Τη χρονιά που μας πέρασε (2011) ένα παράλογο φαινόμενο παρουσιάστηκε στο περιθώριο των εκδοτικών δραστηριοτήτων της χώρας. Οι εκδόσεις «Τόπος» δημοσίευσαν σε μορφή γραφικής Νουβέλας τη συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Βουτυρά «Παραρλάμα», σε σκίτσο Θανάση Πέτρου και σενάριο Δημήτρη Βανέλλη.
Τα διηγήματα που έχουν εικονογραφήσει οι δημιουργοί, τμήμα των οποίων είχε δημοσιευτεί, όσο ακόμα εκδιδόταν, στο περιοδικό 9, αποτελούν εικονογραφήσεις από επιλεγμένα διηγήματα του Βουτυρά που εκτείνονται από την αρχή της λογοτεχνικής του διαδρομής (1901) έως και το 1935.
Ο Δημοσθένης Βουτυράς είναι από αυτές τις εξαιρετικά αμφίσημες φιγούρες της ελληνικής λογοτεχνίας, που αν και ήταν διάσημος την εποχή που έγραφε, από το θάνατο του και μετά (1954) το έργο έμεινε στην αφάνεια μέχρι και τη δεκαετία του ’90. Έγραφε αποκλειστικά μικρά διηγήματα σε περιοδικά της εποχής για λόγους βιοπορισμού. Οι ιστορίες του εκτυλίσσονταν ως επί το πλείστον στον αστικό χώρο, οι ήρωες τους ήταν άνδρες από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της πόλης, συχνά περιθωριακοί, ημίτρελοι ή μέθυσοι. Τα έργα του είχαν έντονο το στοιχείο του μεταφυσικού και δεν είναι τυχαίο πως πολλές ιστορίες του λογίζονται πλέον ως οι πρώτες λογοτεχνικές απόπειρες στην Ελλάδα, στο πεδίο που σήμερα αναγνωρίζεται ως επιστημονική φαντασία.
Την εποχή που έγγραφε ο Βουτυράς η πρόσληψη του έργου του ήταν μάλλον αρνητική, παρά το γεγονός το ότι ο συγγραφέας ήταν δημοφιλής. Αν και σήμερα θεωρείται ο πρώτος έλληνας μοντερνιστής, οι σύγχρονοί του επέκριναν την αποσπασματικότητα, τον κατακερματισμό των ιστοριών του αλλά πάνω από όλα την απουσία φιλοσοφικής θεώρησης στο έργο του και την ηθική «ρηχότητα» των ηρώων του. Ο Βουτυράς μιλούσε για τα κατώτερα στρώματα, αλλά δεν έβλεπε σε αυτά ούτε την αναγέννηση της εθνικής ψυχής που θα ήθέλε η δεξιά λόγια σκέψη της εποχής, μα ούτε και την ηθική ανωτερότητα της εργατικής τάξης που οι άνθρωποι των γραμμάτων της αριστεράς ήθελαν διαρκώς να υπογραμμίζουν. Οι ήρωες του είναι στο περιθώριο της κοινωνίας, το ξέρουν και στρέφονται ενάντια της. Δεν το κάνουν όμως μέσα από κάποιο δημόσιο πολιτικό τρόπο, αλλά με το έγκλημα, τις ονειροπολήσεις και το φευγιό που η φανταστική αφήγηση χαρίζει μέσα από ταξίδια στην κόλαση, στον Άρη, στον Άδη ή στη θάλασσα. Υπό αυτή την έννοια, τα διηγήματα του Βουτυρά είναι η πεμπτουσία αυτού που ο Έρνστ Μπλοχ αποκαλούσε αφηρημένη ουτοπία, την αναζήτηση δηλαδή μορφών υπέρβασης της υπάρχουσας πραγματικότητας μέσα από σχήματα που δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένους και ορθολογικά προσδιορισμένους τρόπους κοινωνικού μετασχηματισμού. Και οι ήρωες του ακολουθούν μοτίβα αντίστασης που η σημερινή κοινωνιολογία και ιστοριογραφία αναγνωρίζουν ως άδηλες μορφές εναντίωσης στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, οι οποίες συνυπάρχουν μαζί με τις έκδηλες μορφές πολιτικής σύγκρουσης και αντιπαράθεσης.
Οι ιστορίες που επέλεξαν να εικονογραφήσουν οι δημιουργοί ακολουθούν με σεβασμό την επιμονή του συγγραφέα να σκιαγραφεί την ζωή των κατώτερων στρωμάτων μέσα από τις καθημερινές τους στιγμές. Φαγητό, τσακωμός, πόθος, δουλειά, καπηλειό, είναι όλα θέματα των σκίτσων του Θανάση Πέτρου. Τα σχέδια του μοιάζουν να μετεωρίζονται ανάμεσα σε μία εξευγενισμένη εκδοχή ζωγραφιών του Θεόφιλου και αγιογραφιών με έμφαση στα πρόσωπα και τις εκφράσεις τους. Εκφράσεις όμως σκληρές, μοχθηρές και απελπισμένες σαν τις ζωές που θέλουν να απεικονίσουν. Κι αυτό είναι που κάνει τούτο το άλμπουμ να φαντάζει τόσο παράλογο. Σε ένα μέσο που για τα ελληνικά εκδοτικά πράγματα είναι καινούργιο και αντιεμπορικό –το κόμικ– δύο δημιουργοί αρνούνται να δουν το σκίτσο ως παραλογοτεχνία και «στρώνονται» για να σχηματίσουν τις πιο πλήρεις εικόνες της ζωής των κατώτερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.
Σε ένα λογοτεχνικό τοπίο που ρημάζεται από την οικονομική κρίση και τις «Λένες Μαντάδες» αυτού του κόσμου, σε ένα πολιτισμικό τοπίο που ο τηλεοπτικός χρόνος καλύπτεται από σειρές που ανάγουν τις μικροαστικές μικρότητες σε έσχατο ορίζοντα της ανθρώπινης εμπειρίας, η απουσία μη εξωραϊσμένων παραστάσεων της ζωής των κατώτερων στρωμάτων είναι εκκωφαντική. Είναι η γλώσσα που δεν έχουμε, οι εικόνες που ενώ τις βλέπουμε στην καθημερινότητά μας δεν θεματοποιούνται από την πολιτισμική παραγωγή και εν τέλει απουσιάζουν από τη σκέψη και το στοχασμό μας. Ίσως για αυτό να είμαστε τόσο έτοιμοι να πιστέψουμε ότι όλοι μαζί τα φάγαμε…
Αναδημοσίευση από το Rednotebook.gr
πηγή: Πυξίδα