in

Tι με νοιάζει εμένα ο Καντ; Του Χρήστου Λάσκου

Σεμπάστιαν Γκάρντνερ, Ο Καντ και η Κριτική του Καθαρού Λόγου, Νήσος 2024, σελ. 544 (μετάφραση: Μαρία Καρακούση, επιμέλεια: Γιώργος Σαγκριώτης)

 

Δυο πράγματα γεμίζουν την ψυχή με πάντοτε καινούργιο και αυξανόμενο θαυμασμό και σεβασμό […]: ο έναστρος ουρανός πάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου.

Immanuel Kant

 

Υπάρχει, αλήθεια, λόγος να μας ενδιαφέρει σήμερα ο Καντ; Ακόμη περισσότερο, αν είμαστε αριστεροί, αλλά όχι καθηγητές φιλοσοφίας, έχει κάποια αξία η μελέτη του;

Η απάντησή μου είναι ανεπιφύλακτα καταφατική. Δεν υπάρχει τρόπος να «φιλοσοφήσουμε» συστηματικά, ο οποίος να παρακάμπτει τον Καντ και, ιδίως, την Κριτική του Καθαρού Λόγου.

Από αυτήν την άποψη, η έκδοση του βιβλίου του Σεμπάστιαν Γκάρντνερ είναι πραγματική προσφορά.

Το συγκεκριμένο μείζον έργο του Καντ είναι ένα έργο που αφορά την μεταφυσική. Γιατί τα προβλήματα πάνω στα οποία είχε προσκρούσει ο Διαφωτισμός συνδέονταν κατεξοχήν με το ζήτημα της μεταφυσικής.

Συνηθίζεται, όσοι δεν είμαστε καθηγητές της φιλοσοφίας, όταν μιλάμε για μεταφυσική, να φέρνουμε στο μυαλό μας φαντάσματα, εκτοπλάσματα, μυστηριώδεις οντότητες και τόπους, γκόθικ πύργους, ψυχές και πνεύματα. Δεν υπάρχει, ίσως, στην ιστορία των ιδεών, μεγαλύτερη στρέβλωση από την συγκεκριμένη.

Γιατί, στην ιστορία της φιλοσοφίας, η μεταφυσική είναι η οντολογία, η αναζήτηση, δηλαδή, της αλήθειας αναφορικά με τα «πρώτα» όντα, αυτά που βρίσκονται στις απαρχές, με τη λογική, αλλά, για κάποιους, και με τη χρονική έννοια, όλων των όντων. Αλλά και αναφορικά με το είναι, ως το «πλαίσιο» μέσα στο οποίο διαμείβονται τα πάντα.

Για τον Αριστοτέλη, η οντολογία είναι η Πρώτη φιλοσοφία. Αυτή που διερευνά τις καταστατικές έννοιες της υπόστασης, της ουσίας, της αιτίας, της ύπαρξης,… Χωρίς τις σχετικές διευκρινίσεις, το οποιοδήποτε γνωστικό εγχείρημα είναι απολύτως επισφαλές.

Γιατί, όμως, μεταφυσική; Αυτό το μετά- δεν σημαίνει και «πέρα»; Μεταφυσική δεν σημαίνει «πέρα από τη φυσική»; Και αυτό, επομένως, δεν προσδίδει στη λέξη έναν υπερβατικό χαρακτήρα, πέραν του κόσμου τούτου; Το πιο χαρακτηριστικό  αντικείμενο σκέψης της μεταφυσικής δεν είναι ο Θεός; Το πιο υπερβατικό από όλα τα «όντα»; Όχι απαραιτήτως. Ο Θεός -κι εδώ απασχολούμαστε με την έννοια και όχι την ύπαρξη- δεν είναι αναγκαίο να είναι υπερβατικός. Ακόμη κι αν του αποδώσουμε όλα τα στοιχεία, που του αναγνωρίζουν οι θρησκείες -τελειότητα, απειρότητα, αιωνιότητα, πανταχού παρουσία,…-, δεν χρειάζεται να είναι υπερβατική οντότητα. Όπως έδειξε ο Σπινόζα, ο Θεός ή Φύση -Deus sive Natura- μπορεί, κάλλιστα, να εκληφθεί ως εμμενής, ενδοκοσμική οντότητα.

Η μεταφυσική, λοιπόν, δεν ασχολείται, κατ’ ανάγκη, με το υπερβατικό. Πολύ περισσότερο, δεν ασχολείται με το «υπερφυσικό». Η μεταφυσική είναι η οντολογία, η διερεύνηση του καθαρού είναι, πριν από οποιονδήποτε προσδιορισμό του. Είναι δυνατή, όμως, μια τέτοια διερεύνηση; Ή ματαιοπονούμε στην αναζήτησή της; Εφόσον η εμπειρία μας είναι πάντοτε εμπειρία του συγκεκριμένου, άρα του προσδιορισμένου, αυτού που έχει χρώμα, ήχο, θερμοκρασία, αλλά και συχνότητα, περίοδο, ένταση…, πώς μπορούμε να αχθούμε στο καθαρό; Τι σημαίνει, άραγε, ουσία, αν δεν πρόκειται για μια συγκεκριμένη ουσία;

Ας σημειώσω εδώ ότι η εισαγωγή της λέξης μεταφυσική δεν έγινε, για να υποδηλώσει κάτι, αλλά γιατί στο «ράφι» με τα έργα του Αριστοτέλη, ο ανώνυμος τίτλος που ακολουθούσε τη Φυσική του, όντας μετά τη Φυσική, απέκτησε τον, χωρίς σημασιολογικό περιεχόμενο, τίτλο Μεταφυσική. Απόλυτη τυχαιότητα, ως ένα είδος ειρωνείας για τον φιλόσοφο, που τόσο δούλεψε πάνω στο ζήτημα των αναγκαία υπαρχουσών αιτιών για όλα τα πράγματα και όλα τα φαινόμενα.

Η αριστερή «μαζική» διαπαιδαγώγηση δεν έχει αποδειχτεί κατάλληλη για την προώθηση του φιλοσοφικού στοχασμού. Τα εγχειρίδια «διαλεκτικού υλισμού» -του περίφημου diamat της σταλινικής εποχής- μάλλον παραμόρφωσαν παρά επιμόρφωσαν το μυαλό όσων εκεί βάσισαν τη φιλοσοφική τους γνώση. Αυτό δεν οφείλονταν στον «εκλαϊκευτικό» τους χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο, δεν οφείλονταν στην αδυναμία των απλών αγωνιστών να προσεγγίσουν «δύσκολες» έννοιες, χωρίς την «απλοποίησή» τους. Όπως έχει δείξει, πολύ πειστικά, νομίζω, ο Αλτουσέρ, «όλοι οι άνθρωποι είμαστε φιλόσοφοι». Όλοι, μαζί με τον Καντ, στεκόμαστε με δέος μπροστά στον έναστρο ουρανό επάνω μας και στον ηθικό νόμο μέσα μας.

Η φιλοσοφική υστέρηση του ιστορικού μαρξισμού, η συμπίεση όλης της φιλοσοφικής διαμάχης στην προκρούστεια κλίνη του διπόλου υλισμός -ιδεαλισμός, είναι, νομίζω, δεδομένη. Ο Μαρξ δεν άφησε -σε ένα συρτάρι του- παρά κάποιες απειροελάχιστες σκέψεις, τις περίφημες Θέσεις για τον Φόιερμπαχ, σκαριφήματα διεγερτικά για το μυαλό, αλλά ελάχιστα βοηθητικά για τη φιλοσοφία. Οι παρεμβάσεις του Λένιν θα μπορούσαν, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθούν από ατυχείς έως πολύ προβληματικές.

Υπήρξε, βέβαια, ο Λούκατς, ο Κορς, ο Κόζικ, ο Αλτουσέρ, ο Ιλιένκοφ,… Υπήρξε η σπουδαία σοβιετική δεκαετία του ’20, όταν ο Σπινόζα, ιδίως, αλλά και όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι -και οι «ιδεαλιστές»- υπήρξαν αντικείμενο μελέτης. Το συνολικό φιλοσοφικό ισοζύγιο, ωστόσο, του μαρξισμού υπήρξε αναμφίβολα ελλειμματικό.

Η επιστροφή στη φιλοσοφία δεν μπορεί παρά να είναι μια επιστροφή στο διαχρονικό πεδίο μάχης, όπου αντιπαρατίθενται τα μεγάλα ρεύματα. Η επιστροφή στη φιλοσοφία δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει, ως κατεξοχήν κρίσιμη κίνηση, την επιστροφή και στον Καντ.

Η Κριτική του Καθαρού Λόγου είναι από τις καθοριστικότερες στιγμές στην ιστορία της φιλοσοφίας. Ίσως, η επιλογή του Μαρξ να υποτιτλίσει το Κεφάλαιο όχι ως Πολιτική Οικονομία, αλλά ως Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας να χρωστάει κάτι στον Καντ.

Κριτική του Καθαρού Λόγου, λοιπόν. Δηλαδή;

“Η «Κριτική» δεν υποδηλώνει μια αρνητική αποτίμηση του αντικειμένου. Σημαίνει απλώς μια κριτική έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας μπορεί να είναι επίσης θετικά. [Όχι μόνο να αποδομήσουμε, αλλά να οικοδομήσουμε]. To «Καθαρό», ένας τεχνικός όρος του Καντ, σημαίνει αυτό που δεν περιέχει τίποτε το οποίο προέρχεται από την κατ’ αίσθηση εμπειρία. Ο όρος «Λόγος» χρησιμοποιείται εδώ επίσης με τεχνική σημασία, για να αναφερθούμε σε εννοιολογικά στοιχεία στη γνωστική διεργασία, τα οποία εμείς προσπορίζουμε στην εμπειρία και τα οποία δεν προέρχονται από αυτήν -στην ορολογία του Καντ «a priori» εννοιολογικά στοιχεία”(σελ. 43).

Παραδοσιακά, το οντολογικό πρόβλημα εντοπίζεται στο τι είναι το όντως Ον. Όχι αυτό που μας αποκαλύπτουν οι αισθήσεις ούτε αυτό που ο νους αντιλαμβάνεται ως τέτοιο, χωρίς προσφυγή στην εμπειρία. Κάτι άλλο, πιο βαθύ και θεμελιώδες. Η αντίστιξη της Ηρακλείτειας αντίληψης για το είναι ως διαρκή ροή έναντι της Παρμενίδειας, σύμφωνα με την οποία η κίνηση είναι ψευδαίσθηση και το Ον είναι Εν, αδιαφοροποίητο, χωρίς μέρη και απολύτως ακίνητο φανερώνει, σε ένα βαθμό, με τι ασχολείται η οντολογία.

Αντίστοιχα, το γνωσιολογικό πρόβλημα αφορά το τι μπορώ να γνωρίσω. Δεδομένου πως οι αισθήσεις μου με παραπλανούν συχνά, είναι αμφίβολο αν μπορώ να γνωρίσω το τι πραγματικά υπάρχει βασιζόμενος σε αυτές. Όμως και η προσφυγή στο Λόγο δεν είναι βάσιμη, αφού η γνώση του κόσμου απαιτεί να τον κάνω, με κάποιον τρόπο, κτήμα μου, που σημαίνει να συνδεθώ μαζί του, να «μολυνθώ» από αυτόν.

