in

Χρόνια δοκιμασίας. Του Χρήστου Λάσκου

Δημήτρης Χριστόπουλος, Χρόνια δοκιμασίας, Πόλις 2025, σελ. 580

 

Επειδή οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να δώσουν ισχύ στο δίκαιο, έδωσαν δίκαιο στην ισχύ.

Μπλεζ Πασκάλ

 

Το απόφθεγμα του Πασκάλ, νομίζω, χαρακτηρίζει, με τον καλύτερο τρόπο το εγχείρημα του Χριστόπουλου, στη συλλογή επικαιρικών κειμένων, που περιέχονται στο τελευταίο του βιβλίο. Ο Χριστόπουλος επιχειρεί, γι’ άλλη μια φορά, να καταδείξει κι έτσι να αντισταθεί στη μόνιμη επικράτηση του κακού, της ισχύος, δηλαδή, απέναντι στο δίκιο.

Πρόκειται, λοιπόν, για ηθικό εγχείρημα; Δεδομένης της πρόδηλης πρόθεσης παρέμβασής του, μάλλον, είναι περισσότερο ένα πολιτικό πρόταγμα, που τον οδηγεί. Χωρίς να σημαίνει πως αν του δώσουμε (και) μια ηθική σημασία, αυτό θα το υποβίβαζε. Η άρνηση, άλλωστε, μιας ορισμένης «αριστερής» αντίληψης «να πάρει υπόψη της την ηθική», επέφερε τραγικά αποτελέσματα. Ο σταλινισμός ήταν η ακραία εκδοχή, όχι, όμως, η μοναδική.

Η ιδέα πως το ενδιαφέρον για την ηθική πρακτική συνιστά «μικροαστισμό», στο μέτρο που θέτει σε πρώτο πλάνο έναν ορισμένο ατομικισμό, υπήρξε ιστορικά αστοιχείωτη και, να το πω ξανά, καταστροφική.

Πώς, αλήθεια, μπορείς να διαμορφώσεις μια πολιτική παρέμβαση αναφορικά με τους πρόσφυγες χωρίς να νοιαστείς, χωρίς να συμπονέσεις, χωρίς να αναστατωθείς βαθειά; Η ίδια η αποτελεσματικότητα είναι ισχυρά συνδεδεμένη με μια ηθική στάση, με το ενδιαφέρον όχι για τη «μάζα», αλλά για τον καθένα πρόσφυγα ξεχωριστά.

Ο Χριστόπουλος, επί δεκαετίες, πολεμάει την ισχύ, όσο είναι αυτό δυνατόν, με το δίκιο. Με τους δικούς του όρους, αισθάνεται πως ανήκει στην «Αριστερά των δικαιωμάτων».

Αυτό, βέβαια, δεν τον κάνει να πιστεύει πως το δίκιο μπορεί να νικήσει με μόνη την επίκλησή του και την πρόδηλη «ανωτερότητά του». Ξέρει καλά πως και το δίκιο πρέπει να αποκτήσει ισχύ, για να νικήσει. Και η ισχύς του δίκιου είναι οι μεγάλοι αριθμοί των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων.

Να, μια σχετική προσέγγιση, που αφορά τη ραγδαία αύξηση της επιρροής των ακροδεξιών και των φασιστών στον «πολιτισμένο κόσμο»:

«Ο κόσμος, λοιπόν, δεν τρελάθηκε και προτιμά το “νοσηρό” από το “υγιές”. Απλώς το κάποτε σχετικά υγιές εδώ και πολλά χρόνια έχει κακοφορμίσει και δεν πείθει με τίποτε». Και γι’ αυτό δεν φταίει ο «δικαιωματισμός». «Ευθύνεται, ανάμεσα σε άλλα φυσικά, το ότι ένας λόγος για δικαιώματα χωρίς ταξικό πρόσημο […] είναι κουτσό άλογο» (σελ. 265). Γιατί οι μεγάλοι αριθμοί δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν χωρίς την ταξική και φεμινιστική, θα έλεγα εγώ και θα συμφωνούσε ο Χριστόπουλος, έγκληση.

