Πήτερ Γκόντφρυ -Σμιθ , Ένας άλλος νους -Το χταπόδι, η θάλασσα και η βαθύτερη προέλευση της συνείδησης, μετάφραση: Χρήστος Γεμελιάρης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2024, σελ. 340
Πώς είναι να είσαι νυχτερίδα;
Thomas Nagel
Το ερώτημα που έθεσε ο Nagel, πριν από σχεδόν μισό αιώνα, απασχολεί την φιλοσοφία από τις απαρχές της. Πρόκειται για το πρόβλημα της υποκειμενικής εμπειρίας και, στο βάθος, το πρόβλημα της συνείδησης -που δεν είναι το ίδιο με την υποκειμενική εμπειρία.
Οι φιλόσοφοι αντιμετώπισαν αυτό το ζήτημα, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέσω της ενδοσκόπησης. Παρατηρώντας, δηλαδή, τη δική τους «εσωτερική» ζωή. Η εκκίνηση, άλλωστε, της νεότερης φιλοσοφίας γίνεται με τη θεμελίωση του cogito από τον Καρτέσιο και τη θεμελίωση όλης της υπόλοιπης φιλοσοφίας στο cogito. To cogito -το «σκέφτομαι»- είναι η ακλόνητη απόδειξη πως υπάρχω. Ακόμη κι αν «εγώ», που υπάρχω, δεν έχω καμιά ομοιότητα με την αντίληψη που έχω γι’ αυτήν την ύπαρξη, είναι, πάντως βέβαιο πως υπάρχω. Από αυτήν την άποψη, στο πλαίσιο του δισυπόστατου του κόσμου -ύλη και πνεύμα, σώμα και ψυχή, σκέψη και έκταση στην καρτεσιανή ορολογία- η σκέψη προηγείται λογικά.
Ο Καρτέσιος ξεκινάει με τη ριζική αμφιβολία. Υπάρχει το δωμάτιο; Υπάρχει η φωτιά στη τζάκι; Υπάρχει το χέρι μου; Δεν με έχουν προδώσει τόσες φορές οι αισθήσεις μου; Γιατί όχι και τώρα; Στο όνειρο, επίσης, ή στην παραίσθηση, δεν βλέπω πράγματα, που δεν υπάρχουν;
Μπορεί όλα αυτά να ισχύουν. Ισχύει, όμως, πάνω από όλα, ότι εγώ που αμφιβάλλω υπάρχω.
Ο Σπινόζα έδωσε την πιο συνεκτική αποδόμηση του καρτεσιανού παραδείγματος. Ο μονιστικός υλισμός του απαντά, σημείο προς σημείο, σε όλες τις δυϊστικές και θεϊστικές οντολογίες. Η υπόσταση, εδώ, είναι μία. Αυτά που οι καρτεσιανοί εμφανίζουν ως διαφορετικές υποστάσεις είναι οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους συλλαμβάνουμε τη μοναδική υπόσταση -αυτά που ο ίδιος ονομάζει κατηγορήματα. Τα οποία, μάλιστα, δεν περιορίζονται σε δύο -σκέψη και έκταση, σώμα και ψυχή- αλλά είναι άπειρα. Εμείς αντιλαμβανόμαστε δύο, άλλοι νόες μπορεί να αντιλαμβάνονται περισσότερα.
Για τον Σπινόζα, η «ύλη» και το «πνεύμα» σχετίζονται όπως το κοίλο και το κυρτό σε ένα φακό. Είναι αδύνατο να έχουμε μόνο το κυρτό. Στην πραγματικότητα, το κυρτό είναι παρακολούθημα του κοίλου.
Ο μονισμός αυτός είναι, προφανώς, καθαρός υλισμός. Όλος ο κόσμος είναι ένα πράγμα, μία υπόσταση. Ένα είναι το «υλικό» του, πολλές -άπειρες- οι όψεις του.
Ο Σπινόζα, μάλιστα, δεν αμφιβάλλει: μπορούμε να γνωρίσουμε με ασφάλεια τον κόσμο. «Η αλήθεια είναι δείκτης του εαυτού της και του λάθους». Αλλά η ενδοσκόπηση δεν φτάνει. Εν τέλει, οδηγεί στον σκεπτικισμό.
Νομίζω ότι η περίπτωση του Χιουμ το δείχνει μεγαλοπρεπώς. Ο εμπειριστής Χιουμ θα αμφισβητήσει τον ίδιο τον εαυτό, αφήνοντας στη θέση του μόνο μια ροή αισθητηριακών δεδομένων. Ο δε Μπέρκλι, ακόμη πιο εμπειριστής, θα αμφισβητήσει την ίδια την ύπαρξη του υλικού κόσμου -το μόνο σίγουρο είναι το «πνεύμα» μου και οι παραστάσεις του!
Η ενδοσκόπηση, λοιπόν, μάλλον δεν μας ωφέλησε πολύ.
Ευτυχώς, εδώ και κάποιο καιρό, έχουμε εξαιρετικά εργαλεία προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τα μείζονα φιλοσοφικά ερωτήματα. Η εξελικτική βιολογία, η γνωστική -εξελικτική ψυχολογία και οι νευροεπιστήμες βοηθούν ιδιαίτερα.
Ο Γκόντφρυ -Σμιθ, αξιοποιώντας τα πορίσματά τους, μας προσφέρει μια εντυπωσιακή σύνθεση. Επαναφέρει το ερώτημα του Nagel, αλλάζοντας πρωταγωνιστή.
Πώς είναι να είσαι χταπόδι; Τι αντιλαμβάνεσαι; Πώς είναι να βλέπεις με το δέρμα σου; Πώς νιώθεις; Πονάς; Θλίβεσαι; Τι σκέφτεσαι; Πώς βλέπεις τον εαυτό σου;
Δεν έβαλα τα πολλά εισαγωγικά στα ρήματα των ερωτήσεων γιατί το θέμα είναι να τις σκεφτούμε με τον τρόπο που θέτει το αρχικό ερώτημα: πώς είναι να είσαι χταπόδι.
Γιατί, όμως, επιλέγεται το χταπόδι;
Ο πρωταρχικός λόγος είναι ότι αποτελεί ένα είδος πολύ απομακρυσμένο από εμάς, από τους ανθρωπίδες, από τους πιθήκους, από τα θηλαστικά. Πραγματικά, πόσο πιο μακριά θα μπορούσαμε να βρεθούμε, ως προς την «ύλη» και τη δομή μας, από το χταπόδι, που μπορεί να περάσει ολόκληρο από μια τρύπα ελάχιστα μεγαλύτερη από το ένα του μάτι; Μπροστά στο δικό μας σώμα, το δικό του είναι σχεδόν «άυλο».
Οι τρεις καρδιές του, πάλι, δεν του δίνουν χαρακτηριστικά πολύ απόκοσμα;
Αλλά και σε σχέση με το «νου» του και το νευρικό του σύστημα, πώς μπορούμε να συλλάβουμε ένα ον, που, εκτός από τον κεντρικό του εγκέφαλο, ο οποίος, όπως και ο δικός μας, βρίσκεται στο κεφάλι του, φαίνεται να διαθέτει άλλους οκτώ, έναν για κάθε πλοκάμι του; Οκτώ επιμέρους «εγκεφάλους», με μια σημαντική αυτονομία ο καθένας, με το δικό του επιμέρους νευρικό σύστημα, οι οποίοι συνδέονται, αλλά και αυτονομούνται κατά περίπτωση.
«Το χταπόδι ενδέχεται να βρίσκεται σε μια υβριδικού τύπου κατάσταση. Για ένα χταπόδι τα πλοκάμια του είναι εν μέρει εαυτός –μπορούν να καθοδηγηθούν κα να χρησιμοποιηθούν για τον χειρισμό πραγμάτων. Ωστόσο, από την οπτική του κεντρικού νευρικού συστήματος, τα πλοκάμια είναι εν μέρει και μη-εαυτός, είναι εν μέρει αυτενεργά (σελ. 140).
Αν το χταπόδι έχει υποκειμενική εμπειρία, πολύ περισσότερο αν διαθέτει συνείδηση, πόσο κοντά στη δική μας θα μπορούσε να είναι; Μήπως, ενώ τα διαθέτει, είναι απολύτως μη- προσβάσιμα σε εμάς; Μήπως υπάρχουν πολλών ειδών υποκειμενικές και συνειδησιακές καταστάσεις, έως και ασύμβατες μεταξύ τους; Μήπως έχει δίκιο ο Βιτγκενστάιν όταν υποστηρίζει πως αν τα λιοντάρια είχαν γλώσσα δεν θα μπορούσαμε να την καταλάβουμε;
Ο λόγος, να το ξαναπώ, που επιλέγεται το χταπόδι είναι πως υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως διαθέτει υψηλή νοημοσύνη -που είναι άλλο από την υποκειμενική εμπειρία και εντελώς άλλο από την συνείδηση- και δυνατότητες δράσης, που δείχνουν κάτι πραγματικά ιδιαίτερο.
Πειράματα με χταπόδια έχουν δείξει ότι μπορούν να αναγνωρίσουν πρόσωπα! Χταπόδια, που βρίσκονταν μέσα σε δεξαμενή σε εργαστήριο, εκτόξευαν νερό με στόχο συγκεκριμένους ερευνητές και ποτέ άλλους. Ήξεραν ποιους στόχευαν. Άλλα έπιαναν τις λάμπες ή τις χτυπούσαν με νερό προκειμένου να τις καταστρέψουν.
Αν βάλετε ένα χταπόδι μέσα σε ένα κουβά θα δείξει ευχαριστημένο. Αν, όμως, η προσοχή σας αποσπαστεί για ένα δευτερόλεπτο, όταν γυρίσετε να το ξανακοιτάξετε, θα το δείτε να έρπει αθόρυβα στο πάτωμα.
