Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Ο Δράκος της Πρέσπας 1. Η κοιλάδα της λάσπης, Καστανιώτης 2014.
Με τη συνολική της ως τώρα δημιουργία, η Ιωάννα Μπουραζοπούλου αποτελεί μια μοναδική και εξόχως αξιόλογη περίπτωση για τη λογοτεχνική μας παραγωγή. Κατά τη γνώμη μου, ανήκει σε αυτούς που βγάζουν την ελληνική λογοτεχνία από τη στενότητα του ελλαδικού χώρου, για να την εισαγάγουν σε ένα περιβάλλον πραγματικά πλανητικό. Αυτό η Μπουραζοπούλου το πετυχαίνει στην πιο δύσκολη, ενδεχομένως –για πολλούς λόγους– περιοχή: στην περιοχή της λογοτεχνίας του φανταστικού, που κατά περιπτώσεις ακουμπά και στην science fiction. Σε μια φάση, μάλιστα, που η λογοτεχνία του φανταστικού φαίνεται να πρέπει να επανεκτιμήσει τον εαυτό της.
Το τελευταίο επίτευγμά της, διότι περί επιτεύγματος πρόκειται, είναι η τριλογία της «Ο Δράκος της Πρέσπας». Το μυθιστόρημα αποτελείται από τρία μέρη: την «Κοιλάδα της Λάσπης», την «Κεχριμπαρένια Έρημο» και «τη Μνήμη του Πάγου». Η τριλογία γράφτηκε μέσα σε μια δεκαετία και βραβεύτηκε με δυο βραβεία: ο πρώτος τόμος με το βραβείο της Ακαδημίας 2014 και ο τρίτος με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2024. Περιλαμβάνει προλογικά και επιλογικά θεατρικά μέρη που αποτελούν τους καθοδηγούς των αυτόνομων μυθιστορημάτων και ταυτόχρονα σημαίνουν το αλληγορικό νόημα της όλης σύνθεσης.
Το στόρυ αναφέρεται σε μια εκδοχή της Πρέσπας, όπου οι συνθήκες έχουν μεταβληθεί εξαιτίας της εμφάνισης μιας οντότητας απροσδιόριστης, του Δράκου, του οποίου τη φύση κάθε όχθη προσδιορίζει διαφορετικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια νέα κλιματική κατάσταση που δημιουργεί και μια διαφορετική γεωμορφία στις τρεις όχθες: στο Νότο λάσπη, από τη διαρκή βροχόπτωση, στην Ανατολή έρημο και θανατερή ζέστη, και στη Δύση πάγο και θερμοκρασίες που νεκρώνουν τα πάντα. Οι δυο Πρέσπες γίνονται μία. Αυτό αποτελεί αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης από την Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης, αλλά η εκμετάλλευση αφορά τα πάντα, όλους τους πόρους της περιοχής. Η Τράπεζα, έχοντας τη συνεργασία υψηλόβαθμων τοπικών υπαλλήλων της, με το δέλεαρ της ανάπτυξης, έχει δεσμεύσει τα πάντα: δανείζει και παίρνει πολλαπλάσια και κυρίως ελευθερία και αυτονομία μαζί με την κρατική κυριαρχία. Στην Πρέσπα αναπτύσσεται δρακολογική έρευνα και αγορά αντίστοιχη. Ο τζίρος είναι τεράστιος.
Η συγγραφέας δημιουργεί ένα μικροσύμπαν που ταυτόχρονα αποτελεί ένα εργαστήριο παρατήρησης πολιτικής, κοινωνικής, εθνικής, ιστορικής. Οι τρεις όχθες –ελληνική, βορειομακεδονική και αλβανική– ακολουθούν πορείες όμοιες και διαφορετικές. Στη διαχείριση του υλικού της η συγγραφέας επιχειρεί να κατανοήσει το μέγεθος και την ιδιαιτερότητα των διαφορών και να αναγνωρίσει τις ομοιότητες, τις οποίες η στυγερή οικονομική και πολιτική εξουσία προσπαθεί και κατορθώνει σε αξιοθαύμαστο βαθμό να μειώνει, έως αφανισμού τους.
Η Μπουραζοπούλου μας έχει συνηθίσει και στα άλλα έργα της –«Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;», «Το Μπουντουάρ του Ναδίρ», «Η ενοχή της αθωότητας», «Το μυστικό νερό»– να μελετά σε συνθήκες φανταστικού περιβάλλοντος κορυφαία ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, συνυπολογίζοντας ή εστιάζοντας στην πολιτική εκδήλωση και έκφρασή τους. Η επιλογή της να αντιμετωπίσει τα ερωτήματα αυτά με τους όρους της φανταστικής λογοτεχνίας σχετίζεται, νομίζω, με το ότι ένα περιβάλλον φανταστικό δίνει την ελευθερία που χρειάζεται προκειμένου να οδηγήσει τα πράγματα στην έσχατη εκδοχή τους και ταυτόχρονα να παρουσιάσει τις συνέπειές τους σε ακραία μορφή. Αυτό ταυτόχρονα της δίνει την δυνατότητα να προτείνει έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός, αφού η δυστοπία που έχει εγκαθιδρυθεί έχει τις ρωγμές της. Ευφυείς και αγνοί άνθρωποι αναλαμβάνουν να λύσουν τους κόμπους παίρνοντας ρίσκα, αλλά και προσηλώνοντας το βλέμμα στην δυνατότητα μιας άλλης, σταθερά προσανατολισμένης στην ανθρώπινη αξία, ύπαρξης.
