Μπενχαμίν Λαμπατούτ, Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο (2022) — Ο λίθος της τρέλας (2022) — MANIAC (2023) (μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου), Εκδόσεις Δώμα
Παρότι παγκόσμιο φαινόμενο, μεταφρασμένος στην Ελλάδα από το 2022 και προσκεκλημένος στην ωνάσεια στέγη τον Μάιο του ‘25, ο Λαμπατούτ δεν μου ήταν γνωστός. Μου τον σύστησε φίλος στενός, που και σε αυτόν τον είχε δωρίσει ο γιος του, Αναστάσιος Ανδρονίδης – ένας ανάμεσα στους λίγους παγκοσμίως που ασχολείται με τη βασική έρευνα γύρω από την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Εκ των υστέρων μου φάνηκε να επιβεβαιώνεται ο Λαμπατούτ για τον τρόμο που μου ενέσπειρε, καθώς τον διάβαζα: τον τρόμο για την πληροφορία και την διαχείρισή της, την ασημαντότητα της ανθρώπινης μονάδας και την αδυναμία να ζήσουμε με έναν πλήρη τρόπο την εποχή μας.
Ο Λαμπατούτ έχει γράψει πέντε βιβλία, αλλά στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τα τρία από αυτά: το «Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο» , «Ο λίθος της τρέλας» και το «ΜANIAC». Ιδίως το «Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο» και το «ΜANIAC» είναι κείμενα μη κατατάξιμα ειδολογικά, αν και ανήκουν σε αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν με τον συμπεριληπτικό όρο “fiction” – λογοτεχνία για μας. Αποτελούν υβρίδια που κινούνται με την κίνηση του ηλεκτρονίου, απρόβλεπτα προς διάφορες κατευθύνσεις – χρειάζονται τον παρατηρητή και την ανά σελίδα πρόσληψή του για να καταταγούν. Είναι επιστημονικά δοκίμια, βιογραφία και μυθιστορηματική βιογραφία, δοκίμιο, ιστορία της επιστήμης και καθαρή μυθοπλασία. Όλα, όμως, λογοτεχνία υψηλή, δυνατή και μαγευτική.
Το «Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο» (ο ισπανικός τίτλος «Un verdor terrible», μια τρομακτική πρασινάδα, μου φαίνεται πιο ερεθιστικός και πιο ανοιχτός στην μυθοπλασία) πραγματεύεται ό,τι διακηρύσσει: όταν σταματάμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο… Πότε συμβαίνει; Και ταυτόχρονα, τι συμβαίνει; Το ερώτημα δεν επιχειρεί να το απαντήσει σα να έγραφε ένα αναλυτικό δοκίμιο φιλοσοφίας, αλλά σαν γνήσιος αρτίστας: μέσα από την περίπτωση του Χάμπερ, εφευρέτη του πολέμου των αερίων της μουστάρδας (που σκόρπισε το θανατικό στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), της χρήσης του αζώτου ως λιπάσματος (που έσωσε εκατομμύρια σε όλον τον πλανήτη από την πείνα) και του Zyklon-A (του αερίου που ως Zyklon-B θα σκοτώσει εκατομμύρια στο Άουσβιτς και το Μαουτχάουζεν). Ακόμη εξετάζει την περίπτωση του Σβάρτσιλντ, που με την περίφημη εξίσωσή του βάζει στο ταμπλό της γνώσης μας για τον κόσμο τις μαύρες τρύπες, οι οποίες με την singularity τους μας οδηγούν κατευθείαν στην άβυσσο του θεμελιωδώς και παντοτινά μη γνώσιμου. Επόμενη περίπτωση, ο μέγας Χαϊζεμπεργκ, που συνομιλεί με τον άλλο μεγάλο, τον Έρβιν Σραίντιγκερ. Στον έναν οφείλουμε την αρχή της αβεβαιότητας. Στον άλλο, την περίφημη εξίσωση της κυματοσυνάρτησης. Συλλήψεις, και οι δυο, σε καταστάσεις πλήρους πνευματικής έκστασης, που αποδίδονται αριστοτεχνικά. Κι οι δυο φέρνουν στην γνώση μας το μη προβλέψιμο, αφού, σε υποατομικό επίπεδο, η πιθανότητα βασιλεύει. Τέλος, ο Λαμπατούτ καταπιάνεται με τον ιδιόμορφο μαθηματικό Σινίτσι Μοσιτζούκι, σύγχρονό μας, που διατείνεται ότι έλυσε το θεώρημα a+b=c και είδε την «καρδιά της καρδιάς» του Αλεξάντρ Γκρότεντικ, μαθηματικής ιδιοφυΐας των καιρών μας, έξαλλα αποσυρμένου σε μια ασκητική μοναχικότητα, συνθλιμμένου από την θέαση του μη θεατού (εκείνου που, παρότι είναι δυνατόν, δεν πρέπει να ιδωθεί). Αναδύεται μέσα από το έργο τους ο αρχέγονος τρόμος ότι ο εύτακτος κόσμος της Λογικής είναι, δυστυχώς για μας, ανύπαρκτος. Τέλος με μια γνήσια καλλιτεχνική γυρισιά μας μεταφέρει στην Χιλή των Άνδεων, στην περιοχή ενός αυτοβιογραφικού ξέφωτου με τον παράξενο χαρακτήρα του νυχτερινού κηπουρού.
