in

Μεταξύ άγνοιας και αγάπης. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Μικελάντζελο Καραβάτζο, Η ταφή του Χριστού (1602-1603) (Πηγή: Wikipedia Commons)

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Ανθοδέσμη για τη Μεγάλη Εβδομάδα, Άρτος Ζωής 2021

Ο «θάνατος του Θεού», που πανηγύρισε ο Νίτσε στη «Χαρούμενη Επιστήμη», είναι υπόθεση του 19ου αιώνα. Ο Διαφωτισμός υπήρξε, νωρίτερα, κάπως πιο μετριοπαθής. Ό,τι λέμε όμως από τότε μέχρι σήμερα «δικαιώματα» –ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά (χωρίς τα τελευταία δεν υπήρξαν στην πράξη τα προηγούμενα)–, κάθε περιορισμός της πολιτικής εξουσίας πάνω στις ζωές των ανθρώπων και κάθε εγγύηση αγαθών και ελευθεριών, είχαν ως προϋπόθεση, αν όχι το «θάνατο του Θεού», σίγουρα πάντως τον δραστικό παραμερισμό του: τον περιορισμό της επικράτειας της πίστης και της εξουσίας της Εκκλησίας, την τόλμη να γνωρίζεις πέρα από τη σκιά της Βίβλου, τη Γαλλική Επανάσταση.

Πιο κοντά μας στο χρόνο, όταν οι δεκαετίες του ’30 και του ’40 πήγαν να συνδέσουν τα δικαιώματα με το χριστιανισμό, το έκαναν υπό την αιγίδα της Δεξιάς και για να περιορίσουν τα δικαιώματα: να τα συνδέσουν με ηθικές συμπεριφορές και να τους βάλουν κάθε λογής ηθικούς φραγμούς. Αυτή την ιστορία λέει ο Αμερικανός φιλόσοφος Σάμιουελ Μόιν, μιλώντας παράδοξα για χριστιανικά ανθρώπινα δικαιώματα (Christian Human Rights, University of Pennsylvania Press 2015).

Ήταν η ταύτιση χριστιανισμού και εξουσίας αναπόφευκτη, όσο την έκαναν να δείχνει τόσοι αιώνες κρατικού και αποικιοκρατικού χριστιανισμού; Γράφει σχετικά ο Σταύρος Ζουμπουλάκης:

Οι χριστιανοί που κατεξουσιάζουν και κατακυριέυουν των άλλων δεν διαπράττουν απλώς μια αμαρτία, αλλά γίνονται ειδωλολάτρες, ομοιούνται τοις έθνεσι, θύουν στο είδωλο της εξουσίας, αρνούνται, τελικά τον Χριστό, που ήρθε ακριβώς για να καταργήσει τα είδωλα. Γιατί όμως το κατεξουσιάζειν είναι ειδωλολατρία; Η απάντηση βρίσκεται στο ότι συνιστά αυτό το οποίο ο Μάξιμος ο Ομολογητής ονομάζει άγνοια, που είναι η άγνοια του αληθινού Θεού, η άγνοια δηλαδή του Θεού της κενώσεως, της αυτοπαραιτήσεως, πάει να πει, από τη δύναμη της επιβολής […] Η πορεία επομένως όσων θέλουν να ακολουθήσουν τα χνάρια του πρέπει να είναι πορεία παραίτησης από την εξουσιαστική επιθυμία («Ανθοδέσμη για τη Μεγάλη Εβδομάδα», Άρτος Ζωής 2021, σ. 29-30).

