in

Γυμνά τραγούδια μπροστά στην ορεινότητα του μέλλοντος

Νικόλας Κουτσοδόντης, Ίσως φύγεις στο εξωτερικό, Λάρισα, εκδ. Θράκα, 2024.

Της Ανδρονίκης Τασιούλα*

Η νέα ποιητική συλλογή του Νικόλα Κουτσοδόντη ήδη με τον τίτλο της παραπέμπει σε μια εκκρεμότητα που φαίνεται να απειλεί τη νέα γενιά στη χώρα μας. Ίσως φύγεις στο εξωτερικό, ίσως αυτή η χώρα δεν φανεί αντάξια μιας γενιάς με τα περισσότερα τυπικά προσόντα σε σχέση με όλες τις προηγούμενες, ίσως η νέα αυτή γενιά δεν αντέξει άλλο να βιώνει στο πετσί της την εργασιακή επισφάλεια και τις ταξικές ανισότητες, τα οποία συνυφαίνονται στη συλλογή του Κουτσοδόντη με την μη ετεροκανονική εμπειρία μιας ομοερωτικής σχέσης. Εκπροσωπώντας τη νέα (ποιητική) γενιά, ο Κουτσοδόντης με τα «γυμνά [του] τραγούδια» «ζ[ει] σ’ ένα γυάλινο σπίτι», εκτίθεται, εκθέτει προσωπικά βιώματα, διαρρηγνύει το περίφημο τσιτάτο «άλλο το έργο και άλλο ο δημιουργός του». Είναι φορέας της τάσης της νέας ποιητικής γενιάς να κάνει ρητά το βίωμά της ποίηση, όχι για να το αισθητικοποιήσει, αλλά για να το διαχειριστεί, στον βαθμό που αυτό μπορεί καν να καταστεί διαχειρίσιμο. Το πρόγραμμα της ποίησής του εγγράφεται στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής: «εντελώς αδιάκριτα και γυμνά τραγούδια/ ζώντας στα γεμάτα την εποχή τους/ δίχως να φοβούνται να πουν τα λόγια τους ρητά/ ούτε όταν βλέπουν καθαρά/ την ορεινότητα του μέλλοντος».

Το φευγιό

Στο ποίημα «(Δίχως να το ξέρει – βόλτα στον Θερμαϊκό)» η φυγή προκύπτει ως φυσική αντίδραση σ΄αυτήν την ίδια τη συνθήκη της εγγύτητας. Ακόμη κι αν πρόκειται για ένα καλό ερωτικό μαζί («έφυγα με την πλάτη μου μήλο καλά δαγκωμένο απ’ τα δόντια του»), το κοντά μπορεί να δημιουργήσει ταραχή, να ζητήσει απόσταση, να οδηγήσει τον αφηγητή από τη θαλπωρή του ζεστού κρεβατιού που μοιράζεται με κάποιον άλλο στη μοναξιά της πόλης τις πρώτες πρωινές ώρες: «Να βγεις κρυφά να δεις/ τη μοναξιά της σκόνης στα κλειστά περίπτερα/ μα και τ’ αμάξια που στη Βασιλίσσης Όλγας/ μοιάζουν αυτόβουλα/ σαν την Κριστίν του Κάρπεντερ». Το ίδιο αυτόβουλα ο αφηγητής «… δίχως [ο ερωτικός σύντροφος] να το ξέρει/ με βήματα γοργά κάτω απ’ το μπλε/ φως χειρουργείου της εισόδου/ τον άφησ[ε] μόνο του στης γκαρσονιέρας το σκοτάδι» για να εναποθέσει την εσωτερική του ταραχή στην πόλη: «Μα όλα σε διαρκή ταραχή κι ας μην ακούγεται/ το ελάχιστο κύμα». Εξάλλου, το να ξεμακραίνεις, να δημιουργείς μια προσωρινή μοναχικότητα αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη για να προκύψει η ίδια η γραφή. Η αμφιθυμία της απόστασης ορίζει έτσι την ποιητική γραφή ως μια φυγή επώδυνη μάλλον, παρά ως καταφύγιο. Στα ποιήματα «Στην παραλία» και «Νύχτα στην πλατεία Γαρδένιας», τα οποία αντικρίζουν το ένα το άλλο στις σελίδες 40 και 41 της έκδοσης, η ενδεχόμενη φυγή του ενός «Ίσως φύγεις στο εξωτερικό/ […] Φτερουγίζει γύρω στην πλατεία/ το απελπισμένο/ λευκό/ αύριο» γίνεται ο καθρέφτης της τάσης φυγής του άλλου: «Καμιά φορά ωστόσο δεν αντέχεται η νύχτα/ σου έλεγα πως σε στιγμές θα ήθελα να φύγω/ μακριά σου/ κίτρινος απ’ τον φόβο». Στα όρια του σπαραγμού φτάνει η συνειδητοποίηση της αθέλητης τάσης φυγής στο ποίημα «Με κερδίζεις»: «Μούσκεψες πάλι. Βάζω τα μάγουλά μου να σκουπίσω/ τη νυχτερινή σου πλάτη/ νιώθω να σε εγκαταλείπω ανεξήγητα, θέλω/ να χτυπήσω το κεφάλι μου που σε αφήνω/ να στάζεις δάκρυα στο σκοτεινό προχώλ/ σαν ομπρέλα λαϊκής». Με τον λεκτικό αιφνιδιασμό του τελευταίου στίχου ο αφηγητής γειώνεται σε αυτό που θα λέγαμε συμβατικά πραγματική ζωή: «-τι έπαθες;/ τίποτα. Θέλω τσίσα», αλλά και συνομιλεί με το επείγον των αναγκών της παιδικής ηλικίας.