Η μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ ορθολογιστών, όπως ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα και ο Λάιμπνιτς και εμπειριστών, σαν τον Λοκ, τον Χιούμ και τον Μπέρκλι, που καθόρισε τη νεότερη φιλοσοφία, επιχείρησε να απαντήσει σε αυτά τα ζητήματα.

Ο Καντ, θεωρώντας πως οι δρόμοι που είχαν ακολουθηθεί δεν οδηγούσαν σε ασφαλείς απαντήσεις, αν δεν προκαλούσαν επιπλέον σύγχυση, άλλαξε συνολικά την προοπτική, υπό την οποία ετίθετο το πρόβλημα.  Αποδέχτηκε ότι η γνώση δεν μπορεί παρά να είναι γνώση του κόσμου, που σημαίνει εμπειρική. Τα όρια της γνώσης μας είναι τα όρια της εμπειρίας μας. Αυτό, ωστόσο, κάθε άλλο παρά τον έκανε εμπειριστή.

Ο Λόγος είναι ικανός να έχει γνώση των πραγμάτων που βρίσκονται εντός των ορίων της εμπειρίας και μόνο αυτών. Θεμέλιο, λοιπόν, της θεμιτής χρήσης του Λόγου είναι η εμπειρία. Ο Λόγος είναι ορθός, όταν εφαρμόζεται στα υλικά που παρέχονται από την εμπειρία και έρχεται σε σύγκρουση με τον εαυτό του τη στιγμή που απομακρύνεται από την εμπειρία.

Η εμπειρία, όμως, μας τροφοδοτεί με εντυπώσεις. Αυτό που κάνει ο Λόγος είναι να παράγει από αυτές παραστάσεις των αντικειμένων, κάνει, δηλαδή, την πραγματικότητα αντικείμενο για μας. Ο νους μας, λοιπόν, θα πρέπει να είναι ικανός να μετασχηματίσει την εντύπωση της πραγματικότητας σε μια παράστασή της. Να κάνει την πραγματικότητα κτήμα του.

Κάνουμε, όμως, την πραγματικότητα κτήμα μας ασκώντας επίδραση σε αυτό που η ίδια μας παρουσιάζει.  Τα αντικείμενα, σαν να λέμε, παριστάνονται από το νου μόνο μετασχηματισμένα από το νου, πράγμα αναπόφευκτο.

Το παράδειγμα της αιτιότητας, όπως το είχε θέσει ο Χιούμ, η επαφή με τον οποίο τον ξύπνησε, όπως ιστορεί ο Καντ, από τον δογματικό του λήθαργο, είναι ενδεικτικό. Πραγματικά, δεν υπάρχει και δεν είναι δυνατή καμιά απόδειξη της ύπαρξης αιτιότητας στον κόσμο. Το γεγονός ότι ένα φαινόμενο ακολουθεί ένα άλλο, οσεσδήποτε φορές κι αν παρατηρηθεί, δεν συγκροτεί μια αιτιακή σχέση μεταξύ των δύο. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Για τον Καντ, η αιτιότητα δεν είναι τρόπος της «εξωτερικής» πραγματικότητας, αλλά τρόπος του νου να παριστάνει κι έτσι να βάζει σε τάξη την πραγματικότητα.

Αντίστοιχα, ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι ιδιότητες του κόσμου, αλλά ιδιότητες που ο νους αποδίδει στα αντικείμενα.  Ένα είδος πλαισίου, που μας δίνει τη δυνατότητα να βάζουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Εμείς παριστάνουμε τα πράγματα τοποθετώντας τα στις μορφές της εποπτείας, που είναι διαθέσιμες στο υποκείμενο, στο νου. Ο χώρος και ο χρόνος δεν υπάρχουν «εκεί έξω». Είναι οι αναγκαίες, για τον δικό μας τρόπο παράστασης, μορφές της εποπτείας, της αισθητικότητας. Εξωγήινοι νόες θα μπορούσαν να διαθέτουν εντελώς διαφορετικές μορφές της εποπτείας.

