Η έντονη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ Τραμπ και Ζελένσκι στο Οβάλ Γραφείο την Παρασκευή, 28 Φεβρουαρίου, ήταν σίγουρα θεαματική. Πέρα από την ψυχαγωγία, πρόσφερε μια σπάνια ματιά σε αυτό που συμβαίνει κεκλεισμένων των θυρών προτού εμφανιστούν οι ηγέτες μπροστά στις κάμερες, υιοθετώντας έναν εκλεπτυσμένο, διπλωματικό τόνο, προσεκτικά τυλιγμένο σε μια περίπλοκη γλώσσα για δημόσια κατανάλωση.
Για να είμαι σαφής: δεν μου αρέσει ο Τραμπ, δεν μου αρέσει ο Ζελένσκι, δεν μου αρέσει ο Πούτιν και δεν μου αρέσει κανένας από τους ηγέτες της ΕΕ. Βεβαίως, μπορείτε να τους ταξινομήσετε όπως θέλετε, χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που προτιμάτε, αλλά για μένα αυτό δεν είναι ένα αφηρημένο παιχνίδι.
Όλοι παίζουν έναν ρόλο, ο καθένας ανάλογα με τη δύναμή του, σε έναν ευρύτερο αγώνα που δεν αφορά μόνο την Ουκρανία και τον λαό της, αλλά και στο πώς θα καθοριστεί η επόμενη φάση της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Και ας είμαστε ειλικρινείς: όποια κι αν είναι αυτή η νέα τάξη, αν δεν υπάρξει διαρκής και ισχυρή κινητοποίηση από τα κάτω, εμείς θα είμαστε αυτοί που θα πληρώσουμε το τίμημα, αντιμετωπίζοντας ακόμη ακόμα πιο βαθιές κοινωνικές ανισότητες και μια επιταχυνόμενη κλιματική καταστροφή.
Η συνάντηση της περασμένης Παρασκευής στο Οβάλ Γραφείο μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βολοντίμιρ Ζελένσκι ξεκίνησε με τις εθιμοτυπικές ευγένειες, αλλά γρήγορα εκφυλίστηκε σε μια έντονη ανταλλαγή απόψεων. Αν παρακολουθήσατε ολόκληρη την 45λεπτη συζήτηση, θα είδατε πώς κλιμακώθηκε σταδιακά η ένταση, με τον Τραμπ να επαναλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερις φορές πόσο μεγάλη τιμή ήταν γι αυτόν να φιλοξενεί τον Ζελένσκι. Αλλά εξίσου συχνά μιλούσε για τη «μεγάλη συμφωνία» – σχετικά με τα ορυκτά των σπάνιων γαιών – που ανυπομονούσε να ολοκληρώσει, υπό την προϋπόθεση ότι όλα θα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο.
Κάτω από την επιφάνεια, η σύγκρουση αποκάλυψε ένα βαθύτερο χάσμα, ιδιαίτερα για τρία βασικά ζητήματα: την εμπιστοσύνη, τον τρόπο αναφοράς στον Πούτιν και τις εγγυήσεις για την ασφάλεια. Περιττό να πούμε ότι ο Τραμπ και ο Ζελένσκι δεν συμμερίζονται την ίδια ιδέα για την εμπιστοσύνη στον Πούτιν. Ο Τραμπ, πιστός στο διαπραγματευτικό του ένστικτο, φαίνεται να πιστεύει ότι η αλληλεπίδραση με τον Πούτιν απαιτεί τη διατήρηση μιας ουδέτερης, αν όχι φιλικής, στάσης. Αρνήθηκε να τον επικρίνει ανοιχτά, ακολουθώντας τη λογική σύμφωνα με την οποία ένας διαπραγματευτής δεν προσβάλλει τον άνθρωπο που θέλει να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπως είπε αργότερα ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο. Ο Ζελένσκι, προφανώς, δεν είχε καμία επιφύλαξη επί αυτού. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης συνέχισε να τονίζει πόσο επικίνδυνος και αναξιόπιστος είναι ο Πούτιν, επαναλαμβάνοντας την ανάγκη για σταθερές δεσμεύσεις ασφαλείας από τη Δύση.
Και εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο: οι εγγυήσεις για την ασφάλεια, που, σε αντίθεση με τη ρητορική, απαιτούν χρήματα, στρατεύματα και μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις. Ο Τραμπ βλέπει την Ουκρανία όχι ως προτεραιότητα με όρους ασφάλειας, αλλά ως οικονομική ευκαιρία.
Κατά την άποψή του, από τη στιγμή που θα επιτευχθεί μια συμφωνία με τη Ρωσία, η ασφάλεια καθίσταται δευτερεύον ζήτημα. Όποια ελάχιστη προστασία θεωρείται απαραίτητη μπορεί να ανατεθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, οι ηγέτες των οποίων έχουν ήδη υποσχεθεί στρατιωτική υποστήριξη.
Ο Τραμπ υποβάθμισε επίσης τη σοβαρότητα της κατάστασης της ασφάλειας στην Ουκρανία, υποστηρίζοντας ότι η παρουσία Αμερικανών εργαζομένων και εταιρειών στη χώρα θα μπορούσε από μόνη της να σταθεροποιήσει την κατάσταση, μειώνοντας την ανάγκη για μια συνεχή στρατιωτική υποστήριξη.
Γιατί, λοιπόν, να πληρώσει η Ουάσιγκτον το λογαριασμό; Ο Ζελένσκι και οι Ευρωπαίοι ηγέτες, προφανώς, βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Για αυτούς, οι εγγυήσεις ασφαλείας πρέπει να είναι σαφείς, νομικά δεσμευτικές και, κυρίως, να υποστηρίζονται από στρατιωτικές και οικονομικές δεσμεύσεις των ΗΠΑ.
Την Κυριακή, ο Ζελένσκι και οι Ευρωπαίοι ηγέτες συναντήθηκαν στο Λονδίνο για να επεξεργαστούν μια στρατηγική για το πώς θα πείσουν τον Τραμπ ότι οι αόριστες διαβεβαιώσεις δεν αρκούν. Η πρόκληση που έχουν μπροστά τους είναι ξεκάθαρη: να πείσουν έναν πρόεδρο των ΗΠΑ που βλέπει την Ουκρανία κυρίως μέσα από έναν εμπορικό φακό ότι, χωρίς αξιόπιστα δυτικά αποτρεπτικά μέσα, ακόμη και οι περίφημες συμφωνίες του για τις σπάνιες γαίες δεν θα είναι ασφαλείς από τη ρωσική παρέμβαση.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ προσέφερε μια εντελώς διαφορετική προοπτική από εκείνη του Τραμπ, επιμένοντας ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες προτίθενται να εμπλέξουν τις εταιρείες τους στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, πρέπει επίσης να εξασφαλίσουν ένα ισχυρό πλαίσιο ασφαλείας για την προστασία τους. Ο Στάρμερ εξέφρασε επίσης την ευρύτερη ευρωπαϊκή ανησυχία ότι μια απόσυρση των ΗΠΑ από την παροχή βοήθειας για την ασφάλεια στην Ουκρανία θα μπορούσε να υπονομεύσει την κυριαρχία της χώρας και να την καταστήσει ευάλωτη σε μια μελλοντική ρωσική επιθετικότητα.
Στο μεταξύ, η ευρωπαϊκή ανησυχία αυξάνεται. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτραβηχτούν, το μέλλον της Ουκρανίας παραμένει επισφαλές και η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει ακόμη μεγαλύτερη δέσμευση για την ασφάλεια προκειμένου να αποτρέψει τις μελλοντικές ρωσικές επιθέσεις. Αλλά η συζήτηση για την ασφάλεια της Ουκρανίας δεν διεξάγεται στο κενό: αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διατλαντικής διαμάχης σχετικά με τις στρατιωτικές δαπάνες. Ο Τραμπ έχει εγκαταλείψει τον παλιό στόχο του 2% του ΝΑΤΟ, επιμένοντας τώρα να ξοδεύουν οι σύμμαχοι τουλάχιστον το 5% του ΑΕΠ για την άμυνα αλλιώς κινδυνεύουν να αφεθούν στην τύχη τους. Αυτή η κλιμάκωση έχει κλονίσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, πολλές από τις οποίες ήδη αγωνίζονται να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους.
Η Γερμανία και η Γαλλία υποσχέθηκαν σημαντικές αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες, αλλά η πραγματικότητα παραμένει αμετάβλητη: κάθε ευρώ που προορίζεται για την άμυνα δαπανάται σε βάρος κάποιου άλλου τομέα. Ο συμβιβασμός υλοποιείται ήδη, με τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ, σε συμφωνία με τον Τραμπ, να περικόπτει τη διεθνή βοήθεια για να απελευθερώσει πόρους για την άμυνα. Είναι μια γνώριμη εξίσωση: η πρόνοια, οι υποδομές και οι δημόσιες υπηρεσίες θυσιάζονται σιωπηλά στο όνομα της ασφάλειας. Η ίδια η έννοια των «εγγυήσεων για την ασφάλεια» είναι αμφιλεγόμενη. Η κυβέρνηση Τραμπ τις θεωρεί ευέλικτες, υπό όρους και, κυρίως, συναλλακτικές. Σύμφωνα με τη λογική του, μια συμφωνία με τη Ρωσία θα καταστήσει περιττές τις μακροπρόθεσμες στρατιωτικές δεσμεύσεις, ενώ η οικονομική δέσμευση –ειδικά οι εμπορικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στην Ουκρανία– θα είναι επαρκής για να διασφαλιστεί η σταθερότητα. Από αυτήν την άποψη, εναπόκειται στην Ευρώπη, με το άμεσο περιφερειακό της συμφέρον, να αναλάβει το βάρος της ουκρανικής άμυνας.
Για τους Ευρωπαίους ηγέτες και για την Ουκρανία, ωστόσο, οι εγγυήσεις για την ασφάλεια δεν είναι αφηρημένες αλλά απτές: συνεπάγονται συγκεκριμένες στρατιωτικές δεσμεύσεις, προμήθειες όπλων και νομικά δεσμευτικές αμυντικές συμφωνίες.
Η Ουκρανία, έχοντας επίγνωση ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ παραμένει απίθανη, αναζήτησε εναλλακτικές λύσεις που να αντιστοιχούν το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ για να εξασφαλίσει τη δυτική προστασία. Χωρίς αυτές τις δεσμεύσεις, οι Ευρωπαίοι ηγέτες φοβούνται ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα καθυστερήσει, αντί να αποτρέψει, τη νέα ρωσική επιθετικότητα. Αυτή η απόκλιση είναι καθοριστικής σημασίας. Ο Τραμπ υποθέτει ότι τα οικονομικά συμφέροντα θα φέρουν σταθερότητα, ενώ η Ευρώπη και η Ουκρανία υποστηρίζουν ότι η πραγματική ασφάλεια απαιτεί αποτροπή και στρατιωτικές δεσμεύσεις σε βάθος χρόνου.
Αλλά πέρα από τη γεωπολιτική, το πραγματικό κόστος αυτής της νέας τάξης πραγμάτων –είτε πρόκειται για μεγαλύτερη ανισότητα, είτε για λιτότητα ή για κλιματική κατάρρευση– δεν θα το επωμιστούν αυτοί που κάνουν τις συμφωνίες. Όπως πάντα, το κόστος θα επιβαρύνει αυτούς που δεν έχουν λόγο: όλους εμάς που εργαζόμαστε και ζούμε στη νέα καπιταλιστική παγκόσμια τάξη πραγμάτων που τώρα διαμορφώνεται.
Πηγή: comune-info.net