Στο «ΜANIAC», ο Λαμπατούτ με άξονα την εξέχουσα περίπτωση του Τζον φον Νόιμαν –κρίσιμος σύμβουλος και στο Manhattan Project και σε πολλά άλλα σχέδια– επεξεργάζεται την ιδέα της δημιουργίας ενός κόσμου, του ψηφιακού, και των νοητικών δυνατοτήτων που συνεπάγεται. Ο «ΜANIAC» (Mathematical Analyzer, Numerical Integrator and Computer), είναι ο πρώτος υπολογιστής, φτιαγμένος από την μεγαλοφυΐα του φον Νόιμαν, κατασκευασμένος για να πραγματοποιήσει τους απαιτητικούς υπολογισμούς για την κατασκευή της βόμβας υδρογόνου, αλλά ταυτόχρονα κι ένα «πειραματόζωο» για την διερεύνηση της δημιουργίας ψηφιακής ζωής/νοημοσύνης. Ο συγγραφέας μας επιστρέφει στις απαρχές αυτού που σήμερα αποτελεί την καθημερινότητά μας: τα θεμέλια του υπολογιστικού/πληροφοριακού μας κόσμου. Εδώ ο Λαμπατούτ, χρησιμοποιώντας το τέχνασμα των διαφορετικών εστιάσεων με τις φωνές των φίλων, συνεργατών, ανταγωνιστών, οικογένειας του φον Νόιμαν, αποκαλύπτει την αντιφατική ιδιοφυΐα του, που με απόλυτα λογοκρατική ψυχρότητα αντιμετώπιζε τη ζωή, τον πόνο και τον θάνατο των άλλων ως απλώς συμβάντα ηθικώς αβαρή, για να φτάσει στο τέλος της ζωής του βιώνοντας έναν μαρτυρικό θάνατο να αναρωτιέται για τον πόνο που προκάλεσε και τα θηρία της Αποκάλυψης που απελευθέρωσε. Από τον ΜANIAC φτάσαμε σήμερα στην ΑΙ, αφού πρώτα το μηχάνημα έμαθε να παίζει, όπως προφήτεψε ο φον Νόιμαν (λίγο πριν πεθάνει ο φον Νόιμαν ρωτήθηκε τι θα έπρεπε να κάνει ένας υπολογιστής για να συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος: «να καταλαβαίνει την γλώσσα, να διαβάζει, να γράφει, να μιλάει και να παίζει σαν παιδί» απάντησε) νικώντας με εμπνευσμένες κινήσεις πρωταθλητές του εξαιρετικά περίπλοκου παιχνιδιού, του γκο, που παίζεται και με το πίσω μέρος του μυαλού μας, τη διαίσθηση δηλαδή, κι όχι μόνο με το μπροστινό, δηλαδή την λογική. Οι σελίδες των αγώνων ανάμεσα στον άνθρωπο και την μηχανή είναι σπαρταριστής αγωνίας και, σε μένα τουλάχιστον, αφήνουν μια πικρή αίσθηση ήττας και ανημπόριας για την ανθρωπινότητα/ανθρωπότητα.
Στην πραγματικότητα, με εργαλείο την τέχνη, ο Λαμπατούτ επιχειρεί να εξερευνήσει και να διερευνήσει τα όρια της σκέψης μέσα από τα πιο σπουδαία μυαλά της ανθρωπότητας (και στα δυο έργα περνούν από μπροστά μας όλες οι συνθλιπτικές διάνοιες του 20ού αιώνα: ο Χίλμπερτ, ο Μπορ, ο Αϊνστάιν, ο Γκαίντελ, ο Φάινμαν, ο Τούρινγκ κ.α) και βλέπουμε τι συμβαίνει σε αυτούς τους ανθρώπους όταν έρχονται αντιμέτωποι με την άβυσσο που ανοίγεται στα όριά της. Δίπλα σε αυτούς, όμως, κινούμαστε και όλοι οι υπόλοιποι που προσπαθούμε να προσεγγίσουμε τα επιτεύγματα της επιστήμης και χρησιμοποιούμε, χωρίς να κατανοούμε, τα επιτεύγματα της τεχνολογίας.
