Daniel Bensaid, Δυνάμεις του Κομμουνισμού, μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος, Επέκεινα 2025, σελ. 120,
Το πρόβλημα σήμερα έγκειται στο […] κατά πόσο είναι επιθυμητή η επανάσταση
Μισέλ Φουκώ
Να, πώς θέτει ο περισσότερο ίσως επιδραστικός διανοούμενος του τελευταίου τέταρτου -έως και σήμερα- του προηγούμενου αιώνα το μείζον ζήτημα της εποχής μας: το ζήτημα της επανάστασης ή, καλύτερα, το ζήτημα της έκλειψης μιας οποιασδήποτε επαναστατικής προοπτικής. Και, επιπλέον: “Εδώ και 120 χρόνια, είναι η πρώτη φορά που δεν υπάρχει πλέον επί γης ούτε ένα σημείο από όπου θα μπορούσε να ξεπηδήσει το φως μιας προσμονής. Δεν υπάρχει πλέον προσανατολισμός”.
Γιατί, όμως, το ερώτημα είναι αν είναι επιθυμητή η επανάσταση; Και όχι δυνατή. Ή επίκαιρη. Ή αναγκαία. Ή όχι αναγκαία.
Εν τέλει, έχω την εντύπωση, ότι το ερώτημα, για τον Φουκώ, είναι αν “ένας άλλος είναι εφικτός”. Και, εκεί στα τέλη του ’70, αρχές ’80, έχει και την απάντηση: ένας άλλος κόσμος δεν είναι εφικτός. Αυτό το διακύβευμα έχει περάσει στις δέλτους της ιστορίας. Δεν αφορά τη συγχρονία της εποχής μας.
Η επανάσταση ανάγεται σε μια υπόθεση υποκειμενικής επιθυμητότητας. Και η κρίση είναι σαφής και οριστική: η επανάσταση δεν είναι επιθυμητή.
Δεν είναι επιθυμητή στη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων. Αυτών, που “θα την πραγματοποιούσαν”.
Κυρίως, όμως, ίσως δεν είναι επιθυμητή στον ίδιο. Έτσι κι αλλιώς, οι οικουμενικές απαιτήσεις της επανάστασης είναι, με τον τρόπο τους, “ολοκληρωτικές”. Η ιρανική επανάσταση ήταν μια περίπτωση, που διέρρηξε τη συνήθη νεωτερική τροπή των επαναστάσεων -κι ο Φουκώ γι’ αυτό την υποστήριξε: οι Ιρανοί “δεν έχουν το ίδιο καθεστώς αλήθειας με εμάς”, “δεν θα υπάρξει κόμμα του Χομεϊνί”, “δεν θα υπάρξει χομεϊνιστική κυβέρνηση”. Την υποστήριξε κάνοντας δουλειά διανοούμενου, δηλαδή, δουλειά δημοσιογράφου -για να θυμηθούμε ένα δικό του αφορισμό.
Η αποτυχία αυτής της, γι’ άλλη μια φορά, “ιδιόρρυθμης” επιλογής του δεν τον ώθησε να επανέλθει στον στοχασμό αναφορικά με τις μεγάλες πραγματικές επαναστάσεις, αλλά να αφήσει, όπως και ο Ντελέζ, οριστικά την “μεγάλη ”ιστορία για το «συμβάν», τόσο ολοκληρωτικά αποκομμένο από τις συνθήκες δυνατότητάς του, που να μοιάζει σαν το θαύμα στη θεολογία.
Και το κράτος; Η εξουσία; Τι κάνουμε με αυτά;
Ποιο κράτος; Ποια εξουσία; Αυτό που υπάρχει είναι όχι εξουσία, αλλά εξουσίες.
Πού καταλήγει όλο αυτό, που έχει επιδράσει καθοριστικά στον τρόπο που σκέφτονται και δρουν οι “εξεγερμένοι”, έκτοτε; Να πώς το θέτει ο Μπενσαΐντ: «Αντί η επαναστατική σκέψη να επιχειρήσει να υπερβεί την κρίση της μέσα από την επέκταση της διαρκούς επανάστασης, στον χρόνο και τον χώρο, έτεινε αντιθέτως, στο κατώφλι της δεκαετίας του ’80, να συρρικνωθεί και να αναχθεί στις μοριακές επαναστάσεις […] της καθημερινής ζωής. Ο Φουκώ παρηγορεί τον εαυτό του για τις επαναστάσεις που χάθηκαν, καθώς στοχάζεται την επανάσταση “όχι απλώς ως ένα πολιτικό σχέδιο, αλλά ως ύφος, ως τρόπο ύπαρξης, με την αισθητική του, τον ασκητισμό του, τις ιδιαίτερες μορφές σχέσης με τον εαυτό και τους άλλους”. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για μια μινιμαλιστική επανάσταση, που έχει αναχθεί σε ένα ύφος και μια αισθητική, χωρίς καμιά πολιτική φιλοδοξία. Ο δρόμος έχει ανοίξει κατά το ήμισυ για εξεγέρσεις μικρής κλίμακας και τις λεπτές μεταμοντέρνες ηδονές» (σελ. 99).
Επέλεξα να ξεκινήσω με το τελευταίο από τα τέσσερα κείμενα, που συγκροτούν αυτό το πολύ μικρό βιβλιαράκι, γιατί, όπως ήδη είπα, ζούμε από πολύ καιρό σε μια εποχή, όπου ο Φουκώ και οι επίγονοί του θέτουν την ατζέντα για κάθε «ριζοσπαστισμό». Και είναι γι’ αυτό που οι σκέψεις του Μπενσαΐντ, στις “(Α)πολιτικές του Φουκώ”, δημοσιευμένες το 2004 -στην κορύφωση του αντιπολεμικού και του αντιπαγκοσμιοποιητικού, πολύ καθολικού και καθόλου μοριακού, κινήματος, που ξεκίνησε στο Σιάτλ- είναι πολύτιμες. Γιατί η “αναζήτηση της προσωπικής αυθεντικότητας” και η “επιμέλεια εαυτού” δύσκολα μπορεί να τα βάλει με τον Τραμπ και τον πλουτοφασισμό. Εξίσου δύσκολο δε είναι να τα επιδιώξεις, όταν ανήκεις στο προλεταριάτο και στο πρεκαριάτο. Για να το θέσω, όπως το καταλαβαίνω και με πιο άμεσους χρονικά όρους, η σκέψη της Μπάτλερ είναι αναντικατάστατη ως στήριγμα για πολλούς ανθρώπους, που υφίστανται απαράδεκτη κακοποίηση, αλλά, νομίζω, η σκέψη του Μαρξ, ακριβώς επειδή είναι “οικουμενιστική”, έχει περισσότερες πιθανότητες να δώσει οριστική λύση.
Όπως είναι φανερό, ο Μπενσαΐντ νοιάζεται να σκεφτεί την επανάσταση στον ενικό. Κι όταν μιλάει για επαναστάσεις στον πληθυντικό, αυτό που εννοεί είναι οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές επαναστάσεις, που “αλλάζουν τον κόσμο μου” στο μέτρο “που αλλάζουν τον κόσμο”.
Θα αναμετρηθεί, γι’ αυτόν τον λόγο, και με άλλους στοχαστές, που επηρέασαν, στη διάρκεια του 20ου αιώνα, την σκέψη για την επανάσταση. Τον Πολιτζέρ, τον Αλτουσέρ, τον Λεφέβρ (“Πρόσωπα και αντικατοπτρισμοί του γαλλικού μαρξισμού”), τον Ερνέστ Μαντέλ (“Τριάντα χρόνια μετά”).
Υπήρξα από μικρός, από τη δεκαετία του ’80, “αλτουσεριστής”. Ο τρόπος που καταλάβαινα το έργο του Αλτουσέρ, ήταν στο πλαίσιο ενός σκληρού δομισμού, η καταστατική πρόταση του οποίου ήταν πως η ιστορία είναι “διαδικασία χωρίς υποκείμενο και τέλος”, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των παρεκκλίσεων του μαρξισμού του 20ου αιώνα θεωρούταν πως προέκυπτε από την κατίσχυση του “ανθρωπισμού”, της μεταφυσικής του αυτόνομου υποκειμένου και της ανθρώπινης “φύσης” του. Συνεχίζω να πιστεύω πως ο Λουί Αλτουσέρ και το έργο του είναι εξαιρετική μηχανή σκέψης -δεν θεωρώ, ωστόσο, πια πως είναι πολιτικά τόσο χρήσιμος όσο τότε. Παραμένει, αλλά όχι τόσο. Η κριτική του Μπενσαΐντ, από το μακρινό 1993, είναι πολύ σκληρή, αλλά έντιμη. Ενώ έχει δίκιο πως η “θεωρητική ταξική πάλη” έχει νόημα μόνο ως τμήμα της σύνολης ταξικής πάλης, αδικεί -λίγο, αλλά σημαντικά- τον Αλτουσέρ και την ιδέα του για την, σχετικά αυτόνομη, δράση της φιλοσοφίας ως ταξικής πάλης στο πεδίο της θεωρίας. Όσο κι αν δικαιούται να αποδίδει στον Αλτουσέρ δειλία -ή κάτι χειρότερο- απέναντι στον σταλινισμό (και τα “λάθη” του) δεν γίνεται να μην θυμόμαστε την στάση του σπουδαίου Γάλλου μαρξιστή απέναντι στη καθοριστική στροφή του κομμουνιστικού κινήματος στην κατεύθυνση μιας ευρωαριστεράς, που σήμανε ένα τρομερό χτύπημα στο επαναστατικό κίνημα. Αφήνοντας στην άκρη τον παρωχημένο χαρακτήρα της ονοματολογίας, η υπεράσπιση, από τους “αλτουσεριστές”, της “δικτατορίας του προλεταριάτου” ήταν μια -απέλπιδα;- προσπάθεια για τη διατήρηση του επαναστατικού προσανατολισμού, όχι πια απέναντι στο “ρεφορμισμό”, αλλά απέναντι στην προϊούσα προσχώρηση των εργατικών κομμάτων στον “ήπιο” νεοφιλελευθερισμό.
Νομίζω ότι ο Μπενσαΐντ έχει δίκιο σε πολλά στην κριτική του. Η στροφή, άλλωστε, του ίδιου του Αλτουσέρ προς τον “υλισμό του αστάθμητου” συνιστά, με τον τρόπο της, επιβεβαίωση του δίκιου του αυτού.
Δεν θα αναφερθώ στον Πολιτζέρ και στον Λεφέβρ. Δεν γίνονται όλα σε ένα κείμενο λίγων λέξεων. Το άρθρο για τον Μαντέλ, γραμμένο το 2007, όμως, δεν μπορεί να μην πάρει την θέση του στο σχολιασμό.
Ο Μπενσαΐντ επανέρχεται “Τριάντα χρόνια μετά”, στην Εισαγωγή στον μαρξισμό του σπουδαίου Βέλγου, για να την κρίνει υπό την οπτική των χρόνων που πέρασαν και του νερού που κύλησε στο ποτάμι της ιστορίας. Έχει νόημα; Απολύτως. Γιατί τα “παλιά” κείμενα, όταν είναι σημαντικά, μιλούν ακόμα. Δείχνουν, από κάποιες απόψεις, γιατί τα πράγματα έγιναν όπως έγιναν και δίνουν τη δυνατότητα να σκεφτούμε τι θα σήμαινε “να ήταν αλλιώς” τα περιεχόμενά τους.
Όταν, όπως επισημαίνει ο Μπενσαΐντ, ο Μαντέλ, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους μαρξιστές, υποτιμά τον κίνδυνο οικολογικής κατάρρευσης ή συνδέει τον κομμουνισμό με την απόλυτη προϋπόθεση της “αφθονίας”, όταν, σε μια περίοδο έκρηξης του φεμινιστικού κινήματος, το “γυναικείο ζήτημα” είναι απόν από την παρουσίαση, τότε είναι φανερό πως ο “μαρξισμός της εποχής μας” είχε πολλά κουσούρια.
Εξαιρετική, στη βάση, μάλιστα, της μετά το 1989 εμπειρίας είναι και η πλήρης αποδόμηση της παραδοσιακής τεταρτοδιεθνιστικής ανάλυσης του “(αν)ύπαρκτου σοσιαλισμού”. Η οποία δείχνει πειστικά πόσο η ΕΣΣΔ δεν ήταν ένα είδος –“εκφυλισμένου”, έστω- εργατικού κράτους, σε –“μπλοκαρισμένη”, έστω- μεταβατική φάση προς τον σοσιαλισμό, αλλά μια ταξική κοινωνία με τα όλα της. Το γεγονός πως, κατά την πτώση της, δεν βρέθηκε άνθρωπος να την υπερασπιστεί, το γεγονός πως η “γραφειοκρατία” μετατράπηκε, σε χρόνο ρεκόρ, σε μια καπιταλιστική μαφία πρωτοφανούς αγριότητας είναι η καλύτερη απόδειξη.
***
Ας έρθουμε, όμως, στο πρώτο άρθρο του βιβλίου, που δίνει και τον τίτλο του: “Δυνάμεις του κομμουνισμού -Τίνος πράγματος όνομα είναι ο κομμουνισμός;”.
Τι είναι, λοιπόν, ο κομμουνισμός;
Ουτοπία; Όραμα; Ρυθμιστική ιδέα; Ένας ορίζοντας, που διαρκώς απομακρύνεται, γεμίζοντας, όμως, τον δρόμο με «αγαθά» για την ανθρωπότητα;
Είναι στόχος; Ή μόνο δρόμος;
Είναι η “πραγματική δημοκρατία”; Η άρνηση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής; Η κοινωνικοποίησή τους και η μετατροπή του σε κοινά;
Το βασίλειο της ελευθερίας μετά από το βασίλειο της ανάγκης;
Η κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών;
Όπου η ελευθερία της καθεμιάς είναι όρος για την ελευθερία όλων;
Είναι ο κομμουνισμός η κίνηση που καταργεί την εγκαθιδρυμένη κατάσταση των πραγμάτων;
Οι Δυνάμεις του κομμουνισμού παίρνουν θέση ως προς κάποια από αυτά.
Ο Μπενσαΐντ, λοιπόν, το 2009, λίγους μήνες πριν από τον πρόωρο θάνατό του, δηλώνει πως, αν και από τις μαγαρισμένες λέξεις -σοσιαλισμός, κομμουνισμός, σοσιαλδημοκρατία- ο κομμουνισμός είναι αυτός που υπέστη την πιο μεγάλη καταστροφή, παρ’ όλα αυτά είναι η καλύτερη λέξη για να περιγράψει τη χειραφέτηση και το δρόμο γι’ αυτή.
Δεν είμαι σίγουρος. Ειδικά όταν ο πολιτικός Λεβιάθαν, που “οδηγεί στο μέλλον” την εντελώς αυταρχική κρατικοκαπιταλιστική Κίνα, λέγεται κι αυτός “κομμουνιστικός”.
Η -εκ Τρικάλων ορμώμενες- καλές εκδόσεις Επέκεινα μας προσφέρουν ένα ακόμη πολιτικό και θεωρητικό δώρο. Η μετάφραση του Τάσου Μπέτζελου στο ύψος της δεινότητάς του.
Πρόκειται, κι ας φαίνεται παράδοξο, για ένα καλοκαιρινό ανάγνωσμα.