«Περιοχές πανελλαδικά με μηδενική ή εξαιρετικά μειωμένη παραγωγή, περιοχές που οι μελισσοκόμοι προσπαθούν να συντηρήσουν τα μελίσσια τους για να μην χαθούν, περιοχές που χάθηκαν μελισσοσμήνη λόγω ανύπαρκτης από την ξηρασία ανθοφορίας, μελιτοφορίες (π.χ. θυμάρι ή ανοιξιάτικες νομές) που δεν πρόσφεραν τίποτα ή έδωσαν ελάχιστα. Έλλειψη γύρης παντού, απαραίτητη για την ανάπτυξη και δημιουργία παραγωγικών μελισσιών, από την άνοιξη, και δυσβάσταχτες μετακινήσεις στις μελιτοφόρες περιοχές από την άνοιξη έως σήμερα που δεν απέδωσαν ούτε τα έξοδα σε πολλές περιπτώσεις, συνθέτουν την εικόνα της ελληνικής μελισσοκομίας αυτή την ώρα, στην χειρότερη, εδώ και πολλά χρόνια μελισσοκομική χρονιά».
Αυτό σημειώνει η Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος στο περιοδικό «Μελισσοκομικό Βήμα» τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2024 δηλώνοντας ότι οι μέλισσες λιμοκτονούν.

Τι σημαίνει αυτό για τα μελίσσια και για την τροφική αλυσίδα γενικότερα γίνεται κατανοητό αν υπολογίσει κανείς πώς οι μέλισσες αποτελούν πάνω από το 80% των επικονιαστών εντόμων του πλανήτη.
Επισκεφθήκαμε το Εργαστήριο Μελισσοκομίας-Σηροτροφίας του ΑΠΘ, ένα από τα λίγα εργαστήρια του πανεπιστημίου που είναι διαπιστευμένο και εκτός από την έρευνα πεδίου και τη διδασκαλία παρέχει μεταξύ άλλων αναλύσεις κυψέλης σε μελισσοκόμους.

Όπως αναφέρει η Χρύσα Τανανάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωπονίας του ΑΠΘ, διευθύντρια Εργαστηρίου Μελισσοκομίας, «δυστυχώς όταν ερχόμαστε να αποτιμήσουμε τη μέλισσα στεκόμαστε μόνο στο μέλι και λίγοι αξιολογούν τη δουλειά της ως επικονιαστή. Επικονιαστές είναι πολλοί, δεν είναι μόνο η μέλισσα φυσικά, αλλά σκεφτείτε ότι στην μελισσοκομία η Ελλάδα αποτελεί την τρίτη χώρα σε αριθμό μελισσιών σε όλη την Ευρώπη. Διαθέτει γύρω στα 2 ,5 εκατ. μελίσσια. Πέρα από τον μεγάλο πληθυσμό, τα μελίσσια συμβάλλουν τόσο στην αυτοφυή βλάστηση, αλλά και σε καλλιέργειες με στοχευμένες μετακινήσεις μελισσιών. Και για τη βιοποικιλότητα και για τη διατροφή μας η μέλισσα είναι απαραίτητη, δεν μπορούμε χωρίς αυτήν». Στο ερώτημα δε αν εξαφανιζόταν το είδος της μέλισσας τι θα συνέβαινε, η ίδια απαντάει: «Νομίζω ότι πολλά από αυτά που έχουμε να φάμε δεν θα τα είχαμε και πολλά από αυτά που βλέπουν τα μάτια μας δεν θα τα είχαμε να τα δούμε».
Δείτε το βίντεο: Η κλιματική κρίση χτυπά τη μέλισσα
Η μέλισσα είναι εξαρτημένη από το κλίμα – Επιπτώσεις στην παραγωγή μελιού
«Η μέλισσα και ειδικά αυτή της μελισσοκομίας που ζει σε κυψέλες ποτέ δεν εξημερώθηκε με την έννοια που το αντιλαμβανόμαστε για άλλα ζώα. Ο άνθρωπος έχει προσαρμοστεί στο πώς ζει η μέλισσα και κάνει ανάλογους χειρισμούς για να μπορέσει να παράξει περισσότερο μέλι. Η μέλισσα είναι άμεσα εξαρτώμενη από το κλίμα είτε αυτό αφορά τη θερμοκρασία είτε αφορά το πιο βασικό που είναι η διατροφή της» εξηγεί η Χρύσα Τανανάκη, επισημαίνοντας ότι «δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να αντικαταστήσει τη φυσική τροφή, που είναι η γύρη και το νέκταρ που συλλέγει από τα φυτά». Μόνο και μόνο αυτό μας δίνει, σύμφωνα με την ίδια, να καταλάβουμε την εξάρτηση της μέλισσας από τις κλιματικές συνθήκες.

Η κλιματική κρίση επηρεάζει τις μέλισσες και τα μελίσσια δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε πολύ υψηλότερες θερμοκρασίες και για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Η ανθοφορία έχει περιοριστεί στην άνοιξη, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν φυτά, ειδικά στις πεδινές περιοχές, για να συλλέξουν οι μέλισσες τα απαραίτητα στη διάρκεια του καλοκαιριού. Αυτό έχει ως συνέπεια τόσο τη μείωση της παραγωγής, αλλά και τον θάνατο των μελισσών. Το τελευταίο οφείλεται και στο γεγονός ότι οι επιδράσεις της κλιματικής κρίσης στις καλλιέργειες οδηγούν τους καλλιεργητές να κάνουν περισσότερους ψεκασμούς με φυτοφάρμακα, κάτι που συνεπάγεται με τη σειρά του απώλεια μελισσών. Παράλληλα, σύμφωνα με την Χρ. Τανανάκη αλλά και άλλους έμπειρους μελισσοκόμους, η κλιματική κρίση έχει οδηγήσει σε έξαρση πολλών ασθενειών που εμφανίζονται στην κυψέλη. Παράδειγμα αποτελεί η βαρόα, η οποία δεν οφείλεται τόσο στα παρατεταμένα καλοκαίρια, αλλά στους ήπιους χειμώνες. Πρόκειται για άκαρι που παρασιτεί πάνω στις μέλισσες και ο πληθυσμός του μειώνεται όταν μειώνεται και ο γόνος πάνω στην κυψέλη. Οι υψηλές θερμοκρασίες το χειμώνα διατηρούν τον γόνο και άρα η βαρόα συνεχίζει να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί όλη τη χρονιά.

«Η επιβίωση είναι δύσκολη όταν ασκείς επαγγελματικά μελισσοκομία, γιατί κάθε χρονιά είναι δύσκολη όσον αφορά τις καιρικές συνθήκες και την παραγωγή των μελισσιών. Τα μελίσσια δε βρίσκουν γύρη όπως έβρισκαν παλιά και νομίζω ότι οφείλεται στην κλιματική αλλαγή» αναφέρει η Αλεξάνδρα Σωτηράκη, πρώην πρόεδρος του μελισσοκομικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, η οποία μίλησε στο Αlterthess στη γιορτή Οικολογικής Γεωργίας και Χειροτεχνίας που έγινε τον Μάιο στη Θεσσαλονίκη. Οι επιπτώσεις γίνονται ορατές, σύμφωνα με την ίδια, τα τελευταία πέντε χρόνια καθώς τα μελίσσια δεν αναπτύσσονται. «Αυτό μας έχει γονατίσει, είναι δύσκολο να αναπτύξουμε και να πολλαπλασιάσουμε τα μελίσσια μας και είναι δύσκολο να συλλέξουμε μέλι και ό,τι παράγει η μέλισσα». Η ξηρασία φαίνεται να είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, καθώς όπως υπενθυμίζει η κ. Σωτηράκη, «δεν μπορείς να ποτίσεις τα δάση γύρω από τα οποία βρίσκονται τα μελίσσια». «Αν δεν βρέξει, όπως πέρυσι όταν έκανε δύο μήνες συνεχόμενης ανομβρίας, θα είναι πολύ δύσκολη η παραγωγή του μελιού. Το μόνο που καταφέραμε πέρυσι να πάρουμε ήταν πεύκο και βελανίδι, που είναι μελιτώματα». Η άσχημη κατάσταση της μελισσοκομίας αποτυπώθηκε το 2024 και στην παραγωγή η οποία, σύμφωνα με την ίδια, ήταν μειωμένη κατά 70% – 80%.
Εκτός από την ξηρασία, τα τελευταία χρόνια την άνοιξη και το καλοκαίρι πρόβλημα δημιουργούν οι απότομες λασποβροχές, με την λάσπη να επικάθεται στους οφθαλμούς των φυτών και στα φύλλα που σε άλλες συνθήκες θα μελιτοφορούσαν.

«Η μέλισσα αδυνατεί να βρει γύρη. Άρα πάει το φυτό. Ενώ αντίθετα η ξηρασία τι κάνει; Η ξηρασία το καίει το άνθος. Είναι δίκοπο μαχαίρι, ούτε πολλή βροχή θέλουμε, ούτε πολλή ζέστη θέλουμε και ο συνδυασμός τώρα βροχή με λάσπη είναι ό,τι χειρότερο τα τελευταία χρόνια. Μεταξύ άλλων αποπροσανατολίζει την επικοινωνία μεταξύ των μελισσιών» σημειώνει ο Γιάννης Παπαθεολόγης, μελισσοκόμος στην Ιερισσό, μιλώντας στο Alterthess.
Φυσικά, πλημμυρικά φαινόμενα, όπως ο Daniel στη Λάρισα, ή πυρκαγιές στον Έβρο και την Εύβοια σηματοδοτούν την απόλυτη καταστροφή. «Η πλημμύρα είναι σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη χειρότερη» λέει η Αλ. Σωτηράκη. «Αυτό που συνέβη στον κάμπο της Λάρισας ήταν οι φυσικοί επικονιαστές, πέραν της μέλισσας, που τείνουν να κάνουν τις φωλιές τους στο έδαφος, να πνιγούν. Το πρόβλημα που θα υπάρχει δεν είναι μόνο ότι θα καταστραφούν οι καλλιέργειες αλλά και ότι οι επόμενες καλλιέργειες που θα έρθουν στη θέση τους δεν θα έχουν επικονιαστές, αν δεν μεταφέρουμε τα μελίσσια μας εκεί».
«Ναι, χάθηκε μεγάλος πληθυσμός μελισσών» αναφέρει ο Γ. Παπαθεολόγης. «Έχουμε απώλειες και στην Πελοπόννησο και στην Εύβοια. Είμαστε μια χώρα η οποία έχουμε πάρα πολύ δυνατό brandname στο μέλι μας και ξαφνικά οι ποσότητες μελιού έχουν μειωθεί απότομα. Άρα, όλη η κλιματική αλλαγή προκαλεί τόσες μεγάλες ζημιές και μειώνει τον πληθυσμό απότομα. Αν χαθούν 5.000 μελίσσια σμήνη, για να ξαναδημιουργηθούν χρειάζεται πολύ χρόνος. Θέλει τουλάχιστον τρία χρόνια για να μπορέσεις με σκληρή δουλειά να τα ξαναζωντανέψεις για να γίνουν παραγωγικά, για να πεις ότι θα πιάσουμε πάλι την ποσότητα που είχαμε σε μέλια σαν χώρα» συμπληρώνει.

Η Χρύσα Τανανάκη επανέρχεται στο θέμα των φυσικών καταστροφών. Οι μεγάλες πυρκαγιές, στον Έβρο και την Εύβοια δεν οδηγούν μόνο στην απώλεια χιλιάδων μελισσιών, αλλά ουσιαστικά στην απώλεια του τόπου που μπορεί να στηθεί μελισσοκομία «Αν δεν υπάρχει βλάστηση, δεν υπάρχει μελισσοκομικό ενδιαφέρον» λέει χαρακτηριστικά. Εκτός από τις πλημμύρες πρόβλημα συνιστούν και οι απότομες βροχές. Συχνά, μελισσοκόμοι, λόγω ξηρασίας, τοποθετούν τα μελίσσια τους στις παρυφές των χειμάρρων, γιατί εκεί υπάρχει υγρασία και μεγαλύτερη βλάστηση. «Αν μέσα στον Ιούλιο ξεκινήσει μια καταρρακτώδης βροχή και ο χείμαρρος ξεχειλίσει, τα μελίσσια που υπάρχουν δεξιά και αριστερά παρασύρονται και χάνονται στη θάλασσα» συμπληρώνει.
Η λιμοκτονία της μέλισσας συνδέεται άμεσα με την κλιματική κρίση και οδηγεί καταρχάς στην έλλειψη τροφής αλλά και σε προβλήματα που έχουν να κάνουν με τη βιολογική εξέλιξη του κύκλου της μέλισσας και του μελισσιού, ζητήματα παθολογίας (ασθενειών ή ακόμη και εχθρών της μέλισσας που δεν υπήρχαν, όπως η εμφάνιση της σφίγγας της Ασίας), αλλά και προβλήματα που έχουν να κάνουν με την εγκατάσταση των μελισσοκομείων.