Για να αποκτήσουμε μια εικόνα των θεματικών, που αναπτύσσονται στο βιβλίο, παραθέτω αυτούσιο το, πολύ κατατοπιστικό, οπισθόφυλλο:

«Το βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου αποτελεί το αποτύπωμα μιας ταραγμένης δεκαετίας, από το καλοκαίρι του 2015 ως το καλοκαίρι του 2025. Μιας δεκαετίας που κλείνει σε μια συγκυρία όπου, όπως γράφει ο συγγραφέας, «το Μεσοβασίλειο τελείωσε» και έτσι «τα τέρατα που εφεξής θα μας περιβάλλουν δεν θα είναι αυτά του ταξιδιού της μετάβασης, αλλά του προορισμού της». Η ίδια η στιγμή των γενικευμένων συρράξεων, στην οποία κυκλοφορεί το βιβλίο, το πιστοποιεί.

Άνθρωποι που ο συγγραφέας γνώρισε, τίμησε και αγάπησε, βιβλία που μελέτησε, τόποι με ιστορικό φορτίο που τον σημάδεψαν, από την Πρέσπα και το ελληνικό βουνό ως τη ζούγκλα της Κολομβίας, τα ηφαίστεια της Ισλανδίας, το κομμουνιστικό νεκροταφείο της Τασκένδης. Η Ελλάδα στη γειτονιά της με το δικό της βαρύ φορτίο: το Μακεδονικό, τα ελληνοτουρκικά, τα ελληνοαλβανικά. Οι πρόσφυγες και η εδραιωμένη μετά το 2015 πολιτική της ανάσχεσης στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ο αγώνας για ιθαγένεια στους μετανάστες και τα παιδιά τους ως υπόθεση δημοκρατίας. Η Δύση, η οποία όσο απομακρύνεται χρονικά από το αντιφασιστικό συμβόλαιο του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου τόσο εθίζεται στην Ακροδεξιά και ερωτοτροπεί με τον πόλεμο. Οι πόλεμοι που γενικεύονται εφιαλτικά. Η υπόθεση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεσμών, το κύρος των οποίων αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες «παράπλευρες απώλειες» της ελληνικής κρίσης. Η ίδια η ελληνική κρίση, η οποία ονομαστικά έληξε, ουσιαστικά όμως παρατείνεται ως μια εδραιωμένη συνθήκη βιοτικής επισφάλειας, ένα νέο καθεστώς. Τέλος, η αντιφατική υπόθεση της Αριστεράς στη χώρα μας, από τη νίκη στην απαξίωση, και το όλον ελληνικό πολιτικό σύμπτωμα με τα δικά του κεκτημένα και αδιέξοδα.

Γράφει ο Δημήτρης Χριστόπουλος: “Οι ιδέες δεν είναι αισθητικό προϊόν. Όταν λέμε μια “ωραία ιδέα” δεν εννοούμε όμορφη, αλλά σημαντική. […] Αντιλαμβάνομαι, με την έννοια αυτή, τη μάχη των ιδεών ως αγώνα επιβίωσης, αγώνα για μια ζωή αξιοβίωτη. Η ιστορία δεν μας χαρίζεται. Χρόνια δοκιμασίας φεύγουν, χρόνια μεγαλύτερης δοκιμασίας ήρθαν κι έρχονται. Ένας λόγος παραπάνω όμως να το παλεύουμε. Αντιλαμβάνομαι το βιβλίο τούτο ως ένα μικρό όπλο στον μεγάλο αυτό αγώνα […] Αυτήν τη διττή αρετή επιθυμώ να υπηρετούν τα γραπτά μου: κάτι μεταξύ επίγνωσης και εγρήγορσης. Αυτό ονομάζω στρατηγική της υλοποίησης. Παραδείγματος χάρη, να ασχολείται κανείς με την ιθαγένεια, όχι μόνο για να βγάλει ένα σημαντικό βιβλίο, αλλά για να μπορούν τα παιδιά των μεταναστών να την αποκτούν επειδή τη δικαιούνται”».

Είναι φανερό πως η έκταση των θεματικών κάνει αδύνατη μια «πλήρη παρουσίαση» -η οποία, άλλωστε, δεν είναι δυνατή για κανένα σοβαρό βιβλίο. Όπως σημειώνει κάπου ο Μπόρχες, ο πλήρης χάρτης μια περιοχής δεν μπορεί παρά να έχει την έκταση της περιοχής. Το ίδιο ισχύει και για τα βιβλία.

