in

Η δοκιμασία της πληθυντικής Αριστεράς στον καιρό της πολυκρίσης. Του Θωμά Ψήμμα

Δημήτρης Χριστόπουλος, Χρόνια δοκιμασίας, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2025

Ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναμφίβολα από τους συστηματικά πιο ενεργούς και θεωρητικά αρτιότερους δημόσιους διανοούμενους της Αριστεράς στην πληθυντικότητά της. Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως «αριστερός των δικαιωμάτων», έχοντας διατελέσει Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Στο νέο του βιβλίο Χρόνια δοκιμασίας, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, ο Δ. Χριστόπουλος συλλέγει δοκίμια-δημοσιεύσεις της τελευταίας δεκαετίας σε έντυπες και ηλεκτρονικές εκδόσεις, περιηγούμενος μέσα από τη δική του –πάντα θαρραλέα και ακονισμένη- οπτική γωνία στις συνέχειες και τις ασυνέχειες του πολυκρισιακού περιβάλλοντος που δοκιμάζει επίμονα τις αντοχές του φιλελεύθερου, δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου.

Τις αρετές του συγγραφέα-homo politicus συμπυκνώνει υποδειγματικά στα προλεγόμενα του βιβλίου ο φίλος και ιδεολογικός συνοδοιπόρος στον -άοκνο και πάντα ατελή- αγώνα για μια δικαιότερη κοινωνία ισοελεύθερων προσώπων, Στρατής Μπουρνάζος.

Μια πρώτη αξιοσημείωτη αρετή της συλλογής δοκιμίων του Δ. Χριστόπουλου είναι το θεματολογικό εύρος, καθώς αγγίζει σχεδόν το σύνολο των φλεγόντων ζητημάτων σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο (υπονόμευση του κράτους δικαίου, μιλιταροποίηση των διεθνών σχέσεων, ακροδεξιά στροφή των δυτικών κοινωνιών κ.λπ.), μέσα από αληθινές ιστορίες ανθρώπων που αλληλοδιαπλέκονται χωροχρονικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας δεν αρκείται σε μια αμιγώς περιγραφική, γεωπολιτική επισκόπηση της θέσης της Ελλάδας στην Ευρώπη και τον κόσμο, αλλά εκκινεί από την ερμηνευτική προαντίληψη ότι οι διεθνείς σχέσεις αποτελούν το πραγματικό πεδίο εντός του οποίου δοκιμάζεται πλέον όλο και πιο σφοδρά το –ηθικοπολιτικό και κανονιστικό- ανθρωπιστικό υπόβαθρο της διεθνούς κοινότητας.

Η δεύτερη αρετή του συγγραφέα, άρα και του βιβλίου, έγκειται στη –μετριοπαθώς διατυπωμένη- λήψη θέσης επί του πρακτέου, με κρυστάλλινα διαυγή τρόπο, με άμεση και ανεπιτήδευτη εκφορά του λόγου, αποδεικνύοντας ότι η υφολογική μετριοπάθεια δεν είναι συνώνυμη με την περιεχομενική –μεροληπτική υπέρ του εκάστοτε status quo- ουδετερότητα. Με τα δικά του λόγια, «Μετριοπάθεια δεν σημαίνει σιωπή ούτε ίσες αποστάσεις. Σημαίνει την αγωνιώδη προσπάθεια να διακρίνουμε το δίκαιο και το άδικο, σε όλες τις αποχρώσεις τους, και να πάρουμε θέση» (σελ. 243).

Το τρίτο αξιοσημείωτο γνώρισμα των δημόσιων παρεμβάσεων του Δ. Χριστόπουλου είναι ότι κατορθώνει να συναρθρώσει τις οραματικές με τις ρεαλιστικές εκφάνσεις της πολιτικής, την οποία προσεγγίζει όχι ως αφηρημένη ουτοπία αλλά ως εδώ και τώρα παρέμβαση στα κακώς κείμενα της υπαρκτής res publica. Υπό αυτό το πρίσμα, μολονότι αντιτίθεται σθεναρά στον μοιρολατρικό κυνισμό του –βολικότατου για την αυτοδικαίωση των ελίτ- There Is No Alternative, παίρνει ξεκάθαρες αποστάσεις και από μια βολονταριστική, λαϊκιστικού τύπου, απαξίωση των όρων και των ορίων χάραξης και άσκησης δημόσιων πολιτικών. Συνεπώς, αναζητά εναγωνίως εκείνα τα μικρά, προωθητικά, βήματα –τόσο σε θεσμικό όσο και σε κινηματικό επίπεδο-, προκειμένου οι επιμέρους ρωγμές στο ασφυκτικά ηγεμονικό σύστημα κοινωνικοοικονομικής και γεωπολιτικής ισχύος να ενωθούν σαν κομμάτια ενός παζλ προς την χειραφέτηση μιας κοινωνίας ολοένα και χαμηλότερων προσδοκιών.

Συγκροτητικό νήμα της σκέψης και της έγνοιας του συγγραφέα είναι η καθολικότητα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ήτοι η κατοχύρωση και ενάσκησή τους με όρους ίσης ελευθερίας για όλους, με τελολογικό ορίζοντα την καλλιέργεια της –προσωπικής και συλλογικής- αυτενέργειας, άρα και υπευθυνότητας, του αδύναμου μέρους. Όπως εύγλωττα διατυπώνει ο ίδιος,

Ως Αριστερά των δικαιωμάτων αντιλαμβάνομαι τον πολιτικό χώρο που διαλέγει το μέρος του αδύναμου στην εγγενή κοινωνική αντίθεση, ταυτόχρονα όμως αποδίδει αυτοτελή πολιτική και αξιακή σημασία στα δικαιώματα όλων των ανθρώπων, ανεξάρτητα από τη θέση τους στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Μιλώ για δικαιώματα και όχι κεκτημένα, ούτε φυσικά προνόμια. Και το «επιλέγω το μέρος του αδύναμου» δεν συνεπάγεται, βέβαια, ότι ο αδύναμος –αδύναμος είτε από την άποψη του κοινωνικού-πολιτικού κύρους είτε της οικονομικής εξουσίας- έχει πάντα δίκιο, επειδή είναι αδύναμος. Και αυτός πρέπει διαρκώς να τίθεται υπό τη βάσανο της κριτικής, ειδάλλως θα μένει μονίμως ανήλικος και ανώριμος, αδύναμος ων, υπό την πατερναλιστική προστασία αυτών που φέρονται πως τον εκφράζουν (σελ. 168).

Ο μετασχηματισμός των δικαιωμάτων από ιδεατή διακήρυξη σε εφαρμοσμένη πολιτική προϋποθέτει όχι μόνον αναγκαίες συναινέσεις μεταξύ αριστερών και φιλελεύθερων υπέρμαχων της ανοιχτής κοινωνίας απέναντι στους εχθρούς του «δικαιωματισμού», αλλά και απαιτούμενες ρήξεις με την –εξόχως ταξικά μεροληπτική σε συνθήκες ύστερου καπιταλισμού- καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Συνεπώς, το αίτημα καθολίκευσης των δικαιωμάτων επαναφέρει διαρκώς στο προσκήνιο την κατεξοχήν ιδεολογική, διαιρετική τομή της νεωτερικότητας «Αριστερά-Δεξιά». Εδράζεται, λοιπόν, στη δημοκρατία ως μια, θεσμικά διαμεσολαβημένη, συνθήκη αγωνισμού, σε αντίθεση με τις –απενοχοποιητικές για τους ισχυρούς του πλανήτη- προ πολλού και πολλάκις διαψευσμένες δοξασίες περί «τέλους της ιστορίας». Εάν θα ήθελα να σταθώ περισσότερο σε ένα κείμενο από τα πολλά αξιόλογα της εν λόγω συλλογής δοκιμίων θα ήταν αυτό που τιτλοφορείται ««Από τη φιλανθρωπία στη χειραφέτηση: σκέψεις από τη Λέρο για τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών» (σελ. 108 επ.), και το οποίο είχε δημοσιευθεί στο διαδικτυακό περιοδικό chronosmag.eu στις 23 Οκτωβρίου 2018.

Στο συγκεκριμένο δοκίμιο, ο Δ. Χριστόπουλος εκκινεί από τη Λέρο ως τόπο-case study, όπου η κυρίαρχη εξουσία ασκεί βιοπολιτικά επί ευάλωτων σωμάτων το καθεστώς εξαίρεσης. Έτσι, η «αναμόρφωση» των παιδιών των πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα των «εθνικοφρόνων» αμέσως μετά τον Εμφύλιο, ο εγκλεισμός των ψυχοπαθών συνανθρώπων μας από το 1958, η εκτόπιση των αντιφρονούντων επί Χούντας, το hot spot για μετανάστες και πρόσφυγες μετά τη ντροπιαστική Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας το 2016, συγκροτούν έναν κοινό χώρο αποκλεισμού των εκάστοτε «αποκλινόντων από τον εθνικό κορμό», αυτών δηλαδή που δεν «συμμορφώνονται» με έναν μέσο όρο «κανονικότητας».

Στις σελίδες του εν λόγω κειμένου-ομιλίας, ο συγγραφέας μέσα από τις εμπειρικές- ιστορικές προσλαμβάνουσες ανιχνεύει μια de lege ferenda εναλλακτική πολιτική προσέγγιση των ανθρώπων που νοσούν ψυχικά και των εν γένει αδύναμων του κοινωνικού (ή «εθνικού» με τη συμπεριληπτική του όρου έννοια) κορμού. Για τον Δ. Χριστόπουλο, ο αγώνας κατά της ευαλωτότητας δεν έγκειται σε μια – ποσοτικοποιημένη- διαχείριση της ακραίας αναξιοπρέπειας, αλλά δέον να έχει στο επίκεντρό του τον «ποιοτικό μετασχηματισμό της ταυτότητας του πολίτη: ένα νέο «εμείς» (σελ. 111), να αποτελέσει δηλαδή «πρακτική χειραφέτησης της ιδιότητας του ανήκειν σε μια πολιτική κοινότητα» (σελ. 109).

Η εμμονή στο concept της «ευαλωτότητας» εγκλωβίζει τα άτομα και τις μειονότητες που βρίσκονται σε θέση outsider σε status πατερναλιστικής εξάρτησης από τις φιλανθρωπικές διαθέσεις του –ολοένα και πιο εχθρικού- Κράτους και της –ολοένα και πιο αδιάφορης- κοινωνίας των πολιτών. Το discourse περί δικαιωμάτων των μειονοτήτων δύναται να υπηρετήσει ένα χειραφετητικό πρόταγμα μόνον εάν αξιώνει την αναδιανομή ισχύος και κύρους στις βαθιά άνισες πολιτικές κοινότητές μας, δηλαδή τη μετατροπή της τυπικής-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε ουσιαστική- συμμετοχική δημοκρατία μέσα από την ανάδειξη της παραπληρωματικότητας των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Με τη λακωνικά περιεκτική διατύπωση του ίδιου του συγγραφέα, «Κοινωνικά δικαιώματα χωρίς ατομικά είναι αφόρητος πατερναλισμός, ενώ ατομικά χωρίς κοινωνικά ανέξοδη ρητορεία» (σελ. 111).

Εν κατακλείδι, στο επιλογικό μέρος του βιβλίου, ο Δ. Χριστόπουλος θέτει ερωτήματα σε μια εποχή κατάρρευσης των –πάλαι ποτέ γραμμικά αισιόδοξων- βεβαιοτήτων της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η κυριότερη ανησυχία που εκφράζει είναι μήπως ο διαιωνισμός των κρισιακών καταστάσεων της νεοφιλελεύθερης μεταδημοκρατίας δεν είναι εντέλει μια κατάσταση εξαίρεσης, αλλά συνιστά μετάβαση προς ένα νέο μοντέλο αντιφιλελεύθερης αυταρχίας. Προς επίρρωση της ανωτέρω βάσιμης ανησυχίας επισημαίνει, αφενός, ότι ο καπιταλισμός και η δημοκρατία δεν δρουν αναγκαίως συμπληρωματικά, αλλά υπερκαπιταλιστικά μοντέλα ανάπτυξης μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν με δικτατορικά πολιτικά καθεστώτα. Αφετέρου, με αυτοκριτική διάθεση, παρατηρεί τα στρατηγικά αδιέξοδα της πληθυντικής Αριστεράς, η οποία, από τη μια, πανηγυρίζει σποραδικές, αμελητέες νίκες χωρίς να διαθέτει συνεκτικό αφήγημα για μια άλλη κοινωνία, και, από την άλλη, κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε ένα πλανευτικό, οιονεί μεσσιανικό δικό της «τέλος της ιστορίας» χωρίς ώσμωση με την –ολοένα και πιο σύνθετη- κοινωνική πραγματικότητα.

Ο Θωμάς Ψήμμας είναι δρ. Φιλοσοφίας του Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ. Στη στήλη alter-βιβλίο έχει δημοσιευτεί επίσης κείμενο του Χρήστου Λάσκου για το ίδιο βιβλίο (εδώ).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το ελληνικό κράτος γυρνά στην πλάτη σε όσους έδωσαν τη ζωή τους για την ανάπτυξη του. Του Ελσόν Ζγκούρη

Anopolis World Music Festival 2025