Ακολούθησε η πολιτική και η ιστορία του «εφαρμοσμένου» χριστιανισμού το μήνυμα αυτό; Απολύτως όχι. Το παράδειγμα αυτό, συμφωνεί ο Ζουμπουλάκης, ηττήθηκε συντριπτικά. Όμως υπήρξε. Στον μακρινό 16ο αιώνα ήταν ο επαναστάτης κληρικός Τόμας Μύντσερ που πολεμούσε την «αντίχριστη αριστοκρατία». Στον κοντινό 20ό, ο Γκουστάβο Γκουτιέρες και η «Θεολογία της Απελευθέρωσης». Και κάπου ανάμεσα, ένας πραγματικός «Πόλεμος των θεών», που ιστορει ο Μικαέλ Λεβί, μιλώντας για έναν απελευθερωτικό χριστιανισμό της πράξης. Αλλά το νήμα αυτό υπάρχει και μέσα στα κείμενα: Tο αναδεικνύει ο ουτοπικός μαρξιστής Ερνστ Μπλοχ, βρίσκοντας τον «Αθεϊσμό μέσα στον χριστιανισμό». Tο επικυρώνει ο αριστερός φιλελεύθερος Μάικλ Ουόλζερ, γράφοντας πόσες φορές η Έξοδος της Παλαιάς Διαθήκης διαβάστηκε ως αλληγορία επανάστασης από τους άμεσα ενδιαφερόμενους.

Αν, ιδίως όσοι δεν πιστεύουμε στην ανάσταση και την παραίτηση, έχει αξία να θυμίζουμε αυτό το «παράδειγμα» χριστιανισμού που πριν ηττηθεί υπήρξε, δεν είναι για να μην είμαστε «εκτός μόδας» τις μέρες των γιορτών. Υπάρχουν πιο ουσιαστικοί λόγοι και τον έναν μας τον δίνει ο ίδιος ο κήρυκας του θανάτου του Θεού: η θέληση του ανθρώπου για δύναμη, αυτή που «σκότωσε το Θεό», γράφει ο Νίτσε, σημαίνει πως «τώρα πρέπει οι ίδιοι εμείς να γίνουμε θεοί! Έτσι μόνο θα σταθούμε στο ύψος της πράξης του φόνου». Πού σταματά, όμως, αυτή η θέληση για δύναμη; Τι την αντισταθμίζει και ποιός της βάζει φρένο; Ποιές πνευματικές πηγές δίνουν κουράγιο στους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τους κατά φαντασία επίγειους θεούς –πολιτικούς και οικονομικούς εγκληματίες, κυνικούς εξουσιαστές, επηρμένα ψώνια της καθημερινότητας;

Τις πνευματικές πηγές τις χρειαζόμαστε γιατί δίνουν νόημα σε αυτόν τον αγώνα και σε ό,τι κάνουμε – και το νόημα αυτό (η ηθική δύναμη, όπως ωραία το έλεγε η Ρόζα Λούξεμπουργκ) είναι ο δεύτερος λόγος που αξίζει να θυμόμαστε αυτόν τον άλλο χριστιανισμό. Ο Ήγκλετον γράφει πως, ακόμα κι αν η ανθρωπότητα έλυνε όλα τα επιστημονικά προβλήματα, η αγωνία των ανθρώπων «τι νόημα έχει όλο αυτό;» δεν θα τελείωνε. Στην περίπτωση του χριστιανισμού, αυτό το νόημα (ή ο δρόμος για τη σωτηρία) είναι μια τόσο «πεζή υπόθεση – τόσο που προκαλεί αμηχανία: τάισμα των πεινασμένων, ξεδίψασμα των διψασμένων, καλωσόρισμα των ξένων και επισκεπτήριο στους κρατούμενους […] Καθένας μπορεί να το κάνει […] Το σύμπαν περιστρέφεται γύρω από την φροντίδα των αρρώστων. Όταν δρας κατ’ αυτόν τον τρόπο, είσαι κοινωνός της αγάπης που δημιούργησε τα άστρα». Αυτό όλο κι όλο είναι η αγάπη.

Καλό Πάσχα!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ενάντια στο δημοψήφισμα για την αποθήκευση CO₂ στον Πρίνο το Δημοτικό Συμβούλιο Θάσου εν μέσω αντιδράσεων