in

Οι καταστροφές από φυσικά φαινόμενα και οι αυταπάτες της ανθεκτικότητας. Του Κωστή Χατζημιχάλη

Οι καταστροφές από τις πλημμύρες και τις φωτιές που βιώσαμε πρόσφατα, παλιότερα οι χιονοπτώσεις, οι συχνοί σεισμοί, η πανδημία COVID-19 αλλά και, πριν χρόνια, η χρηματοπιστωτική κρίση στην ΕΕ, αν και διαφορετικά μεταξύ τους συμβάντα, συνθέτουν ένα πολύπλοκο πλέγμα συνεχών πολυ-κρίσεων εγκαθιστώντας  αβεβαιότητες και φόβους για το μέλλον. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούρλιχ Μπέκ, ονόμασε αυτή την εποχή «κοινωνία της διακινδύνευσης». Στις μετα-νεωτερικές κοινωνίες οι πολύ-κρίσεις, μέσω του κυρίαρχου λόγου, έχουν εγκαταστήσει ένα μόνιμο άγχος για την αναμονή κάποιας νέας καταστροφής, ενώ την ίδια στιγμή κυριαρχεί ο υψηλός βαθμός εξατομίκευσης, η απεμπόληση της συλλογικής δράσης για πρόληψη και η αδυναμία εντοπισμού των ευθυνών για τις επιπτώσεις.

Στις κοινωνίες της διακινδύνευσης, μετά από κάποια καταστροφή απουσιάζει ή σκόπιμα αποκρύπτεται μια πολιτική οντότητα η οποία μπορεί πειστικά να εξηγήσει τι πήγε στραβά. Η λογοδοσία δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια, είναι κάτι διάχυτο με αποτέλεσμα οι όποιες ευθύνες να καθίστανται δυσδιάκριτες, σχεδόν ανώνυμες. Δημιουργείται έτσι ένα φαντασιακό του σύγχρονου κόσμου ως κρισιακού,(crisis-driven) ο οποίος περιγράφεται με τον όρο permacrisis”, μια μόνιμη συνθήκη φόβου, ένα μεγάλο διάστημα αστάθειας και επισφάλειας, με δυσδιάκριτους «υπεύθυνους», ευεπίφορο σε αυταρχικές και αντιδημοκρατικές εκδοχές της πολιτικής, όπως αυτές που βιώνουν οι περισσότερες κοινωνίες υπό το καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού, όπως η δική μας.

Εστιάζοντας στις καταστροφές από φυσικά φαινόμενα στην Ελλάδα, θα προσπαθήσω να περιγράψω την πολιτική τους διαχείριση μέσα από μια σειρά δικαιολογίες και μεταθέσεις, γνωστές από τη διεθνή εμπειρία. Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να συνδέσω την διαχείριση των καταστροφών από φυσικά φαινόμενα με την ανθεκτικότητα, αναδεικνύοντας τις αυταπάτες που την συνοδεύουν.