Αυτό που θα κάνω, λοιπόν, είναι να μείνω σε κάποια σημεία από τα πολλά, που μου δίνουν ερεθίσματα και δεν συζητιούνται συχνά. Που είναι, σα να λέμε, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, αντιδημοφιλή.

Να διευκρινίσω πως, στα περισσότερα, πολλές φορές από διαφορετικές πλευρές, συμφωνώ μαζί του. Παράδειγμα παράξενο, ίσως, βάσει, της πληθωριστικής στη δική μου αρθρογραφία, επίκλησης του δημοψηφίσματος του ’15, ως κορυφαίας στιγμής της ταξικής πάλης στην Ελλάδα είναι η συμφωνία μου μαζί του σχετικά με κάποιες ουσιώδεις πλευρές του. Όπως αυτός έτσι κι εγώ, πίστευα -και πιστεύω ακόμα- πως δεν ήταν σωστή πολιτική επιλογή από μέρους μας. Η προσωπική μου γνώμη, τότε και τώρα, είναι ότι έπρεπε να οδηγηθούμε σε εκλογές -και, μάλιστα, ήδη από την άνοιξη, όταν ήταν πασίδηλο πως οι «εταίροι» μας πήγαιναν για πνιγμό. Όσοι αργότερα επικαλέστηκαν αυταπάτες, νομίζω, πως είναι θρασείς -και, ίσως, απατεώνες. Έπρεπε να πάμε σε  εκλογές, για να πούμε την αλήθεια, πράγμα που είχαμε πάψει να κάνουμε αρκετά πριν από τον Ιανουάριο του ’15. Να τους πούμε, με σαφήνεια, ότι τα νταούλια και οι ζουρνάδες, η καθυπόταξη (sic) των «δανειστών» «μέρα μεσημέρι», τα «με ένα νόμο κι ένα άρθρο» ήταν ανοησίες -όχι ακριβώς, για να μην χάσει ο «αρχηγός», ολότελα, την αξιοπιστία του, αλλά περίπου ακριβώς. Να εξηγήσουμε πόσο ορθή ήταν η διατύπωση, που βρίσκονταν στην καρδιά όλων των αποφάσεων -συνεδρίων, συνδιασκέψεων, ανώτατων οργάνων- ότι μια πολιτική ενάντια στα Μνημόνια ήταν μια επιλογή ρήξης και μεγάλης σύγκρουσης, με όλα τα παρεπόμενα.

Το δημοψήφισμα, από την πλευρά της προεδρικής φράξιας που το αποφάσισε αντικαταστατικά, χωρίς, γι’ άλλη μια φορά, καμία σύγκληση των αρμόδιων να αποφασίζουν οργάνων -ούτε καν της πολύ ευέλικτης  Πολιτικής Γραμματείας-, στην πραγματικότητα, συνιστούσε αποφυγή μιας, καθαρτήριας πολιτικά, αλλά και ηθικά, πράξης αληθινής ενημέρωσης του λαϊκού κόσμου και καλέσματος να καθορίσει τις δύσκολες αποφάσεις.

Επρόκειτο για μια ακόμα κατάδειξη της μετάλλαξης του κόμματος σε ένα αρχηγικό μόρφωμα, που δεν ήταν προδιαγεγραμμένη την εποχή του ριζοσπαστικού κινηματικού ΣΥΡΙΖΑ, της οργάνωσης, δηλαδή, που μεγάλωσε, με πρωτοφανή επάρκεια, τη ριζοσπαστική Αριστερά. Θυμάμαι την σαφή πλειοψηφία στη Νομαρχιακή της Θεσσαλονίκης, που απέρριψε, μετά πολλών επαίνων, την πρόταση, για πρώτη φορά το 2012, να μπει σε αφίσα της οργάνωσης το πρόσωπο του Τσίπρα. Γι’ αυτό, ίσως, αποχώρησαν, μετά την κωλοτούμπα, τα 37 από τα 43 μέλη της, το 85%! Και όλη η νεολαία. Άλλωστε, η πορεία προς τον αρχηγισμό σε μεγάλο βαθμό, από την περίοδο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μετά, βασίστηκε στον αντικειμενικό εκβιασμό, που συγκεφαλαιώνονταν στο: « τώρα που πάμε για κυβέρνηση, αν θέλετε διαφωνήστε δημόσια». Ο Χριστόπουλος το θέτει ορθότατα: «όταν μέσα στην ίδια την Αριστερά ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία -α, ρε καημένε Μαρξ!, Χ.Λ.- θεωρείται σχεδόν μυθικά τα πάντα και η συλλογικότητα, η συγκυρία, οι μάζες, οι ομάδες σχεδόν τίποτα, τότε γιατί να μην έρθει η στιγμή που βιώνουμε σήμερα; […] Αν το PCI ενός Τολιάτι και ενός Μπερλινγκουέρ κατέληξε μέσω του Ντ’ Αλέμα στη νεοφιλελεύθερη καρικατούρα ενός Ρέντσι, εδώ που τα λέμε, δεν είναι ιστορικά ανακόλουθο ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα να καταλήγει στον Κασσελάκη» (σελ. 510). Δεν πρόκειται για κάτι δευτερεύον, κάτι «ανάμεσα στα άλλα». Ο «θρίαμβος» του Τσίπρα προδιέγραφε την καταστροφή και τον εξευτελισμό. Κανένα αριστερό κόμμα δεν θα το απέφευγε.