Αναζητούν λύση μετακινώντας τα μελίσσια
Οι μελισσοκόμοι, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από το κράτος και την Πολιτεία, προσπαθούν με εμπειρικό τρόπο να αντιμετωπίσουν αυτή τη συνθήκη μέσω της μεταφοράς των μελισσοκομείων το καλοκαίρι σε ορεινές περιοχές. Ωστόσο και σε αυτές δημιουργούνται συχνά συγκρούσεις, όπως π.χ. στην Χαλκιδική, που έχουν να κάνουν είτε με τον υπερτουρισμό είτε με άλλες καταστρεπτικές για το περιβάλλον και βλαπτικές για τη μέλισσα δραστηριότητες, όπως οι εξορύξεις ή η κάλυψη καλλιεργήσιμης γης από ΒΑΠΕ. Παρ’ όλα αυτά η μεταφορά κυψελών μπορεί να βοηθήσει συνολικά στην αναγέννηση περιοχών που έχουν υποστεί καταστροφή από πλημμυρικά φαινόμενα ή πυρκαγιές, πρακτική που ζητούν και οι μελισσοκομικοί σύλλογοι να στηριχθεί από την Πολιτεία.
«Εμείς μπορούμε να μεταφέρουμε τις κυψέλες σε οποιαδήποτε περιοχή έχει υποστεί φυσική καταστροφή και οι υπόλοιποι επικονιαστές έχουν θαφτεί. Η μέλισσα μπορεί να επικονιάσει σε αυτά τα μέρη. Είναι ακόμη ένας λόγους που οι μελισσοκόμοι πρέπει να επιδοτούνται. Αν δεν προχωρούσαμε στις μετακινήσεις αυτές, η μέλισσα θα είχε εξαφανιστεί εδώ και χρόνια λόγω των φυτοφαρμάκων που χρησιμοποιούνται στις καλλιέργειες. Και άρα είναι οι δικοί μας οι χειρισμοί για να πολλαπλασιάσουμε το κοπάδι των μελισσών και να φέρουμε ξανά ισορροπία» λέει η Αλ. Σωτηράκη.
Ο τρόπος του πολλαπλασιασμού του μελισσιού είναι λίγο πολύ γνωστός. «Κάθε άνοιξη η φυσική τάση του μελισσιού είναι να μεγαλώσει, η βασίλισσα γεννάει εντατικά και το μελίσσι μεγαλώνει, έχει περισσότερο “στρατό”. Εμείς παίρνουμε λίγο “στρατό” και μέλι και φτιάχνουμε μια παραφυάδα, ένα μικρό μελίσσι που θα φτιάξει μια νέα βασίλισσα, μια νέα μελισσοκομική κοινωνία, ένα μελίσσι που θα γίνει του χρόνου παραγωγικό» εξηγεί η κα Σωτηράκη.
Το βασικό, όμως, αίτημα των μελισσοκομικών συλλόγων είναι ένα συνδυασμός στήριξης τόσο από την Πολιτεία όσο και από την Ε.Ε. «Όταν μιλάω για στήριξη, αυτή δεν πρέπει να είναι μόνο οικονομική (π.χ. αποζημίωση σε περίπτωση απωλειών ή επιδότηση). Χρειαζόμαστε μια ευνοϊκότερη νομοθεσία για μελισσοκόμους. Χρειαζόμαστε αυστηρότερη νομοθεσία για τα φυτοφάρμακα, αλλά και επίλυση της διαμάχης με τα δασαρχεία, σε σχέση με την τοποθέτηση μελισσοσμηνών στα δάση» υποστηρίζει η πρώην πρόεδρος του μελισσοκομικού συλλόγου Θεσσαλονίκης.
Για την Χρ. Τανανάκη βασικό είναι να μάθει ο κόσμος τη σημασία της μέλισσας, «από τα μικρά παιδιά μέχρι και τους καλλιεργητές, ότι μπορεί μια καλλιέργεια να συνυπάρξει με τα μελίσσια. Στην Αμερική για παράδειγμα πληρώνουν τους μελισσοκόμους για να μεταφέρουν τα μελίσσια τους σε καλλιέργειες αμυγδαλιάς. Αυτό θα ήταν ένα πρόσθετο έσοδο των μελισσοκόμων για να καλύψουν το οικονομικό κενό που έχουν από τη μικρή παραγωγή μελιού. Για να είναι ένας κλάδος παραγωγικός πρέπει να είναι και βιώσιμος».
«Ένα άλλο κομμάτι που είναι σημαντικό είναι ο συντονισμένος χειρισμός όσον αφορά τη μετακίνηση των κυψελών. Η μεταφορά γίνεται μέχρι σήμερα εμπειρικά, θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος, να οριστούν μελισσοδιαδρομές, να ξέρουν οι μελισσοκόμοι πού θα πάνε και ποια στιγμή θα μεταφέρουν τα μελίσσια. Επίσης, κάτι πολύ σημαντικό είναι η προσπάθεια να πείσουμε ότι υπάρχουν φυτά που είναι μελισσοκομικά και μπορούν να φυτευτούν, σε συνεργασία φυσικά με δασαρχεία και δήμους που με τη σειρά τους μπορούν να συμβάλλουν. Εξάλλου, υπάρχουν φυτά που είναι ξερικά και μπορούν να επιβιώσουν κάτω από αυτές τις συνθήκες. Θεωρώ ότι είναι κάποιες πρακτικές που μπορούν να βοηθήσουν τους μελισσοκόμους ώστε να γίνουν λίγο διαφορετικά τα πράγματα» καταλήγει.
Δείτε τη συνέχεια της έρευνας: Ελιά, το πανάρχαιο δέντρο σε κίνδυνο
Η έρευνα «Ήταν στραβό το κλίμα…» πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ-Παράρτημα Ελλάδας