Και στο «Δράκο της Πρέσπας» υπάρχει ένα πρόβλημα προς επίλυση: πρόβλημα που έχει μια διάσταση αστυνομική, παραμένει όμως στην ουσία του καθαρά πολιτικό. Εδώ θεωρώ ότι πρέπει να επισημάνω μια εξέλιξη στο έργο της, που μπορεί να θεωρηθεί και πορεία προς την ωρίμαση: στα δυο πρώτα έργα, χωρίς να αφήνει έξω το πολιτικό, η συγγραφέας δεν επικεντρώνεται σ’ αυτό. «Το Μπουντουάρ του Ναδίρ» και «το Μυστικό Νερό» έχουν πιο πολύ αστυνομικό χαρακτήρα και μονάχα υποδόρια υπάρχει το πολιτικό. Στα επόμενα, όμως, η πολιτική, με τη στενή και την ευρεία έννοια, κυριαρχεί. Στην Πρέσπα διερευνά το ζήτημα της ταυτότητας, πώς αυτή μπορεί να βασανίζει τους ανθρώπους, πώς ο εθνικισμός της κάθε πλευράς βρίσκει τις δικές του δικαιολογίες και ερμηνείες, αλλά κατά βάση είναι ιδεοληπτικός. Επίσης, πώς οι ταυτότητες ασκούν το ιδιαίτερο βάρος τους στους ανθρώπους των συνόρων και πώς εντέχνως και σκοπίμως αξιοποιούνται από τις εξουσίες, προκειμένου οι λαοί να παραμένουν εκμεταλλεύσιμοι και διαχειρίσιμοι.
Ο κόσμος της είναι μια οικονομική και πολιτική δυστοπία, πολύ κοντά δυστυχώς σ’ αυτό που κι εμείς βιώνουμε σήμερα, γιατί το σήμερα είναι ο χρόνος της Πρέσπας, με πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες να ασκούν μια κυριολεκτική θανατοπολιτική με την βοήθεια εγκληματιών. Αν θυμίζει κάτι, προφανώς και δεν είναι τυχαίο. Πρόκειται για έναν λογοτεχνικό σχολιασμό της σημερινής μας κατάστασης με την επικουρία του φανταστικού, το οποίο όμως δεν είναι δυσανάγνωστο ούτε ανοίκειο. Η κριτική της είναι δριμεία και εύστοχη. Οι δυνατότητες να απαλλαγούν οι όχθες από την καταδυνάστευση της Τράπεζας δημιουργούνται και αξιοποιούνται από ανθρώπινες υπάρξεις που αναγνωρίζουν μέσα τους την ανάγκη να επικοινωνήσουν με τους άλλους, άλλος τυχαία κι άλλος συνειδητά, και δρουν. Η δράση τους τούς φέρνει σε αντίθεση όχι μόνον με την ίδια την εξουσία αλλά και με τα συμφωνηθέντα «ελεύθερα» μεταξύ των οχθών.
Η τριλογία αποτελεί, επίσης, ένα σχόλιο πάνω στα σύνορα, στην ιδεολογία αλλά και στον ψυχισμό των ανθρώπων που ζουν στα σύνορα και, ταυτόχρονα, ένα σχόλιο πάνω στον παραλογισμό του εθνικισμού. Η Μπουραζοπούλου συλλαμβάνει την ενότητα του ανθρώπων ως όλον, το οποίο αναδύεται παρά και κόντρα στις επιταγές του κυρίαρχου ταξικά και πολιτικά επιχειρήματος-ιδεολογήματος-εγχειρήματος — αυτού που πρεσβεύει ότι η διαίρεση είναι το κυρίαρχο στοιχείο στις ανθρώπινες σχέσεις, σύμφυτο με την φύση μας, και ότι πρέπει να συντηρείται με κάθε τρόπο, επιλογή καθαρά ταξική που υποστηρίζεται με όλα τα μέσα από τους κήρυκές της. Η συνεργασία, η αλληλεγγύη, η ενότητα αναδύονται ως η μόνη διέξοδος για την πολιτική δράση που οδηγεί στην έναρξη μιας διαδικασίας που ενδεχομένως θα οδηγήσει στην απελευθέρωση της λίμνης και των κατοίκων της. Όμως, το αν αυτό θα επιτευχθεί δεν δηλώνεται. Βρισκόμαστε δηλαδή εμπρός σε μια αφήγηση με ανοιχτό τέλος, που δίνει στον αναγνώστη την δυνατότητα να συλλογιστεί πάνω στις ενδεχόμενες προοπτικές. Στην ουσία φαίνεται να την ενδιαφέρει περισσότερο να επεξεργαστεί και να αναδείξει πώς προετοιμάζεται μια σύγκρουση/εξέγερση, και όχι πού θα καταλήξει. Κι αυτό το στοιχείο θα λέγαμε πως φέρνει τον αναγνώστη στην σκηνή και τον κάνει συνεργό της.
Η τριλογία «ο Δράκος της Πρέσπας» της Ιωάννας Μπουραζοπούλου δημιουργεί έναν φανταστικό κόσμο, στην ουσία όμως μια διευρυμένη πραγματικότητα, έναν χώρο πραγματικής ελπίδας για την ρήξη με ό,τι δεσμεύει, καταδυναστεύει και πνίγει τον «μικρό» και «ασήμαντο», τον ταπεινό άνθρωπο, με τον πιο αξιομνημόνευτο τρόπο: βάζοντάς μας με τα φτερά της φαντασίας της να πετάξουμε σε μια περιοχή όπου μια άλλη ύπαρξη είναι εφικτή. Ταυτόχρονα, υπάρχει τέτοιος απίστευτος πλούτος καταστάσεων, χαρακτήρων, πλοκής και τόσο ποικίλες διαστάσεις, τόση διανοητική ακτινοβολία, που ανάγουν την ανάγνωσή της σε μια από τις πιο ευτυχείς, απολαυστικές και ενδιαφέρουσες καταβυθίσεις που μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία.