός της φύσης από τον ΜακΚάρθι και η ανάδειξη της περιγραφής σε εκφραστικό τρόπο απίστευτης δύναμης και δυναμικής. Δεν είναι μόνο που ο ΜακΚάρθι εκτελεί κατά γράμμα την υπόδειξη του Τσέχωφ ότι η περιγραφή πρέπει να γεννά εικόνα στο μυαλό του αναγνώστη. Είναι και ότι η φοβερή του δεξιοτεχνία την ανάγει σε χαρακτήρα , που σαν να αυτονομείται, και δρα πάνω στους χαρακτήρες, απελευθερώνοντας, δουλώνοντας, εξουθενώνοντας, συμπιέζοντας, φιλιώνοντάς τους με τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις που εμπλέκονται στην ζωή μας, αλλά η ίδια είναι φυσικά εντελώς αδιάφορη. Οι τόποι που περιγράφονται είναι υπαρκτοί ή ανύπαρκτοι: δεν αντιστοιχούν σε ακριβή τοπογραφία του αμερικανικού Νότου, αλλά σε αυτό που θα μπορούσε να είναι οι τόποι και τα τοπία του μεσημβρινού που υπηρετούν τις ανάγκες της ιστορίας. Γι’ αυτό κιόλας η φύση δίνεται με τόση λεπτομέρεια και εξαντλητική περιγραφή, με τόση αφοσίωση στη διαφορά ανάμεσα στα γεωγραφικά σημεία, ώστε να αρπάζει τον αναγνώστη σ’ένα εξωτικό ταξίδι με μόνη αποσκευή τη γλώσσα. Ζώα, φυτά, πετρώματα και γεωλογικοί σχηματισμοί σε έναν χορό θανάτου και αέναης αναγέννησης, φύσης απόμακρης από την οδύνη ή την χαρά, που αποτελεί όχι το πλαίσιο, μα τον ζωτικό χώρο, τον «κάμπο» της βυζαντινής ζωγραφικής, που πάνω του τοποθετούνται όλα: πρόσωπα, δράση και βούληση.
Το μυθιστόρημα αποτελεί ένα από τα κείμενα στα οποία επιστρέφεις συνεχώς και ο ΜακΚάρθι επιβεβαιώνει ότι οι μεγάλοι συγγραφείς, και οι αντίστοιχοι εικαστικοί και μουσικοί, είναι στην ίδια θέση με τους μεγάλους επιστήμονες και φιλοσόφους σ’ ό,τι αφορά τουλάχιστον την προσφορά τους στη νοηματοδότηση του κόσμου μας.