Ο Χριστόπουλος, αρκετές φορές, εμφανίζεται να εμφορείται από ένα ορισμένο ρεαλισμό, που δείχνει να τον συμπλησιάζει, σε ένα βαθμό, στην επίκληση, από μέρους της κυβερνησάσης, της επιλογής της ηθικής της ευθύνης έναντι της ηθικής της πεποίθησης. Φαίνεται, αλλά δεν ισχύει. Ο ίδιος ξέρει και το δείχνει εμπράκτως πως καμιά ευθύνη δεν μπορεί να αποφύγει το ρίζωμά της στην πεποίθηση. Αλλιώς δεν συνιστά ευθύνη, αλλά «συνέχεια του κράτους» και «εθνικό συμφέρον».

Όπως, για παράδειγμα, όταν, αν και κατάπιες ένα Μνημόνιο, από δω έως εκεί, βάζεις βέτο στην καταδίκη της Κίνας για ακραία παραβίαση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων! Όταν, δηλαδή, το «εθνικό» επιβάλλει το χάιδεμα της Cosco- την οποία, μάλιστα, θα έδιωχνες από τον Πειραιά! Ορθά σημειώνει, εν έτει 2017, ο συγγραφέας: «Η Ελλάδα επιδεικνύει μια παράξενη “γενναιοδωρία” απέναντι σε κράτη που παραβιάζουν τα δικαιώματα. Στο πρόσφατο παρελθόν πρωτοστάτησε στην υπεράσπιση και άλλων καταπατητών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Ρωσία, το Ιράν, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Κούβα και η Βενεζουέλα (σε αυτό, βέβαια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ συνέκλινε με το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Αριστεράς, που θεωρεί τα στραβά μάτια τμήμα μιας πολιτικής αλληλεγγύης προς τους «αντιιμπεριαλιστές»[1], Χ.Λ.).

Αλήθεια, πόσοι Έλληνες πολίτες γνωρίζουν ότι η Ελλάδα, άλλοτε “αδελφή” χώρα με τους Παλαιστινίους, κατατάσσεται πλέον εκ του αποτελέσματος στις χώρες με την πιο φιλοϊσραηλινή πολιτική, φτάνοντας στο σημείο να υπερβαίνει και την παραδοσιακά φιλοϊσραηλινή γερμανική θέση, ζητώντας από την ΕΕ να μην καταδικάσει σθεναρά ούτε καν και την ισραηλινή εποικιστική δραστηριότητα […] Και να πάψουμε να παριστάνουμε και τα πονεμένα αδέλφια των Παλαιστινίων, αφού όπου βρεθούμε, είτε στην ΕΕ είτε στην UNESCO είτε σε άλλο διεθνές φόρουμ, θυσιάζουμε την ιστορική σχέση φιλίας και τα δίκαιά τους στη σκοπιμότητα του άξονα σταθερότητας με το Ισραήλ. Για να μην πούμε για τις στενές σχέσεις με τον πραξικοπηματία Σίσι στην Αίγυπτο» (σελ. 491). «Ηθική της ευθύνης», που λένε και οι θεωρητικοί. Έτσι, σήμερα, η πολιτική της Δεξιάς δεν φαίνεται στον κόσμο να αποτελεί κάποιου είδους τομή. «Συνέχεια του κράτους», που λένε οι νομικοί.

Ο Χριστόπουλος αντιλαμβάνεται την «ευθύνη» και την «πεποίθηση» πολύ διαφορετικά από τον Τσίπρα. Παίρνει σαφή θέση ενάντια στον δυτικό ιμπεριαλισμό, είναι, ανά πάσα στιγμή, εγρήγορος να πει «κάτω τα χέρια από το Ιράν», για τον ίδιο λόγο, όμως, και «κάτω τα χέρια από την Ουκρανία».  Χωρίς εκπτώσεις: «Το Τάγμα Αζόφ είναι μια παραστρατιωτική οργάνωση ναζιστικού τύπου. Το γεγονός ότι έγινε τμήμα του ουκρανικού στρατού δεν αλλάζει την φύση της. Αν οι χρυσαυγίτες αμύνονταν σε επίθεση που θα δέχονταν η Ελλάδα από άλλη χώρα, αυτό δεν θα τους έκανε να μην είναι χρυσαυγίτες. Ούτε όμως θα ακύρωνε το γεγονός ότι η χώρα δέχεται επίθεση. Και η άμυνα στην επίθεση είναι δίκαιος πόλεμος» (σελ. 253).

Είμαστε ενάντια στους αμερικανούς «δημοκρατικούς καπιταλιστές» (sic), αλλά και ενάντια στους ισλαμοφασίστες της Τεχεράνης. Ενάντια στους δυτικούς ιμπεριαλιστές, πρωτοπόρους σε σφαγές ολόκληρων λαών, αλλά και ενάντια στον Μαδούρο, όταν οι μπάτσοι του παραβιάζουν εξακολουθητικά το οικογενειακό άσυλο, παίρνοντας ακόμη και την τροφή και κατεδαφίζοντας τα σπίτια, όταν σκοτώνονται άνθρωποι στις διαδηλώσεις και η χρήση βασανιστηρίων γίνεται κοινός τόπος.

Αντιδημοφιλείς ιδέες, αντιδημοφιλείς στάσεις. Όπως θα έπρεπε να είναι, σε πολλά πράγματα, οι ιδέες και οι στάσεις της Αριστεράς, σε έναν κόσμο σαν τον σημερινό.

Τελειώνοντας, να εξηγηθώ: επέλεξα να αναφερθώ σε ζητήματα, που είναι, κατά κάποιο τρόπο, επίκαιρα, μια και γράφω ακριβώς στα 10 χρόνια από εκείνο τον στοιχειωμένο πια Ιούλιο του ’15. Και για μένα αυτά υπήρξαν δέκα χρόνια μεγάλης δοκιμασίας. Άλλοτε πορεία στην έρημο, άλλοτε σε προσπάθειες ανασύνταξης, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

Όπως υπήρξαν χρόνια μεγάλης δοκιμασίας για την εργατική τάξη, τους νέους, τις γυναίκες. Είναι πολύ πιθανό πως θα ακολουθήσουν ακόμα πολλά αντίστοιχα χρόνια. Παρεμβάσεις σαν αυτές του Χριστόπουλου, σε αυτές τις συνθήκες, είναι πολύτιμες.

Δεν ανήκω στο ίδιο «ρεύμα» μαζί του. Είμαι πολύ περισσότερο «εργατιστής» από αυτόν.

Αισθάνομαι, όμως, πως μας συνδέει μια βαθειά συγγένεια.

Ιδίως, η υπεύθυνη (!) πεποίθηση πως οι αριστερές πρακτικές δοκιμάζονται πάντα στο έδαφος του αντιδημοφιλούς.

[1] Εδώ, βέβαια, έχουμε και την πρακτική της «άλλης πλευράς», που επιβράβευε τον δικτάτορα Πούτιν, δις ως επίτιμο διδάκτορα και τώρα σκίζει τα ρούχα της σε αντιρωσισμό, καταγγέλλοντας11 για φιλοπουτινισμό!

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Πειραιάς: Λιμενεργάτες και συλλογικόττηες δεν επέτρεψαν να περάσει πολεμικό υλικό προς το Ισραήλ