Μπροστά στην καταιγίδα γεγονότων στη χώρα μας, έχει πέσει και η ιδέα για τη δημιουργία ενός Νέου Λαϊκού Μετώπου και στην Ελλάδα.
Προφανώς, η έμπνευση προέρχεται από το αντίστοιχο γαλλικό παράδειγμα, που κατάφερε πέρσι να εμποδίσει τους φασίστες να γίνουν πρώτη δύναμη εκλογικά.
Γνώμη μου είναι πως η ιδέα μπάζει από παντού.
Πρώτα πρώτα, στη Γαλλία πρωταγωνιστής, ισχυρός παράγοντας και πυρήνας του εγχειρήματος υπήρξε η Ανυπότακτη Γαλλία. Η καθεστωτική αριστερά, ιδίως οι σοσιαλιστές, προσήλθαν υπό τον κίνδυνο να εξαϋλωθούν αν επέλεγαν αυτόνομη κάθοδο στις εκλογές. Γι’ αυτό, άλλωστε, ήδη κάνουν νερά από παντού, ως κατεξοχήν «θεσμικοί, ρεαλιστές και σοβαροί».
Η ισχυρή θέση των «ανυπότακτων» επέβαλλε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα υπέρ της εργατικής τάξης -ιθαγενούς και μεταναστευτικής- πράγμα που έφερε στη συμμαχία και δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς, όπως το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα.
Η προϋπόθεση αυτή λείπει ολοκληρωτικά. Στην Ελλάδα, η ριζοσπαστική Αριστερά δεν έχει την ισχύ της αντίστοιχης γαλλικής, το αντίθετο. Επομένως, σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα, αντί για κάτι μαχητικό και ριζοσπαστικό, μάλλον, η σούπα είναι πιθανότερη.
Μια δεύτερη παρατήρηση, η οποία αφορά το παλιό καλό Front Populaire του 1936. Αλήθεια μπορείτε να φανταστείτε τον Ανδρουλάκη ως Νταλαντιέ, τον Φάμελλο ως Μπλουμ και τον Χαρίτση ως Τορέζ; Δεν μπορείτε.
Από την άλλη, δεν μπορούμε να αγνοούμε την ανηλεή κριτική, που ασκήθηκε, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κριτικού και επαναστατικού μαρξισμού, στην στρατηγική του Λαϊκού Μετώπου, όπως επιβλήθηκε από τον σταλινισμό, το 1935. Παραπέμπω στον Μαντέλ, τον Κλαουντίν και, ιδίως, τον Πουλαντζά -των οποίων τα σχετικά έργα υπάρχουν στα ελληνικά. Η κοινή γραμμή της κριτικής συνίσταται στο ό,τι η εν λόγω στρατηγική ακύρωσε την επιλογή του εργατικού Ενιαίου Μετώπου και προώθησε συμμαχίες με αστικά κόμματα υπηρετώντας μόνο την εξωτερική πολιτική του Στάλιν.
Αυτά, όμως, είναι «θεωρία», θα έλεγε κανείς. Το θέμα είναι, όπως πάντα, ο ρεαλισμός.
Ας πούμε πως συμφωνούμε.
Με το πρόγραμμα τι θα γίνει;
Θα περιέχει την επανεθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση του σιδηροδρόμου και πολλών ακόμη άλλων; Την κατάργηση του χρηματιστηρίου ενέργειας; Το πέρασμα σε δημόσια ιδιοκτησία των τραπεζών; Την αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, αφού, αρχικά, αποκατασταθεί η απώλεια αγοραστικής δύναμης από τον σωρευτικό πληθωρισμό των τελευταίων χρόνων; Την αύξηση των δαπανών για υγεία και εκπαίδευση, ώστε σε μια τετραετία να φτάσουμε το μέσο όρο της Ε.Ε.;
Λέω μερικά από τα πολλά που απαιτούνται προκειμένου να σταθεί λίγο στα πόδια της η χειμαζόμενη πλειοψηφία. Και ισχυρίζομαι ότι, με τη σύνθεση, στην οποία προσβλέπει η ΝεΑρ, για παράδειγμα, τίποτε από αυτά δεν είναι διεκδικήσιμο. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η ίδια στρέφεται μόνο προς τα «δεξιά» της.
Και για άλλο λόγο, όμως, συμβαίνει αυτό. Η ΝεΑρ είναι ένας πολιτικός οργανισμός, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη κοινωνικής γείωσης, κινηματικής αναφοράς, παρέμβασης στη νεολαία. Πρόκειται για ένα κόμμα στελεχών, αποκλειστικά κοινοβουλευτικής λειτουργίας και κυβερνητικής προσδοκίας. Ένα κόμμα θεσμικής σοβαρότητας.
Επιδιώκει διαφορετικά πράγματα από ό,τι η αντιθεσμική Αριστερά.
Όπως σημειώνει ο Άγγελος Σεριάτος της Prorata:
«Δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση για έναν τέτοιο σχηματισμό, τη ΝεΑΡ – ακόμα και αν λέει αυτά που πιστεύει και πιστεύει όσα λέει – να προσπαθήσει να επανασυστηθεί στην κοινωνία, ιδίως χωρίς να έχει κάνει πριν απ’ όλα μια προωθητική αυτοκριτική στη βάση αξιόπιστων θεωρητικών επεξεργασιών, μεταξύ άλλων και για νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφάρμοσε. Μάλιστα μια τέτοια υπόθεση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη, όταν χρησιμοποιεί κανείς σε πρώτο πλάνο, κυρίως «παλιά» υλικά, τα οποία ανεξαρτήτως των προθέσεων τους έχουν ταυτιστεί με την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ έως και το 2023». Ακόμα και αν λέει αυτά που πιστεύει και πιστεύει αυτά που λέει…
Η ΝεΑρ δεν έχει διατυπώσει την παραμικρή κουβέντα σε ό,τι αφορά τα πεπραγμένα της δεκαετίας. Τα μόνο επιχειρήματα είναι ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ ήταν «με την πλάτη στον τοίχο» και, γενικώς, έκανε καλά πράγματα και διαχειρίστηκε σωστά την κατάσταση! Για το γεγονός πως οι σωστές και σωτήριες για την χώρα επιλογές έκαναν τον χώρο φύλλο και φτερό, ερμηνεία ούτε δίνεται ούτε και αναζητείται.
Είναι κι ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο σχετικό ανέκδοτο, που λέει πως υπάρχει, εδώ και πέντε χρόνια, ένας απολογισμός, που δεν συζητήθηκε. Προφανώς γι’ αυτό φταίνε οι αριστεριστές του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, που το έσκασαν μπροστά στην «ευθύνη». Επιτέλους, ας διαβάσουν τον «απολογισμό» να μας πούνε κι εμάς.
Συχνά λέγεται ότι οι «πολύ αριστεροί» είναι που ευθύνονται για το γεγονός πως δεν προχωράει η υπόθεση της «ενότητας». Πρόκειται για ψέμα. Η υπόθεση της ενότητας, χωρίς εισαγωγικά, δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί δεν υπάρχει το παραμικρό κοινό προγραμματικό έδαφος. Το παραμικρό.
Οι δυνάμεις αριστερά της κοινοβουλευτικής, θεσμικής πάνω από όλα, αριστεράς, επιδιώκουν άλλα πράγματα από αυτήν. Στρατηγικά αποκλίνοντα.
Αυτές οι δυνάμεις, με όλα τους τα θέματα -και δεν είναι λίγα-, είναι κινηματικές, νεολαιίστικες, σε σύνδεση με την ευρύτερη κοινωνική Αριστερά, με την οποία η επίσημη εκδοχή δεν έχει καμιά σχέση.
Η κοινωνική Αριστερά, όση και όποια έχει απομείνει από τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό που τσαλάκωσε την ελληνική κοινωνία από το 2010 μέχρι σήμερα, χωρίς διακοπή, δεν θέλει καμιά σχέση με την θεσμική Αριστερά. Της χρεώνει, δικαίως όσο δεν γίνεται, την καθοριστική συμβολή της στην επικράτηση της ΤΙΝΑ.
Η αυτονομία της ανταγωνιστικής Αριστεράς απέναντι στην αποκλειστικά κοινοβουλευτική είναι αναγκαστική προϋπόθεση μιας πιθανής ανάκαμψής της. Η παρουσία μιας τέτοιας αυτόνομης πολιτικής δύναμης είναι όρος, για να αρχίσουν να διαδίδονται σε μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας όσα το ενιαίο, εν τέλει, πολιτικό σύστημα, αποκρύπτει συστηματικά.
Ένα απλό κι επίκαιρο παράδειγμα:
Σε μια περίοδο, που η εσωτερική πολιτική ατζέντα καθορίζεται από το έγκλημα των Τεμπών, το ζήτημα της εγκληματικής ιδιωτικοποίησης του σιδηροδρόμου, αφού αφέθηκε να απαξιωθεί επί δεκαετίες, δεν τίθεται. Ούτε από το ΠΑΣΟΚ, προφανώς, ούτε από τον ΣΥΡΙΖΑ, προφανώς, ούτε από τη ΝεΑΡ.
Ωραίο Λαϊκό Μέτωπο!
Ιδανικό, για να απαιτεί (sic) θαρρετά και μαχητικά κοινοβουλευτική «διερεύνηση».