Αρχίζοντας από τις καταστροφές από φυσικά φαινόμενα, Το πρώτο λανθασμένο επιχείρημα/δικαιολογία είναι η χρήση του όρου «φυσικές καταστροφές». Η χρήση του όρου υποθέτει ότι υπάρχει μια και μοναδική φύση σε κατάσταση ισορροπίας, απείραχτη κάπου εκεί έξω. Στη συνέχεια, σκόπιμα ταυτίζει ή στην καλύτερη περίπτωση συγχέει το φυσικό φαινόμενο που είναι αποτέλεσμα φυσικών διεργασιών, πχ. πλημμύρες, σεισμοί, εκρήξεις ηφαιστείων με την καταστροφή η οποία είναι αποτέλεσμα κοινωνικών διαδικασιών, π.χ. ανυπαρξία αντιπλημμυρικών έργων, κατασκευές χωρίς αντι-σεισμικό υπολογισμό, γειτνίαση με ηφαίστειο λόγω εύφορης γης, κ.α Καταστροφή συμβαίνει σε μια περιοχή και στους κατοίκους της λόγω της τοπικής τρωτότητας η οποία είναι διαφοροποιημένη από τόπο σε τόπο και είναι το αποτέλεσμα δράσεων ή παραλήψεων που έχουν γίνει στο παρελθόν, π.χ. ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ή μη αντιπλημμυρικών/αντιπυρικών έργων, ο χωροταξικός σχεδιασμός, οι συνθήκες κατοίκησης, ο έλεγχος των υποδομών, η θεσμική ετοιμότητα, αλλά και οι πολλές παράνομες ενέργειες ιδιωτών όπως μπαζωμένα ρέματα, αυθαίρετες κατασκευές σε δάση, κ.α. Για τους παραπάνω λόγους, η έκθεση σε κίνδυνο και η τρωτότητα αποτελούν κοινωνικές κατασκευές οι επιπτώσεις των οποίων είναι άνισες μεταξύ τόπων, μεταξύ κοινωνικών τάξεων, φύλων, εθνικοτήτων, κλάδων απασχόλησης και συνθηκών κατοίκησης, δηλαδή είναι βαθύτατα πολιτικές. Δεν υπάρχει τίποτα το «φυσικό» στις φυσικές καταστροφές, υπάρχουν καταστροφές, σκέτο.

Η κλιματική κρίση είναι η μόνη υπεύθυνη για τις καταστροφές που προέρχονται από φυσικά φαινόμενα, αυτό είναι το δεύτερο επιχείρημα, συνέχεια του πρώτου. Προφανώς η κλιματική κρίση είναι εδώ και τα αλλάζει όλα, όπως έχει γράψει η Ναόμι Κλάιν. Οι καταστροφές που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια είναι πιο συχνές και περισσότερο έντονες λόγω της κλιματική κρίσης. Αγνοώντας όμως τα περί κοινωνικής κατασκευής της τρωτότητας, ο κυρίαρχος λόγος περιγράφει την κλιματική κρίση ως εξωτερικό παγκόσμιο πρόβλημα/απειλή, απέναντι στο οποίο όλοι οι τόποι, τα έμβια όντα και η φύση είναι πιθανά θύματα. Αδιαφορεί για τις προϋπάρχουσες  έντονες κοινωνικές και χωρικές ανισότητες θεωρώντας λανθασμένα ότι όλοι οι τόποι και όλα τα έμβια όντα έχουν τον ίδιο βαθμό ευαλωτότητας. Στη συνέχεια προσεγγίζει τις καταστροφές σε συγκεκριμένους τόπους και σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες γενικεύοντας το πρόβλημα («μα το ίδιο δεν συμβαίνει παντού;»), αθροίζοντας ανόμοιες περιπτώσεις με σκοπό τη μετάθεση ευθυνών σε ένα ανώνυμο εχθρό/εισβολέα, χωρίς ενσώματη υπόσταση. Το γεγονός ότι ζούμε σε άδικες και εκμεταλλευτικές κοινωνίες, με έντονες χωρο-κοινωνικές ανισότητες, όπου η φύση κατασκευάζεται και πωλείται ως εμπόρευμα, με άλλα λόγια σ’ αυτό που συνήθως αποκαλούμε νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, ούτε κατονομάζεται ούτε αμφισβητείται.

Έχοντας κατοχυρώσει ότι δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης του υφιστάμενου status quo, το επόμενο βήμα είναι η αναζήτηση λύσεων εκεί που η κυρίαρχη τάξη καταφεύγει πάντα, στην αγορά, στην ελεημοσύνη από το μεγάλο κεφάλαιο και στην ατομική ευθύνη. Η λίστα είναι γνωστή και δοκιμασμένη: έμφαση στην μετα-κατατροφική φάση και παραμέληση της πρόληψης, ιδιωτικοποιήσεις, άμεσες επεμβάσεις με αναθέσεις σε τρίτους, βίαιη μετατροπή των χρήσεων γης προς περισσότερο εμπορικές (διάβαζε real estate, ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά), εμπορευματοποίηση και εισαγωγή «πράσινων» καταναλωτικών προϊόντων και συμπεριφορών (ηλεκτρικά αυτοκίνητα, χάρτινα καλαμάκια, ανακύκλωση κ.α.), υποχρεωτική ατομική ασφάλιση για καταστροφές και επαναφορά της πυρηνικής ενέργειας ως «πράσινης», η λίστα είναι μεγάλη.