Βάσει αυτών, ο νους μας, εξοπλισμένος με μορφές της εποπτείας (χώρος και χρόνος), έννοιες (ουσία, αιτιότητα, πολλαπλότητα, ενότητα, κ.λπ.) και ιδέες (Θεός, κόσμος, ψυχή) διαμορφώνει τις παραστάσεις, που επιτρέπουν τη γνώση.

Γνώση των φαινομένων πάντα και όχι των «πραγμάτων καθεαυτά».

Δεδομένου πως η μεσολάβηση της εμπειρίας και των αισθήσεων είναι προϋπόθεση της γνώσης, τα πράγματα καθεαυτά, τα ding-an-sich, είναι απολύτως μη προσβάσιμα. Έχει ενδιαφέρον να ειπωθεί πως γι’ αυτά ο Καντ χρησιμοποιεί και τον ελληνικό όρο noumena -νοούμενα και όχι παριστάμενα.

Ακριβώς, δε, επειδή δεν μπορούμε να έχουμε εμπειρία του Θεού και της ψυχής δεν υπάρχει κανένας τρόπος παράστασής τους, συνεπώς, και κανένας τρόπος γνώσης τους. Ο Καντ αποδομεί τις φιλοσοφικές αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού και αποκαλύπτει όλες τις αντινομίες, που εμφανίζονται κάθε φορά που επιχειρούμε να γνωρίσουμε πράγματα, που δεν μας παρέχει η εμπειρία.

Η καντιανή μεταφυσική υπερβαίνει την οντολογία και την γνωσιολογία, κατασκευάζοντας ένα σύμπλοκο, του οποίου αυτές αποτελούν διαστάσεις χωρίς να διαθέτουν πραγματική αυτονομία.

Προφανώς, η έκθεση του έργου του Καντ είναι αδύνατη στον απειροελάχιστο χώρο που διαθέτω. Ελπίζω να έγινε στοιχειωδώς, έστω, φανερή η μεγάλη του σημασία. Ακόμη κι αν το μόνο που θα μας μείνει είναι το εκπληκτικό ξεκαθάρισμα εννοιών θεμελιωδών για οποιαδήποτε επαρκή σκέψη αξίζει, με το παραπάνω, ο κόπος.

Ο Γκάρντνερ έχει πετύχει, με αξιοθαύμαστο τρόπο, μια παρουσίαση εντυπωσιακά εύληπτη. Η μεταφράστρια έχει τη δική της μεγάλη συμβολή, όπως και ο επιμελητής.

Το βιβλίο μας δίνει τη δυνατότητα, χωρίς να είναι αυτή η πρόθεσή του, να καταλάβουμε πόσο ευνοεί τον αριστερό στοχασμό -κατεξοχήν, και τον πολιτικό- η ενασχόληση με τη «μεταφυσική». Η αναλυτική δεινότητα είναι κυριολεκτικά πρότυπη.

Γυρνώ στην αρχή. Η φιλοσοφία είναι αναγκαία και πανταχού παρούσα. Η συστηματική φιλοσοφία είναι μοναδική στοχαστική πρακτική, με επίπτωση σε όλες τις άλλες πρακτικές.

«Ταξική πάλη» στη φιλοσοφία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς καλή γνώση της φιλοσοφίας και της ιστορίας της. Το βιβλίο του Γκάρντνερ είναι από εκείνα που κάνουν τα «δύσκολα» προσβάσιμα σε αναγνώστες πολύ πέρα από τους «ειδικούς».

Πρόκειται για άλλη μια σπουδαία προσφορά των εκδόσεων Νήσος.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Θέλουμε ένα αληθινό μητροπολιτικό πάρκο στο κέντρο της πόλης μας;

Ανασαίνοντας Δύσκολα στη Θεσσαλονίκη: Γιατί Χρειαζόμαστε Περισσότερο Πράσινο και Καθαρό Αέρα