in

Ημερολόγιο Δεκεμβριανά. Του Χρήστου Λάσκου

Βάλιας Σεμερτζίδης, Ημερολόγιο Δεκεμβριανά -20 Οκτωβρίου 1944 -20 Φεβρουαρίου 1945, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2024, σελ. 308 ( εισαγωγή -επιστημονική επιμέλεια: Νίκος Χατζηνικολάου)

Δέρνεται και βασανίζεται ο λαός μας, χτυπιέται σαν τον απελπισμένο που πνίγεται, δεν ζητάει τίποτα, ζητάει να του αφήσουν λεύτερα τα χέρια του, να σώσει τον εαυτό του από το κακό που τον δέρνει. και δεν του αφήνουν τα χέρια λεύτερα.

20 Φεβρουαρίου 1945

Τα λόγια που προηγούνται είναι αυτά, που κλείνουν τις ημερολογιακές σημειώσεις για τα Δεκεμβριανά -λίγο πριν λίγο μετά- του ζωγράφου Βάλια Σεμερτζίδη.

Ο Σεμερτζίδης, για λόγους που δεν είναι βέβαιοι, βρέθηκε πολύ κοντά στα ανώτατα κλιμάκια του ΚΚΕ τη συγκεκριμένη περίοδο. Το γεγονός πως, ως καλός γνώστης των ρωσικών, έπαιζε το ρόλο διερμηνέα με τη ρωσική αποστολή στην Αθήνα και, κυρίως, με τον, επικεφαλής της ρωσικής αποστολής, Ποπόφ, δεν φαίνεται να είναι επαρκής λόγος. Όπως κι αν έχει, όμως, η καθημερινή επαφή με την ηγεσία του επέτρεψε να έχει εμπειρίες, η γνώση των οποίων είναι πολύτιμη για την αποτύπωση, αλλά και την κατανόηση πολλών πραγμάτων. Δεδομένου, μάλιστα, ότι ήταν ημερολόγιο, όχι για δημοσίευση, αυτό που έγραφε, του επέτρεπε να σημειώνει στοιχεία, τα οποία, σε άλλη περίπτωση, είναι πολύ πιθανό να αποκρύπτονταν.

Πριν, όμως, ασχοληθούμε με αυτό το πολύ σημαντικό ζήτημα, αξίζει να σταθούμε σε μερικά από όσα η διήγηση του Σεμερτζίδη επιβεβαιώνει ή αποκαλύπτει.

Πρώτα από όλα, διευκρινίζεται, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως η σταλινική ηγεσία, ο ίδιος ο Στάλιν, είχε «δώσει» την Ελλάδα στον Τσώρτσιλ, προκειμένου να διασφαλίσει πως το σύνολο της Ανατολικής Ευρώπης θα ήταν υπό σοβιετικό έλεγχο. Σήμερα είναι γνωστή η συμφωνία μεταξύ Ρώσων και Βρετανών, βάσει της οποίας, όπως σημειώνει ο Νίκος Χατζηνικολάου, στην εξαιρετικά αναλυτική εισαγωγή του, κατά τη συνάντηση Στάλιν και Τσώρτσιλ στη Μόσχα (9-17 Οκτωβρίου 1944), «[η] παραχώρηση της Ελλάδας στους Άγγλους ήταν το ελάχιστο αντάλλαγμα» (σελ. 76). Αυτό που δείχνει το Ημερολόγιο είναι ότι οι Ρώσοι δεν φρόντισαν να ενημερώσουν σχετικά τους Έλληνες κομμουνιστές, ρίχνοντάς τους σε μια μάχη χωρίς έλεος και χωρίς πιθανότητα επιτυχίας. Τίποτε δεν δείχνει πως η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν, με οποιονδήποτε τρόπο, ενήμερη για το συμφωνημένο μοίρασμα του κόσμου.

Στην πραγματικότητα, έχουμε, πέρα από το «δόσιμο», ανεξάρτητα από τη βούληση του ίδιου του ελληνικού λαού, και απόκρυψη της επαίσχυντης συμφωνίας. Απόκρυψη, που έστειλε χιλιάδες κομμουνιστές σε μια απέλπιδα -χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν, βέβαια- σφαγή. Είναι, μάλιστα, αμφίβολο, αν, ακόμα και ο ίδιος ο Ποπόφ ήξερε τα ντροπιαστικά καθέκαστα. Η μάχη της Αθήνας είχε τελειώσει με τη συντριπτική ήττα του αγωνιζόμενου λαού όταν οι σταλινικοί -από τον Μολότοφ μέχρι τον Διμιτρόφ- άρχισαν να ψελλίζουν, «συμβουλεύοντας» αυτοσυγκράτηση, αφού βοήθεια δεν επρόκειτο να υπάρξει.