Κατά τη σαφή δήλωσή του στον Μπράιαν Γκρην, οι ανθρώπινες υπάρξεις δεν μπορούν να απαντήσουν σε μια σειρά ερωτημάτων – ούτε όμως και η τέχνη. Μπορεί μόνον η επιστήμη με την χρήση της τεχνολογίας. Τότε τι χρειαζόμαστε την τέχνη; Να δώσει ανθρώπινο σχήμα στον κόσμο μας, λέει ο Λαμπατούτ, γιατί εμείς ως ανθρώπινες υπάρξεις αυτή την ανάγκη έχουμε. Να δίνουμε ανθρώπινο σχήμα στον κόσμο μας και να στήνουμε την κατανόησή του, απελευθερώνοντας αυτό το περίπλοκο μίγμα ορθολογισμού και ανορθολογισμού που μας χαρακτηρίζει. Έτσι η τέχνη, η «τρελή μεγαλύτερη αδελφή της επιστήμης», που δεν περιορίζεται από την δέσμευση της επιστήμης να υπηρετήσει την αλήθεια, γίνεται με τη σειρά της ο ένας από τους δυο τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι θεμελιώνουν μια αίσθηση κι αντίληψη του κόσμου τους και του εαυτού τους.
«Ο λίθος της τρέλας» είναι κείμενο γραμμένο ως επιμύθιο στο «όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο». Μ’ αυτήν την έννοια, ο Λαμπατούτ επιχειρεί να δώσει απαντήσεις που έθεσαν οι αναγνώστες του και που ο συγγραφέας θεωρεί ότι πρέπει να απαντηθούν. Στον «λίθο της τρέλας» (τίτλο που δανείζεται ο συγγραφέας από τον περίπου ομώνυμο πίνακα του Ιερώνυμου Μπος, τον οποίο και αναλύει), ο Λαμπατούτ, με μότο την αθάνατη σκέψη του Γκράμσι για την μεσοβασιλεία, όπου το παλιό δεν έχει πεθάνει ακόμη και το νέο δεν έχει γεννηθεί, διερευνά λογοτεχνικά τον κόσμο από την τερατώδη όψη του ακατανόητου και της τρέλας. Το κείμενο είναι μάλλον ένα στοχαστικό δοκίμιο πάνω στην τρέλα και το ανορθολογικό, με πολιτικό προσανατολισμό, χαρακτήρα μαρτυρίας σε μεγάλο μέρος του, και αυτοβιογραφικές πινελιές σε ικανές δόσεις. Ο κόσμος μας, ένας κόσμος όπου τα θαύματα της επιστήμης και της τεχνολογίας μας φαίνονται απίστευτα και, ταυτόχρονα, ένας κόσμος νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και παντοδύναμων εταιριών, ένας κόσμος άξενος για τις ανθρώπινες υπάρξεις, άφιλος για τις ψυχές τους, ασύλληπτος για το πνεύμα τους –ένας κόσμος ελληνιστικός, ακατανόητος για τον πολίτη της πόλης- κράτους, για να κάνουμε έναν ιστορικό παραλληλισμό–, στη σημερινή εκδοχή του ενεργοποιεί την ανάγκη για αλλαγή.
Στην επεξεργασία των παραπάνω, ο Λαμπατούτ καταφεύγει στην περίπτωση της «Χιλιανής Άνοιξης», προκειμένου να εμβαθύνει στο αίσθημα δυσφορίας απέναντι στον κόσμο που γεννά η αδυναμία να κατανοήσουμε την πραγματικότητα. Ταυτιζόμενος με τον Μ. Φίσερ ως προς τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές πηγές αυτής της δυσφορίας, που σχετίζονται με τον χαρακτήρα του καπιταλισμού ως νεοφιλελευθερισμού, ο Λαμπατούτ εισάγει στον προβληματισμό μας την αδυναμία σύνταξης μιας ικανοποιητικής αφήγησης για τον κόσμο: μιας αφήγησης ικανής να πλάσει με λέξεις μια πειστική εικόνα για τον κόσμο και ταυτόχρονα να νοηματοδοτήσει το σύνολο της ύπαρξής μας, απομακρύνοντάς μας από το χάος. Οι απόπειρες, όμως, αυτές προς το παρόν αποσυντίθενται από μια διαλυμένη όραση επί του κόσμου, που αφήνει τις ψυχές άνυδρες και χαμένες. Μοιάζει σαν η πανάρχαια θεότητα, αυτός ο αρχέγονος τρόμος του Λάβκραφτ, να μας απειλεί πραγματικά, και σαν οι ναρκογενείς κόσμοι του Φ. Ντικ να αναδύονται ως εφιαλτικές δυνατότητες.
Και τα τρία έργα έχει μεταφράσει εξαιρετικά η Αγγελική Βασιλάκου: παρότι η πληθωρική χρήση επιστημονικών όρων δίπλα σε γνήσια λογοτεχνική γλώσσα καθιστά το μεταφραστικό εγχείρημα δυσκολότερο, η επιτυχία της είναι απόλυτη.
Από τα τρία κείμενα αναβλύζει η μαγεία της λογοτεχνίας και προβάλλει ένα νέο είδος, ένα υβρίδιο, ανταποκρινόμενο ευθέως στην περίπλοκη και χαώδη εποχή μας.