Το τέταρτο επιχείρημα αφορά στη σχεδόν θεολογική πίστη στις «έξυπνες» τεχνολογίες ως λύση στις πολύ-κρίσεις. Για τις κρίσεις και τις καταστροφές από φυσικά φαινόμενα, κανείς δεν αμφισβητεί τις δυνατότητες που παρέχουν οι νέες τεχνολογίες, έξυπνες ή όχι, π.χ. για την πρόβλεψη και έγκαιρη προειδοποίηση εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων. Το πρόβλημα βρίσκεται στην απόλυτη πίστη στις «έξυπνες» τεχνολογίες ως τη σύγχρονη τεχνο-διαχειριστική λύση έναντι καταστροφών, αγνοώντας το μείζον θέμα της χωρο-κοινωνικά άνισης τρωτότητας τόπων και κοινωνιών, η οποία έχει διαμορφωθεί από δράσεις στο παρελθόν. Και το χειρότερο: περιορίζουν τους διαθέσιμους πόρους για πρόληψη η υποβάθμιση της οποίας αποτελεί το υπόβαθρο για μελλοντικές καταστροφές, ή αγνοούν δράσεις που μπορούν να γίνουν και με απλούς τρόπους, πχ η οικολογική ανθεκτικότητα με τα προστατευτικά δάση πάνω από οικισμούς, την οικολογική διαχείριση νερών και γης και την χωροταξική ανθεκτικότητα με τον ανασχεδιασμό των χρήσεων γης.

Έτσι έρχομαι στο δεύτερο μέρος, την ανθεκτικότητα και τις αυταπάτες που την συνοδεύουν.

Το πρόταγμα της ανθεκτικότητας απαντά σε μια προφανή διαπίστωση: ποιος και ποια δεν θέλει να είναι ανθεκτικός, να αισθάνεται ασφαλής; Εκμεταλλευόμενοι τον ψυχισμό του φόβου, τα προγράμματα ανθεκτικότητας βασίζονται σε ένα φαντασιακό βιοπολιτικής για ένα μέλλον όπου καραδοκούν κάθε είδους αναπόφευκτοι κίνδυνοι, ατομικές ή συλλογικές καταστροφές. Οι πολίτες έχοντας βιώσει αρνητικές εμπειρίες από «κύματα τρόμου» και «κύματα ηρεμίας», με χαμηλό ηθικό λόγω της συνεχούς οικονομικής ανέχειας και ζώντας με τον εφιάλτη της επόμενης καταστροφής, βρίσκονται ευάλωτοι απέναντι σε μια φοβική καθημερινότητα, γεμάτη fake news και αγωνία για το αύριο. Τα προγράμματα ανθεκτικότητας και ο συνολικός λόγος της εξουσίας που τα συνοδεύει, προωθούν ένα θετικό φαντασιακό για ένα μέλλον όπου οι κίνδυνοι θα αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά και γι’ αυτό έχουν μεγάλη απήχηση.

Ένα πρώτο πρόβλημα που συμβάλει στις αυταπάτες είναι εννοιολογικού χαρακτήρα αλλά με σοβαρές πολιτικές συνέπειες. Η ανθεκτικότητα ως έννοια μας έρχεται από τις φυσικές επιστήμες, κυρίως την οικολογία και από τις επιστήμες του μηχανικού και της αντοχής υλικών/κατασκευών. Απέκτησε μεγάλη βαρύτητα στους κύκλους χάραξης πολιτικής μετά την αξιολόγηση των επιπτώσεων μεγάλων καταστροφών από φυσικές διεργασίες (πχ πλημμύρες, σεισμοί) και από κοινωνικές διαδικασίες (πχ οι οικονομικές κρίσεις 1987 και 2008, η πανδημία 2019, κ.α.). Ωστόσο, οι πολλαπλές γενεαλογίες της έννοιας δημιουργούν οντολογικά και μεθοδολογικά προβλήματα όταν μεταφέρονται άκριτα στις κοινωνικές επιστήμες. Η ερμηνεία της ανθεκτικότητας στις φυσικές επιστήμες  βασίζεται σε φυσικούς νόμους και εξηγείται a priori ως θετικό γεγονός, όπως η φυσική ανάκτηση ενός οικοσυστήματος. Στην οικολογία η έκθεση σε κινδύνους είναι εγγενής διαδικασία στην ανάπτυξη των ζωντανών οργανισμών και το πρόβλημα γι’ αυτούς δεν είναι πώς θα σωθούν αλλά πώς θα προσαρμοστούν στους εξωτερικούς κινδύνους. Όμως, ακόμα και στα οικοσυστήματα υπάρχουν ζητήματα με τη χρήση της έννοιας επειδή ο πληθυσμός των ειδών τα οποία μπορούν να επανέλθουν και να συντηρηθούν χωρίς υποβάθμιση, εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες στους οποίους δύσκολα μπορεί να τεθεί κάποια σταθερά.

Ο ορισμός της ανθεκτικότητας ο οποίος προέρχεται από τις φυσικές επιστήμες ως «η δυνατότητα ενός συστήματος να επανέλθει στην αρχική κατάσταση ισορροπίας μετά από ένα σοκ ή μια καταστροφή», δεν ισχύει για τις χωρο-κοινωνικές σχέσεις. Γιατί πρώτο, στους κοινωνικούς σχηματισμούς δεν υπάρχει κατάσταση ισορροπίας αλλά συνεχούς αστάθειας και συγκρούσεων. Δεύτερον, γιατί η ανθεκτικότητα μιας περιοχής και των κατοίκων της δεν είναι κάτι «φυσικό», δεν υπάρχουν αναπόφευκτα: η χωρο-κοινωνική τρωτότητα, όπως είπα παραπάνω, έχει κατασκευαστεί κοινωνικά και πάντα θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, καλύτερα ή χειρότερα.

Η δεύτερη αυταπάτη στην ανθεκτικότητα είναι η αναζήτηση της φυσικής ισορροπίας σε κοινωνικούς σχηματισμούς μετά από μια καταστροφή. Βρίσκεται στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας, του καθεστώτος ρύθμισης την εποχή της εμφάνισης της νέας έννοιας στα τέλη του 1980. Δεν υποστηρίζω ότι η ανθεκτικότητα είναι μια νεοφιλελεύθερη έννοια καθ’ αυτή, αλλά ότι αναπτύχθηκε σε κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια όταν κυριαρχούσαν οι νεοφιλελεύθερες απόψεις.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΟΟΣΑ κ.α., έχουν εντάξει στρατηγικές ανθεκτικότητας και προσαρμοστικότητας στη διαχείριση οικονομικών κρίσεων. Οι επιλογές αυτές οφείλουν πολλά στον Φρίντριχ φον Χάγιεκ, τον γκουρού του νεοφιλελευθερισμού και της νεοκλασικής θεωρίας ισορροπίας, ο οποίος κατανοούσε τα αίτια των οικονομικών κρίσεων ως εξωγενή συμπτώματα αποτυχημένων κρατικών παρεμβάσεων. Τα κοινωνικά συστήματα, γράφει ο Χάγιεκ, είναι σαν τα βιολογικά τα οποία ορίζονται ως σύνθετα, προσαρμοστικά σε κρίσεις, και μπορούν να επανέλθουν σε κατάσταση ισορροπίας αν απελευθερωθούν από παρεμβάσεις και αφεθεί ελεύθερη η αγορά. Η πιθανότητα αστοχίας της, υποτιθέμενης, αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς, δεν τίθεται καν ως ερώτημα.

Το μέλημα για ισορροπία μετά από μια καταστροφή συνοδεύεται από την αναζήτηση «επιστροφής στην κανονικότητα», αυτό που συχνά επικαλούνται οι πολιτικοί διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα. Η κανονικότητα γι’ αυτούς είναι η απρόσκοπτη συνέχεια της οικονομικής μεγέθυνσης. Αυτό που προέχει λοιπόν είναι η ανθεκτικότητα του συστήματος και οι όποιες πολιτικές και δράσεις για περιορισμό των κινδύνων από φυσικά φαινόμενα ή κοινωνικές αιτίες, γίνονται με γνώμονα την απρόσκοπτη διατήρηση των συνθηκών συσσώρευσης. Από εδώ προκύπτουν οι προτεραιότητες και η άνιση κατανομή πόρων για έργα/δράσεις μετά από μια καταστροφή καθώς οι προτεραιότητες ανάκαμψης και αύξησης της ανθεκτικότητας καθορίζονται από ταξικά, εθνοτικά και γεωγραφικά κριτήρια.

Η τρίτη αυταπάτη έχει κοινά σημεία με την πολιτική διαχείριση των καταστροφών και βασίζεται στην Α-πολιτικοποίηση και στις «έξυπνες» τεχνολογίες, στις «έξυπνες» πόλεις/περιφέρειες. Η κυρίαρχη χρήση της ανθεκτικότητας από τις σημερινές μορφές εξουσίας βασίζεται, όπως είπα, στην υπόθεση της «φυσικοποίησης» των κρίσεων κάθε είδους. Δεν εκπλήσσει λοιπόν η απουσία ερωτημάτων για την πολιτική εξουσία, κεντρική ή τοπική, για τους θεσμούς και τις πολιτικές πρόληψης ή για την κατανομή των διαθέσιμων πόρων ανάκαμψης. Απουσιάζει δηλαδή η πολιτική. Αντ’ αυτής προωθούνται τεχνο-διαχειριστικές πολιτικές με ισχυρές δόσεις πανάκριβων τεχνολογιών και «έξυπνων» εργαλείων. Δεν αμφισβητώ την χρησιμότητα των νέων τεχνολογιών, στέκομαι όμως κριτικά στην προτεραιότητα που δίνουν σ’ αυτές οι νεοφιλελεύθεροι, αδιαφορώντας για την πρόληψη και για τις υφιστάμενες συνθήκες τρωτότητας.

Για την εξουσία στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, τα υποκείμενα της ανθεκτικότητας και της προστασίας από κινδύνους δεν περιλαμβάνουν τις χιλιάδες μετανάστες/ριες οι οποίοι/ες παραμένουν «αόρατοι/ες» στις καταγραφές των θυμάτων από καταστροφές, στις πυρκαγιές ή στις πλημμύρες των τόπων δουλειάς, στα εγκλήματα της Πύλου και των Τεμπών ή στα καθημερινά ναυάγια στο Αιγαίο. Την «αορατότητα» συνοδεύουν πάντα η απόκρυψη ευθυνών και η καταστροφή αποδεικτών στοιχείων.

Και για να ολοκληρώσω.

Τι σημαίνει να ζεις μια επικίνδυνη ζωή; Δεν είναι ένα φιλοσοφικό ή ηθικό ερώτημα αλλά βαθύτατα πολιτικό. Αποτυπώνει την ιδεολογία εκείνων που χαράζουν πολιτικές οι οποίοι θέλουν να αποκλείσουμε το όνειρο για μια μόνιμη ασφάλεια και να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι το μέλλον μας είναι συνυφασμένο με κάθε είδους κίνδυνο, από φυσικά φαινόμενα ή από κοινωνικές διαδικασίες.

Έχοντας απαξιώσει τη συλλογική ασφάλεια με μέριμνα του κράτους και των δήμων, προωθούν για τους έχοντες τις ατομικές στρατηγικές μείωσης της έκθεσης σε κινδύνους (από τα ατομικά ασφαλιστικά συμβόλαια, τις θωρακισμένες πόρτες, τις κάμερες ασφαλείας και τους σεκιουριτάδες μέχρι τις περιφραγμένες κοινότητες, τις ιδιωτικές πυροσβεστικές εταιρείες κ.α.), αδιαφορώντας για το σύνολο ή αν αυτό γίνεται σε βάρος άλλων μελών της τοπικής κοινότητας, άλλων κοινοτήτων της χώρας ή του υπόλοιπου κόσμου.

Αυτή η προσέγγιση αποτελεί τη βάση των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων προσεγγίσεων που έχουν ενσωματώσει την ανθεκτικότητα στις πολιτικές τους. Σύμφωνα με τις τελευταίες, το υποκείμενο της ανθεκτικότητας πρέπει μόνιμα να παλεύει για να προσαρμόζεται σε κινδύνους του εξωτερικού κόσμου και όχι να αλλάζει τις δομές και τις συνθήκες που αναπαράγουν την τρωτότητα και τους κινδύνους που επιφυλάσσει. Αυτή η θέση δεν είναι μόνο απαράδεκτη γιατί κανονικοποιεί την επισφάλεια αλλά και θεμελιακά μηδενιστική. Επιπλέον υποκινεί μια μορφή συλλογικής αμνησίας και απάθειας. Αυτό που «πρέπει» να θυμόμαστε από μια καταστροφή είναι «λιγότερος θυμός» και περισσότερο «ήσυχη αποδοχή της κατάστασης επισφάλειας». Να αποδεχτούμε την τρωτότητα ως κάτι αναπόφευκτο και να παραβλέψουμε την κοινωνική της κατασκευή, δηλαδή τις ευθύνες για ενέργειες ή παραλήψεις που έγιναν στο παρελθόν, από το κράτος, τους δήμους και τους αυθαιρετούντες ιδιώτες.

Μέσω της ανθεκτικότητας, συγκροτείται λοιπόν μια λογική διακυβέρνησης στην οποία η αποτυχία μιας πολιτικής δεν συνιστά «αποτυχία πολιτικής», αλλά ευκαιρία μάθησης. Οι ανθρώπινες και υλικές απώλειες σε ένα σύνθετο κόσμο, όπως λένε, επιτρέπει σ’ αυτούς που χαράσσουν πολιτικές «να μάθουν». Σκεφθείτε για λίγο πόσες φορές έχετε ακούσει από αυτή την κυβέρνηση το «μαθαίνουμε από τα λάθη μας».

Αυτές είναι οι προθέσεις της σημερινής νεοφιλελεύθερης εξουσίας: χρησιμοποιώντας τον ψυχισμό του φόβου προσπαθούν να ελέγξουν τις κοινωνικές αντιδράσεις καλύπτοντας τις δικές τους παραλήψεις με την αποδοχή της τρωτότητας ως αναπόφευκτης ή κλείνοντας τα μάτια σε παρανομίες πολιτών και, με όχημα τις υποσχέσεις για μεγαλύτερη ανθεκτικότητα μέσω των προγραμμάτων ανάκαμψης, μεταθέτουν την όποια συλλογική ασφάλεια σε ένα απροσδιόριστο μέλλον.

Για πόσο καιρό ακόμη θα μπορούν οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις να νομιμοποιούν την ύπαρξη τους παρά τις συνεχείς κρίσεις ηγεμονίας που αντιμετωπίζουν όταν αφήνουν απροστάτευτους τους πολίτες; Δυστυχώς για όσο καιρό όσοι και όσες δεν συμφωνούν με τις επιλογές και τις πολιτικές τους δεν αντιτάσσουν το δικό τους εναλλακτικό ηγεμονικό σχέδιο με κύριους αποδέκτες τους υποτελείς αυτής της κοινωνίας. Αυτό όμως χρειάζεται γνώση, οργάνωση, κινητοποιήσεις σε τοπικό και εθνικό επίπεδο και ριζοσπαστικές προσεγγίσεις, θέματα άγνωστα και αδιάφορα στις μέρες μας όπου κυριαρχούν Μεσσίες.

*Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι μαρξιστής γεωγράφος, ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κάθε εξοπλιστική κούρσα κάνει τον κόσμο πιο ανασφαλή