Και όχι μόνο αυτό. Ο Στάλιν φρόντισε να καθαρίσει, για λογαριασμό του Τσώρτσιλ, που δέχονταν σφοδρή επίθεση από τους Εργατικούς στην Βρετανία και αντιμετώπιζε ισχυρή επιφυλακτικότητα από τους Αμερικανούς, για την πολιτική του στην Ελλάδα. «Χρειάζονταν λοιπόν δίπλα του του Σοβιετικούς αξιωματικούς. Ακόμα και στη συνεδρίαση στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών το απόγευμα της 26ης Δεκεμβρίου1944 ο Ποπόφ ήταν παρών. Τι δουλειά είχε ο Ποπόφ εκεί, αν όχι να εγγυηθεί, με την παρουσία του και μόνο, ότι η Σοβιετική Ρωσία, η μεγάλη νικήτρια του πολέμου κατά της ναζιστικής Γερμανίας, όπως διαφαινόταν ήδη, ήταν ενήμερη και ενέκρινε τις κινήσεις του Βρετανού πρωθυπουργού; Ο ίδιος ο Τσώρτσιλ διαβεβαίωσε ρητά τους συμμετέχοντες στη συνεδρίαση: “Βεβαίως ήλθαμε εδώ εν γνώσει και εγκρίσει Ρούζβελτ και στρατάρχου Στάλιν”» (σελ. 73).
Από την άλλη, από το ημερολόγιο του Σεμερτζίδη γίνεται απολύτως σαφές πως η επιχειρηματολογία των μεταδοσιλόγων ιστορικών, τύπου Μαραντζίδη ή Καλύβα, ότι η δεκεμβριανή εξέγερση ήταν πραξικόπημα για την κατάκτηση της εξουσίας από το ΚΚΕ, είναι έωλη όσο δεν παίρνει. Ο Σεμερτζίδης, σε μόνιμη και στενή επαφή με την ηγεσία του κόμματος, δεν παύει να δίνει μια εντελώς άλλη εικόνα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, διαβάζοντας τις εγγραφές του, πως ο αγώνας ήταν αμυντικός. Ρητή στόχευση αποτελούσε η Λαοκρατία, μια συνθήκη, στην οποία θα λυθούν «τα χέρια του λαού», για να ζήσει ανθρώπινα και «να προκόψει».

«Λαοκρατία, αυτός ήταν ο στόχος: μια κυβέρνηση των δημοκρατικών δυνάμεων του τόπου, συμπεριλαμβανομένων του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, η οποία θα προχωρούσε στις απαραίτητες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Αυτός ήταν ο πολιτικός στόχος, σε μεγάλο βαθμό, η μεταπολεμική μορφή της πολιτικής των Λαϊκών Μετώπων του Μεσοπολέμου» (σελ.61).
***
Είναι δεδομένο πως βασική διάσταση της επίσημης κομματικής παρουσίασης είναι η εξύμνηση του ηρωικού χαρακτήρα του αγώνα του Δεκέμβρη. Οι σημειώσεις του Σεμερτζίδη κάνουν την εικόνα πιο σύνθετη. Ο λαϊκός κόσμος φαίνεται να αμφισβητεί, σε μεγάλο βαθμό, τις επιλογές (;) της ηγεσίας.
Στην εγγραφή της 18ης Δεκεμβρίου, ο Σεμερτζίδης επιστρέφει από μια συνάντηση της γειτονιάς που οργάνωσε ο ΕΛΑΣ, κατά την οποία δεν βρέθηκαν εθελοντές “να μπουν στην εφεδρεία του ΕΛΑΣ, να ξεκουράσουν τους άνδρες που τόσες μέρες δεν αναπαύτηκαν”. Δυο μέρες μετά, διαπιστώνει ότι “τι μπορεί να βγει από όλη αυτήν την ιστορία, μια και συνεχίζεται ο πόλεμος με τους Άγγλους, που είναι φυσικά τόσο ισχυροί. Έτσι ανησυχεί, δεν βλέπει πολιτικά καμιά λύση”. Είναι φανερό, επιπλέον, πως οι αγωνιστές του ΕΛΑΣ δεν κινούνται μέσα στις μάζες “όπως το ψάρι στο νερό”.
Στις 11 Ιανουαρίου 1945, μετά την συντριβή, αμφισβητεί τη δυνατότητα της βοήθειας στο κίνημα από το «λαό του βουνού»: “Ο λαός του βουνού δεν θα μας βοηθήσει σε αυτό. Ο λαός του βουνού γκρίνιαζε σαν χτυπάγαμε τους Γερμανούς, και δεν τον είχαμε στο πλευρό μας όλον. Τώρα είναι πολύ χειρότερο. Με δυναμικές λύσεις δεν τελειώνουμε με αυτούς τους αντιδραστικούς”. Ο λαός του βουνού αντιδραστικός, πλέον.