Περίφημα είναι τα πειράματα της Τζόαν Μπόαλ.
«Ένα από τα περιστατικά έμεινε χαραγμένο στο νου της πάνω από μία δεκαετία. Τα χταπόδια τρελαίνονται να τρώνε καβούρια, παρόλο που στα εργαστήρια συνήθως τα ταΐζουν με αποψυγμένες γαρίδες ή καλαμάρια. Αν και χρειάζονται κάποιον χρόνο μέχρι να συνηθίσουν αυτό το παρακατιανό φαγητό, τελικά το κάνουν. Μια μέρα, η Μπόαλ διέσχιζε μια σειρά δεξαμενών, ταΐζοντας, όπως περνούσε, κάθε χταπόδι με ένα κομμάτι αποψυγμένου καλαμαριού. Φτάνοντας στο τέλος της σειράς, γύρισε πίσω ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο. Ωστόσο, το χταπόδι στην πρώτη δεξαμενή φαινόταν να την περιμένει. Δεν είχε φάει το καλαμάρι του, αλλά, αντιθέτως, το κρατούσε σε περίοπτη θέση. Καθώς η Μπόαλ στάθηκε μπροστά στη δεξαμενή, το χταπόδι τη διέσχισε αργά κι έφτασε στο σωλήνα εκροής, κοιτάζοντας σε όλη τη διαδρομή την ερευνήτρια. Όταν έφτασε στο σωλήνα, εξακολουθώντας να την κοιτάζει, πέταξε το κομματάκι του καλαμαριού στην αποχέτευση» (σελ. 81).
Κι αυτά συμβαίνουν, ενώ τα χταπόδια ζουν ένα, το πολύ δύο, χρόνια. Κάποιες, δε, από τις σημαντικότερες ικανότητές τους, ιδίως οι επικοινωνιακές, αντιστοιχούν σε κοινωνικά και μονογαμικά όντα. Το χταπόδι, όμως, είναι πολύ μοναχικό και σεξουαλικά «άστατο».
Το χταπόδι είναι ο κατεξοχήν «άλλος νους». Τόσο άλλος, που ερευνάται, εκτός των άλλων, προκειμένου να ξεφύγουμε από τον ανθρωπομορφισμό που μας διακατέχει, όταν, για παράδειγμα, προσπαθούμε να φανταστούμε πώς θα μπορούσε να είναι ένας εξωγήινος νοήμων οργανισμός; Μήπως ακόμα κι αν βρισκόμασταν απέναντί του δεν θα καταλαβαίναμε πως είναι συνειδητό ον;
Το βιβλίο σκοπεύει να απαντήσει σε θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα ή, τουλάχιστον, να τα διευκρινίσει. Για να το κάνει, όμως, αυτό μας παίρνει μαζί του σε ένα εξελικτικό ταξίδι 500 εκατομμυρίων ετών, διερευνά τα πιο πρόσφατα πορίσματα της μη-ανθρώπινης ψυχολογίας και της νευροβιολογίας. Μας πληροφορεί για τους αρχαίους προγόνους, αλλά και τα σημερινά ξαδέλφια των χταποδιών, ιδίως τις εκπληκτικές σουπιές, που αλλάζουν χρώματα σαν να δημιουργούν μια πολύ σύνθετη οπτική μουσική.
Πρόκειται για μια υλιστική φιλοσοφική προσέγγιση, με τη μαρξική έννοια του όρου, για την οποία ο υλισμός δεν είναι το δόγμα που λέει πως όλα είναι «ύλη», αλλά πως όλα είναι σχέσεις και πρακτικές. Αυτό γίνεται εντελώς προφανές όταν, για παράδειγμα συνδέει, για κάθε περίπτωση, την αίσθηση με τη δράση, την πράξη. Η αντίληψή μας διαμορφώνεται βάσει αυτού που κάνουμε και αυτού που κάνει ο υπόλοιπος κόσμος σε εμάς. Πρόκειται για μια σχέση αλληλεπίδρασης, πράξεως, με την αρχαιοελληνική έννοια.
Ο ίδιος δεν παραπέμπει στο Μαρξ, αλλά δεν παραπέμπει και σε κανένα. Επιδιώκει να αξιοποιήσει φιλοσοφικά την επιστήμη, γι’ αυτό, νομίζω, είναι μεθοδολογική του επιλογή να μην αναπαραγάγει την σχετική με το νου συζήτηση, όπως μας την παρέχει η ιστορία της φιλοσοφίας.
Ο Γκόντφρυ -Σμιθ, προκειμένου να μας δώσει το συναρπαστικό βιβλίο του, περιηγήθηκε πολύ στη Χταποδούπολη. Ίσως, η παρατήρηση στο πεδίο είναι αναντικατάστατη, ακόμη κι όταν έχουμε να απαντήσουμε στα θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα.