Mark Fisher, Το αλλόκοτο και το απόκοσμο (μτφρ.: Αλέξανδρος Παπαγεωργίου), Αντίποδες 2023
Στη συγκεκριμένη συλλογή κριτικών δοκιμίων για εκδοχές του αλλόκοτου και του απόκοσμου, που αποτελούν ένα ενιαίο έργο, ο Μαρκ Φίσερ διερευνά τις δυο έννοιες ως ιδιαίτερα είδη αισθητικής εμπειρίας που παράγει βίωμα, ψυχική και συναισθηματική συνθήκη, όπως αυτές αναδύονται μέσα από έργα της λογοτεχνίας, της μουσικής και του κινηματογράφου στην περιοχή του φανταστικού, του τρόμου, του γκόθικ, της επιστημονικής φαντασίας και της ψυχεδέλειας. Η γκάμα των έργων στα οποία καταφεύγει είναι πλούσια. Πρόκειται εν μέρει για εκφράσεις της ποπ κουλτούρας, αντικειμένου του έντονου ενδιαφέροντος του Φίσερ, με άξονα την αγγλοσαξονική παραγωγή ιδίως τη βρετανική. Μου φαίνεται εξαιρετικό ότι ο Φίσερ ασχολήθηκε με αυτές τις έννοιες και μ’ αυτά τα έργα, που για τον χώρο της λογοτεχνίας τουλάχιστον, είναι σε μεγάλο βαθμό παραγνωρισμένα.
Το ενδιαφέρον του Φίσερ δεν είναι ακαδημαϊκό ή κριτικό στο πλαίσιο μόνον μιας πολιτιστικής κριτικής. Ο Φίσερ προσδιορίζει τις δυο έννοιες, όπως αυτές πραγματώνονται στα έργα που επέλεξε, αλλά στην πραγματικότητα διερευνά τις όψεις των δυο εννοιών με μια πολιτική επικέντρωση. Επειδή τα έργα αυτά προσφέρουν οπτικές του κόσμου και της βίωσής του (επομένως της αφομοίωσής του από την ψυχική μονάδα), στην πραγματικότητα δίνουν τη δυνατότητα στον δέκτη του έργου, κατά την πρόσληψή του και τη μετέπειτα επεξεργασία του, να φανταστεί διαφορετικούς κόσμους και διαφορετικές εναλλακτικές ύπαρξης πέρα και έξω από τον καπιταλισμό: ο Φίσερ μας παρουσιάζει δρόμους προς ένα πραγματικό που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε υπό κανονικές συνθήκες. Αυτό ακριβώς αποτελεί και το προαπαιτούμενο για την πολιτική δράση. Αν, δε, θεωρήσουμε πως αυτό που τυραννούσε τον Φίσερ και όλους εμάς είναι πως πιο εύκολο μας είναι να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού, γίνεται εύκολα αντιληπτό το πόσο κρίσιμο είναι να μπορούμε να φανταστούμε έναν διαφορετικό κόσμο και μάλιστα να ασκηθούμε στην ικανότητα αυτή.
Το έργο των Λάβκραφτ, κορυφαίας μορφής του αλλόκοτου, των The Fall, του Φίλιπ Ντικ, του Γουέλς, της Άτγουντ, του Κιούμπρικ και του Ταρκόφσκι και πολλών άλλων «καταδεικνύει πως κατέχουμε ήδη πάρα πολλές λειτουργικές γεννήτριες δυνατοτήτων μέσα από τις αλλόκοτες μυθοπλασίες κάθε είδους», με τα λόγια του Ματ Κόχουν. Συναντιέται, έτσι, η σκέψη του με την μεγάλη κυρία της λογοτεχνίας του φανταστικού, στρατευμένη στην υπόθεση της χειραφέτησης του ανθρώπου, Ούρσουλα Λε Γκεν (Γκουίν, κανονικά), που αντιλαμβανόταν συνολικά το έργο των δημιουργών ως πεδία που αναπτύσσουν την ιδέα ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δυο μέρη. Στο πρώτο διερευνάται η έννοια του αλλόκοτου και στο δεύτερο η έννοια του απόκοσμου, με την προσφυγή σε έργα που υποστηρίζουν την κατανόηση καθεμιάς από τις δυο έννοιες. Προηγείται μια εισαγωγή, όπου προσδιορίζεται η ομοιότητα μεταξύ αλλόκοτου και απόκοσμου –και τα δυο σχετίζονται με το παράξενο– και η διαφορά των δυο εννοιών: πρόκειται, μας λέει ο Φίσερ, για την παρουσία της απουσίας ή για την απουσία της παρουσίας. Διαφοροποιεί, επιπλέον, τις δυο έννοιες και από το φανταστικό. Με πλοηγό τα έργα που μελετά επεξεργάζεται τις διαφορετικές εκδοχές του αλλόκοτου –ως πέραν του τόπου και του χρόνου, ως κάτι εναντίον του εγκόσμιου κ.α.–και του απόκοσμου – ως εξωγήινα ίχνη, ως κάτι εκεί που έπρεπε να μην υπάρχει τίποτα και αντιστρόφως κ.α. Χρησιμοποιεί τον Φρόιντ, ιδιαίτερα την έννοια του Unheimlich (= ανοίκειο), για να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τα έργα και τον κόσμο τους και αξιοποιεί την φροϋδική ορολογία. Όμως η ψυχαναλυτική του ματιά είναι εμπλουτισμένη και από τους Λακάν, Ντελέζ, Γκουαταρί, ενώ παρόντες στην κριτική του προσέγγιση είναι και οι Ζίζεκ και Μπαντιού. Όπως επισημαίνει και το Ματ Κόχουν, το κείμενο βρίθει αναφορών, κατά το πλείστον υπαινικτικών, σε έργα πολύ πιο περίπλοκα και ολοκληρωμένα, πυκνά και δύσκολα, που αποτελούν έμμεσα και κίνητρο για τον πιο περίεργο, φιλόδοξο ή και απλώς παθιασμένο αναγνώστη να ανατρέξει σ΄ αυτά. Διερευνά, επίσης, και επεξεργάζεται τις έννοιες του χρόνου και του χώρου/τόπου, στην πολιτική τους διάσταση.
Διαβάζοντας τον Φίσερ έχεις την εντύπωση –ή τουλάχιστον την έχω εγώ–, ότι μια νέα προσέγγιση, και κυρίως ο λόγος της πλευράς μας, είναι δυνατά: όχι ο παλαιοκομματικός ξύλινος λόγος, αλλά ούτε η δυσκολία των διατυπώσεων της υψηλής θεωρίας –άλλωστε ο Φίσερ κάνει χαμηλή θεωρία–, μα ένας λόγος του οποίου την κατανόηση μπορεί να πετύχει και η γενιά των ΜΚΔ και του τικ τοκ και η οποία περιμένει από τους διανοητές της Αριστεράς μια αγκιτάτσια νέου τύπου. Να τους ωθήσουμε δηλαδή σε ένα από τα κεντρικά ερωτήματα της προβληματικής του Φίσερ που αφορά στην διερεύνηση και διερώτηση πάνω στις επιθυμίες μας, ώστε να προκύψουν και απαντήσεις για τις αιτίες της δυσφορίας που αισθάνονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι νεότεροι, από τη σύλληψη της πραγματικότητας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού ως μη εναλλάξιμης.
Στο πλαίσιο αυτό, ενδιαφέρον, κι όχι μονάχα φιλολογικό ή ακαδημαϊκό, θεωρώ ότι έχει η απίστευτη ικανότητα του Φίσερ να αποδίδει τις συλλήψεις του με νέες διατυπώσεις: «θετική μηδενικότητα», «οντολογική καθίζηση», «αποψυχολογικοποιημένα άβαταρ» (αντλώ τυχαία από τις σελίδες 114-115), είναι μερικοί από τους όρους που μπορούν κάλλιστα να εισαχθούν, με το νοηματικό φορτίο που τους αποδίδει ο ίδιος, στο λεξιλόγιό μας. Μας είναι άλλωστε γνωστός ήδη με την στοιχειοντολογία του, έναν όρο-κλειδί για την απόδοση των συνθηκών του καπιταλιστικού ρεαλισμού. Το έκαναν, από την εποχή του Αριστοτέλη ήδη, πολλοί, και μας έδωσαν όχι μόνο λεκτικά μα και διανοητικά εργαλεία. Εδώ πρέπει να σημειωθεί η μεταφραστική ευστοχία του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου.
Ο τόμος των εκδόσεων Αντίποδες εμπλουτίζεται από τον πρόλογο του Ματ Κόχουν, που είναι εξαιρετικά κατατοπιστικός για τον αναγνώστη, κυρίως τον μη εξοικειωμένο με την σκέψη του Φίσερ, καθώς και το επίμετρο του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου, που αποτελεί και μια περιήγηση στο σύνολο έργο του και του ιδιαίτερου αποτυπώματός του στην ψηφιακή σφαίρα (εξαιρετικές οι παρατηρήσεις του στην σελ.232) και μάλιστα μέσα από την εμπειρία γνωριμίας ενός νέου Έλληνα μαζί του την δεκαετία του 2000, που συναντά αυτόν τον διανοητή μέσα από την κριτική του στην μουσική. Στο τέλος παρατίθεται και ευρετήριο ονομάτων. Έτσι, το εξαιρετικό αυτό κείμενο συνιστά επιπλέον και εκδοτικό εγχείρημα πολύ υψηλής ποιότητας.