Ο Σεμερτζίδης επανέρχεται πολλές φορές στη διαπίστωση πως «το κόμμα και οι δυνάμεις που στηρίζονται σε αυτό δεν έχουν την εμπιστοσύνη και την συμπάθεια του κόσμου» (σελ. 51). Στις 13 Ιανουαρίου, δυο μέρες αφότου το κύμα της φυγής από την Αθήνα έχει πια σταματήσει στα Τρίκαλα, διαπιστώνει ψυχρά: “Ο κόσμος, όπως και σε όλες τις πόλεις που περάσαμε, μας βλέπει με αδιαφορία […] Στο μύλο μας υποδέχτηκαν αδιάφορα, σαν να μη γίνηκε τίποτα, ο μυλωνάς έκανε λογαριασμούς και μήτε μας πρόσεξε. Οι χωρικοί που ’χαν φέρει το στάρι τους για άλεσμα, ακόμα πιο πολύ. Μπορούσαμε να ’χαμε πνιγεί και θα ’ταν {το} ίδιο γι’ αυτούς. Σαν ντροπή μας κυρίεψε ή μια απογοήτεψη και στενοχώρια. Δεν ξέραμε τι να πούμε και τι να κάνουμε. Ζητήσαμε έτσι νερό, μας δώσανε έναν κουβά. Πήγαμε και βγάλαμε νερό”. Ήταν φανερό πως υπήρχε “έχθρητα και αηδία για μας”!

Το ημερολόγιο, επίσης, δίνει μια ολοκληρωτικά απογοητευτική εικόνα του κομματικού μηχανισμού, που παρουσιάζει, κατά την αποχώρηση του πανικόβλητου εαμικού λαού, εικόνα πλήρους διάλυσης. Ασκεί σφοδρή κριτική «στα κομματικά στελέχη που μόνο για τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους νοιάζονταν» (σελ. 81).

“Καμιά εντολή δεν δίνεται, καμιά σταθερή προοπτική, όλα είναι στην τύχη […] Ύστερα, τώρα ένας σωρό λαός οργανωμένος που ακολουθεί τη δική μας πορεία δυσκολεύει σε αφάνταστο βαθμό τον επισιτισμό. Τι θα φάνε όλοι αυτοί οι χιλιάδες; Δίχως χρήματα, ξυπόλητοι, γυμνοί. […] Εκείνο το ανθρώπινο ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι φοβερό. Δεν λογαριάζει κανείς τον διπλανό του, ο φόβος ότι μπορεί να μείνει πίσω σκοτώνει και το παραμικρό αίσθημα αλληλεγγύης. Εγκαταλείπουν τραυματίες, αδιαφορούν για γυναικόπαιδα, για αρρώστους” (11 Ιανουαρίου 1945). Ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