Τα υποκοριστικά

Στο μότο του βιβλίου η Όλγκα Τορκάτσουκ ορίζει την τρυφερότητα, μεταξύ άλλων, ως την έγνοια για την ευθραυστότητα της άλλης ύπαρξης. Μπορεί άραγε η τρυφερότητα να υπάρξει γλωσσικά χωρίς υποκοριστικά; Η συλλογή Ίσως φύγεις στο εξωτερικό, καταφάσκει με τόλμη στη χρήση τους. Τα υποκοριστικά, απευθυνόμενα στο αγαπώμενο πρόσωπο, αλλά και όχι μόνο, απαντώνται με συνέπεια σε όλη τη διάρκεια της συλλογής. Από το ποίημα «Τι σου λέω όταν ξυπνάς κατσούφης»: «Έρχομαι τότε ήσυχα στο αυτί σου/ με τα χείλη μου να το πλάσω/ τις γροθιές σου να κάνω μια γλαστρούλα/ ηρεμίας πλάι στο στόμα/ ανακατεμένος με υπνόσκονη/ που σε κάνει έτσι αστείο». Από το ποίημα «Ταξίδι στην Άνδρο»: «…καμιά φορά/ όπως το τσαγκαρόπουλο τον κούρδιζε/ και τονε ακουμπούσε/ κατεβάζαν τα κουρέλια μέσα στη σπηλιά/ και φαίνονταν δυο ζευγάρια πάλευκα πισινάκια / σαν κόκαλα σουπιάς στο βότσαλο». Από το ποίημα «Σου έφερα πίτα της Σάντζιης ή επιστροφή στην Κύπρο»: «Στο θέμα μας τώρα. Σου πήρα την πίτα. Έχει μελάκι/ θα σου διαβάσω όταν γυρίσω ποιήματα/ του Λεύκιου που φέτος λείπει/ από την πρωτομαγιάτικη απεργία στις Φοινικούδες/ καθώς και όλο το καφέ και το λευκό των χαμηλών σπιτιών». Από το ποίημα «Με κερδίζεις»: «φοράς τα παιδικά μου ρούχα με χαϊδεύεις με κρύβεις/ δεν με βρίσκουνε τ’ αγόρια/ που θέλουν να με πετάξουν στ’ αγκάθια/ αλλά τις τρως εσύ για χάρη μου ώστε/ μπήγω τα κλάματα/ στο μαξιλάρι δίπλα στο κόκκινο αυτί σου/ σαν τρυφερούλα πιπεριά». Στα παραπάνω αποσπάσματα η τρυφερότητα του υποκοριστικού εκτός από αυτοτελές εκφραστικό μέσο οικειότητας, παρηγορεί, εξημερώνει, ζητά να ισοφαρίσει την απώλεια, ανασύρει το ανυπεράσπιστο της παιδικής ηλικίας.

Οι γλωσσικές διαπλοκές

Γλωσσικά, στη συλλογή διαπλέκεται “λαϊκή” με “λόγια” γλώσσα και επιτελείται το αντάμωμά τους. Στο μότο του ποιήματος «Άρπαξε τη μέρα» διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το ομώνυμο έργο του Σολ Μπέλοου: «Έπρεπε να κάνω χειρωνακτική δουλειά σ’ όλη μου τη ζωή, αναλογίστηκε. Τίμια χειρωνακτική δουλειά που σε εξαντλεί και σου φέρνει νύστα. Έτσι θα διοχέτευα κάπου την ενεργητικότητά μου και θα ‘νιωθα καλύτερα. Αλλά εγώ ήθελα να διακριθώ». Χειρωνακτική εργασία στον ένα πόλο, επιθυμία για διάκριση στον άλλο. Στο Ίσως φύγεις στο εξωτερικό επιτελείται μια γλωσσική ώσμωση μεταξύ των δύο αυτών πόλων, με αποτέλεσμα την αναταραχή του διπόλου. Στο ποίημα «Ταξίδι στην Άνδρο» για παράδειγμα, ο τόπος καταγωγής, ο ιστορικός τόπος των παραδεδομένων, ανασύρει όχι μουριές, αλλά συκαμιές. Όχι σκυλάκια, αλλά αντίρρηνα, λέξη λατινικής προέλευσης. Όχι ξερολιθιά, αλλά αιμασιά, λέξη αρχαιοελληνικής προέλευσης. Συνειδητές γλωσσικές επιλογές του ποιητικού υποκειμένου, που αναγκάζουν τον αναγνώστη να ανοίξει λεξικό, τον ξεβολεύουν, τον φέρνουν αντιμέτωπο με την αναγνωστική εγρήγορση που χρειάζεται μια ποιητική κατασκευή για να ενεργοποιηθεί κατά την πρόσληψη. Από την άλλη, διαβάζουμε ποπ στίχους σαν αυτούς του ποιήματος «Ένα τριήμερο στην Αίγινα»: «Από έναν κώλο ποδοσφαιρικό και μοντελέ/ από έναν κώλο σπουδαίο πολιτικό/ προτιμώ έναν λαϊκό/ τόσο σφοδρό που όλα τα σοβαρά τα μέγιστα/ αιώνια κι αμετάβλητα κι απαρασάλευτα/ τα στέλνει στον αιώνιο πάτο». Γλώσσα λαϊκή της χειρωναξίας, γλώσσα ερωτική, γλώσσα λόγια της διάκρισης, αταίριαστες γλώσσες διαπλεκόμενες μεταξύ τους, βγάζουν τη γλώσσα στις λεγόμενες οικουμενικές αξίες, στις αξιώσεις των πατεράδων.

Το εξώφυλλο

To σώμα ενός νεαρού άνδρα, ημίγυμνο, αδύνατο, ξαπλωμένο ανάσκελα, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι σαν μαξιλάρι, με ποπ εσώρουχο, πάνω σε ποπ σεντόνια, αφημένο, χαλαρό, σε στάση ανάπαυσης, σε θέση ευαλωτότητας, «απλωμένος ίσιος και ζεστός μια αναμμένη λάμπα αλογόνου-χαλαζία». Αρρενωπότητα που θα μπορούσε να γειτνιάζει με θηλυκότητα, ακόμη και με παιδικότητα, «μιλά με σπασμένη αντρική χροιά στη φωνή», «εξασκε[ί] […] το ταλέντο/ να αφήνε[τ]αι στην αγάπη μαλακός/ καθώς πεσκίρι».

* Η Ανδρονίκη Τασιούλα είναι θεατρολόγος με μεταπτυχιακό στη Νεοελληνική Φιλολογία. Άρθρα και βιβλιοκριτικές της έχουν δημοσιευθεί σε (ηλεκτρονικά) περιοδικά λογοτεχνίας. Λογοτεχνικά της κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους, όπως Αδέσποτα, 45 αφηγήσεις για την παιδική και εφηβική ηλικία και Γράφω την εαυτή μου, συλλογικά φεμινιστικά γραφΩλογήματα, καθώς επίσης και στο ηλεκτρονικό αφιέρωμα των εκδόσεων Θράκα στην έμφυλη βία. Εργάζεται ως καθηγήτρια Θεατρολογίας σε Σχολές Ανώτερης Επαγγελματικής Κατάρτισης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ναυάγιο της Πύλου: Άσκηση ποινικής δίωξης για κακουργήματα σε 17 μέλη του Λιμενικού Σώματος μεταξύ των οποίων και ανώτεροι αξιωματικοί της ηγεσίας του

Εκδήλωση ΕΣΔΕΠ ΑΠΘ «Μητροπολιτικό Πάρκο ΔΕΘ»