“Έτσι, άλλοι περπάτησαν 700 χιλιόμετρα με τα πόδια και άλλοι [οι «καθοδηγητές», Χ.Λ.] ήρθαν ολοΐσα και άνετα με αυτοκίνητο. Άλλοι πέθαναν στα χιόνια κι άλλοι {σε} κάθε βήμα είχαν φωτιά και ζεστασιά. Ήταν μια σωστή θύελλα, που πέρασε πάνω από τους ανθρώπους που ως την ώρα εκείνη σφάζονταν και από εκεί και πέρα μαρτυρούσαν. «Όσο σκοτωνόμασταν, μας λέγατε ήρωες και μας θέλατε. Τώρα που χάσαμε τη μάχη, και τραυματισμένους δεν θέλετε να μας βοηθήσετε». Βουίζει στ’ αυτιά μου τούτη η φράση ενός αντάρτη νέου που στο δρόμο ζήτησε να μπει στο αυτοκίνητο, και ο Χαρίλαος δεν τον άφηνε γιατί το αυτοκίνητο «Είναι γεμάτο από όλες τις πλευρές»

Τέτοια πολλά ακούσαμε. Κραυγές απελπισίας και κάποιας αγανάχτησης. Δυσαρέσκεια παντού, παντού υπόκωφες απειλές. «Δεν θα ξανάρθει η ώρα εκείνη;», «Δεν θα ξαναείμαι κάτω;», «Είμαστε αγωνιστές, ρε, χύσαμε το αίμα μας»” (6 Φεβρουαρίου 1945).

Η κριτική του Σεμερτζίδη, σαφώς προνομιούχου του ίδιου, ανάμεσα στην ηγεσία, είναι κατεδαφιστική:
“Τούτη η οπισθοχώρηση από την Αθήνα ξεγύμνωσε τους ανθρώπους μας και έδειξε τα άρρωστα και σιχαμένα κορμιά τους […] λερωμένα ακόμα με την αστική τομαρόφιλη μπογιά και την φασιστική ξετσίπωτη ταχτική […] Οι αγνοί κομμουνιστές, οι αγωνιστές και οι λαϊκοί λούφαξαν, μάτωσε μέσα τους η καρδιά τους, στριφογύριζε ο νους τους. «Αυτοί είναι οι καθοδηγητές μας; Αυτοί είναι που ζητάν από εμάς ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, ως και την ζωή μας θυσία στον αγώνα; Αυτοί είναι που μιλάνε για «κολεχτίβα» και αλληλεγγύη κομματική; Αυτοί οι ίδιοι δεν είναι που λένε για την καινούργια κοινωνία που θα φτιάξουμε; Μας πώς στέκεται δυνατό τα καμώματά τους να είναι χειρότερα από τα καμώματα των μπουρζουάδων και οι τρόποι τους φριχτότεροι από τους τρόπους των φασιστών;» […] Όλοι τούτοι οι απλοί, που δεν έχουν πόστα, που κλοτσήθηκαν, που δεν άκουσαν παρά προγκίσματα, που γέμισαν δάκρια τα μάτια τους από πόνο και απογοήτεψη, θα σας το φυλάξουν, και αυτό είναι το λιγότερο. Φοβάμαι μην το πληρώσει και αλλιώτικα ο λαός, μη σιχαθεί και πάρει τον αντικρινό δρόμο.

«Όλοι εμείς που νιώσαμε τι’ ήταν αυτά τα λάθη, όλοι εμείς που είδαμε γυμνούς από τα φιγουράτα ρούχα τους καθοδηγητές μας, να ζητήσουμε να καλυτερέψουμε την οργάνωσή μας, να ζητήσουμε εκκαθάριση,, σκληρή, αμείλιχτη εκκαθάριση, να ζητήσουμε διαπαιδαγώγηση των στελεχών μας, να ζητήσουμε να ’χουμε πάνω {από} εμάς προπάντων κομμουνιστές»”. (10 Φεβρουαρίου 1945).
Κατά τη γνώμη μου, όποιος νομίζει πως όλα αυτά είναι ιστορικής μόνο σημασίας είναι μακριά νυχτωμένος. Μας αφορούν, την τωρινή στιγμή, όλους μας.

Νομίζω πως έγινε φανερό πόσο πολύτιμο είναι αυτό το βιβλίο. Πρόκειται για μια σπουδαία προσφορά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης και, ιδίως, του Νίκου Χατζηνικολάου, του οποίου η εκατοντασέλιδη εισαγωγή μας προσανατολίζει μοναδικά για την ανάγνωση του Ημερολογίου.
***
Τα παραθέματα μέσα σε «» είναι από το κείμενο του Χατζηνικολάου, ενώ αυτά σε “” είναι αυτολεξεί οι εγγραφές του Σεμερτζίδη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Πολιτισμένοι βάρβαροι. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου