Ο πρώην ηγέτης του ιταλικού «μακρού 1968» έφυγε από τη ζωή στην Κοζέντσα σε ηλικία 82 ετών, ενώ η μετα-φασιστική δεξιά προσπαθεί να μετατρέψει τη δεκαετία του εβδομήντα στο αντίθετό της.
Πήγα να επισκεφτώ τον Franco Piperno στο σπίτι του στην Cosenza στις αρχές Οκτωβρίου, με τη φίλη μου Isa. Μαζί του ήταν η Marta, η σύντροφός του, και ο Enzo και ο Walter, τα αδέρφια του. Η Elisabetta και άλλοι στενοί φίλοι τον επισκέπτονταν εκ περιτροπής. Ήταν ήδη άσχημα, μετά βίας καθόταν λίγο, έτρωγε απρόθυμα και μιλούσε με δυσκολία.
Χάρηκε όμως που με είδε και με ρώτησε για τους κοινούς μας φίλους, έναν προς έναν: «Τι κάνουν;», ελπίζοντας να με ακούσει να απαντώ ότι είμαστε ακόμα ικανοί να επινοήσουμε κάτι που να έχει νόημα πολιτικά.
Όσο αυτός ξεκουραζόταν, μείναμε εκεί για πολλή ώρα συζητώντας για τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του αντίκτυπου που έχει στη ζωή μας το έργο της φροντίδας – τόσο γεμάτο από αγκάθια αλλά και από δώρα – και που όμως δεν το είχε προβλέψει η νεανική μας αλαζονεία.
Ήταν μια πραγματικά υπέροχη μέρα και παρόλο που μελαγχολήσαμε για τον Φράνκο, η Isa και εγώ επιστρέψαμε στο σπίτι χαρούμενες από αυτό το λουτρό στη φιλία, την κατανόηση και τη συνενοχή που αναπαράγεται αμέσως στις επιλεγμένες και διευρυμένες οικογένειες που γεννήθηκαν γύρω στο ‘68 και μετά.
Και στη δική μας περίπτωση ακόμα πιο πριν, επειδή το χάρισμα του Φράνκο πλανιόταν πάνω από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά του Καταντζάρο ήδη από τότε που εγώ ήμουν παιδί, ο Enzo με πήγαινε να μαζέψω μανιτάρια στη Σίλα πριν ακόμη γίνει ηγέτης της Lotta Continua, ο Walter ήταν ο αγαπημένος μου φίλος στο χρόνια του Λυκείου, η Marta, στα πιο πρόσφατα χρόνια, μια φανταστική σύντροφος στις νεοϋορκέζικες περιπέτειες. Με τον καιρό χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε δεκάδες φορές, και κάθε φορά ήταν σαν να είχαμε ειδωθεί το προηγούμενο βράδυ.
Αφηγούμαι αυτή την ιστορία όχι μόνο επειδή η ανάμνηση εκείνης της τελευταίας συνάντησης απαλύνει τη θλίψη της απώλειας, αλλά κυρίως επειδή όταν μιλάμε για τη δεκαετία του ‘70 στην αναγωγική γλώσσα των μέσων ενημέρωσης, η συναισθηματική κληρονομιά εκείνης της εποχής δεν μπαίνει ποτέ στο λογαριασμό. Και όμως είναι ο καλύτερος καρπός της.
Μεταξύ των άλλων, ο Φράνκο ήταν ένας ικανότατος και άοκνος χτίστης σχέσεων και κοινοτήτων. Τις έχτιζε με τον δικό του τρόπο, μέσα από εφόδους και εξαφανίσεις, απροσδόκητες γειτνιάσεις και αθέλητες αποστάσεις, αλλά μόλις έμπαινες στη συναισθηματική του τροχιά δεν έβγαινες ποτέ. Ήταν μέρος της ιδέας του για την πολιτική: η κοινότητα των συντρόφων και των φίλων πάνω από όλα.
Και όχι μόνο η κοινότητα των ιστορικών συντρόφων. Κάποτε έτυχε να βρίσκομαι στο Μόντρεαλ για δουλειές και δεν συνάντησα κανέναν που να μην είχε σχέσεις μαζί του στη διάρκεια της εξορίας του. Όταν γύρισε στην Ιταλία, ξεκίνησε πάλι με τους φοιτητές του Unical (Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας), με τα παιδιά του Radio Ciroma, με τους αγωνιστές των πρώτων αγώνων δίπλα στους Ρομά και τους μετανάστες και μετά τα γεγονότα της Γένοβας 2001 με τους φίλους του Esc (ιστορικός αυτοδιαχειριζόμενος χώρος) στη Ρώμη και του Uninomade σε όλη την Ιταλία.
Δεν σταματούσε ποτέ και τα κατάφερνε πάντα, γιατί χειριζόταν πολύ καλά το όπλο της αποπλάνησης, είτε επρόκειτο για γυναίκες, είτε για άντρες, είτε για τους λύκους που είχε μεγαλώσει με αγάπη για πολύ καιρό, είτε για τα πλήθη που καλούνταν να αποκρυπτογραφήσουν τον έναστρο ουρανό υπό την καθοδήγησή του τις καλοκαιρινές νύχτες.
Ο Andrea Colombo έγραψε ένα άρθρο στο manifesto της 15ης Ιανουαρίου με τίτλο «Η επανάσταση στο φως του ήλιου» που αποδίδει δικαιοσύνη στις προσπάθειες (δεξιάς και αριστεράς, βλ. τον ίδιο τίτλο για τον θάνατο του «κακού δασκάλου» στην εφημερίδες Giornale και la Repubblica) να επαναφέρουν τη ζωή του ηγέτη της οργάνωσης Potere Operaio στη mainstream αφήγηση της δεκαετίας του ’70 ως «μολυβένια χρόνια», που εξακολουθούν να είναι φορτωμένα με μυστήρια και κρυμμένες αλήθειες.
Όμως, γράφει ο Andrea, «η ιδέα του για την επανάσταση δεν είχε τίποτα το μυστηριώδες, μυστικό, συνωμοτικό. Ήταν ξεκάθαρη, διατυμπανιζόταν, φώναζε στο φως του ήλιου, όπως όταν, σε εποχές που οι σχέσεις εξουσίας καθιστούσαν φυσιολογικό να ειπωθεί αυτό που σήμερα κανείς δεν θα τολμούσε να ψιθυρίσει, μίλησε ανοιχτά για μια αναγκαία και επικείμενη εξέγερση».
Ξεκάθαρη και χωρίς επιφυλάξεις ήταν και η εκ των υστέρων αφήγηση της δεκαετίας του ’70 – η ίδρυση και η διάλυση της οργάνωσης Potere Operaio, οι σχέσεις και οι μη σχέσεις μεταξύ της Potere Operaio, της Autonomia και των BR, η χρήση της βίας και του ένοπλου αγώνα, η υπόθεση Moro, η δίκη της 7ης Απριλίου. Σε αυτήν την αφήγηση ο Piperno συνέδραμε πολλές φορές και σε πολλούς χώρους, δημόσιους και επίσημους.
Πριν από μερικούς μήνες, όλως τυχαίως, βρήκα και μοιράστηκα στο Facebook μια προσωπική συνάντηση που είχε με τον Giovanni Minoli για το «Mixer» το 1983. Συμβουλεύω όσους δεν ζούσαν τη δεκαετία του ’70 να την παρακολουθήσουν για να πάρουν μια ιδέα για μια άλλη Ιταλία, μια άλλη στόφα αγωνιστών, μια άλλη δημοσιογραφία σε σύγκριση με αυτό που μας προσφέρεται σήμερα.
Και σε όσους συνεχίζουν αυτές τις μέρες να ισχυρίζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υποτιθέμενες κρυφές αλήθειες του Piperno για την απαγωγή του Moro και την προσπάθειά του να διερευνήσει, κατόπιν αιτήματος του PSI (σοσιαλιστικό κόμμα) του Craxi, τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης με τις BR (ερυθρές ταξιαρχίες), συνιστώ να διαβάσετε το κείμενο της ακρόασής του της 18ης Μαΐου 2000 στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για την τρομοκρατία.
Η αλήθεια είναι ότι στην Ιταλία όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο η mainstream αφήγηση της ομίχλης που ακόμα περιβάλλει τη δεκαετία του ’70 θα χρησιμοποιείται όχι για να αποκαλύψει αυτό που δεν είναι γνωστό, αλλά για να αποφύγει να αντιμετωπίσει αυτό που γνωρίζουμε.
Εξάλλου, εγώ εκείνη την εποχή δεν ζούσα στη Ρώμη, δεν συμπαθούσα ούτε την Potere Operaio ούτε την Autonomia και ως φεμινίστρια αμφισβητούσα σθεναρά την πολιτική χρήση της βίας ως συνέπεια της πατριαρχικής τάξης και μιας κακώς εννοούμενης αρρενωπότητας.
Τα γεγονότα της δεκαετίας του ’70 τα συζήτησα με τον Φράνκο τα πιο πρόσφατα χρόνια, όταν εκείνος, επηρεασμένος από την εμπειρία του βορειοαμερικανικού κοινοτισμού και βυθισμένος στην εμπειρία της αυτοδιοίκησης του Τζάκομο Μαντσίνι και της Εύα Κατιζόνε στην Cosenza, μιλούσε περισσότερο για αυτοδιακυβέρνηση, αυτοδιαχείριση, δημοτισμό και genius loci (Το Πνεύμα του Τόπου) παρά για εξεγερσιακές και επαναστατικές στρατηγικές.
Είναι αδύνατο να αποδοθεί η πυκνότητα εκείνων των συνομιλιών, που ήταν ένα και το αυτό με την πυκνότητα της προσωπικότητάς του και την απαράμιλλη ευγλωττία του. Αυτό που εντυπωσίαζε, ωστόσο, ήταν το εύρος της οπτικής γωνίας σε συνδυασμό με την λεπτομερή και εξονυχιστική ανάλυση των γεγονότων, η διαπλοκή μεταξύ προσωπικής εμπειρίας και ιστορίας και μεταξύ ορθολογισμού και αισθητηριακής αντίληψης, τα σημάδια των πληγών που δεν επουλώθηκαν ποτέ, όπως η πυρκαγιά στην Primavalle (η οποία το 1973 τον ανάγκασε να διαλύσει την Potere operaio, όχι επειδή η οργάνωση είχε εμπλακεί σε αυτά τα γεγονότα, αλλά ακριβώς επειδή δεν είχε καταφέρει να τα αποφύγει) και, προφανώς, η δίκη της 7ης Απριλίου και η σχετική προληπτική φυλάκιση (περίπου πενήντα κατηγορίες, οι οποίες αποσύρθηκαν όλες με αθωωτική απόφαση, εκτός από τη νομικά αμφιλεγόμενη κατηγορία της συμμετοχής σε επαναστατική οργάνωση).
Όπως σε άλλες περιπτώσεις, έτσι και στην περίπτωση του Piperno, η ταμπέλα του «κακού δασκάλου» – ένας όρος του οποίου έχει γίνει κατάχρηση στον ιταλικό δημόσιο διάλογο – χρησιμεύει στην πραγματικότητα για να περιορίσει στην ηθική καταδίκη και στην πολιτική μειοψηφικότητα πολιτικές και πνευματικές διαδρομές που θα έπρεπε να ανακτήσουν την εμβληματικότητά που είχαν το ιταλικό « μακρύ ‘68» και τον – όχι μόνο ιταλικό- εικοστό αιώνα.
Πέρα από την ηγεσία της Potere Operaio, ο Franco Piperno ήταν ένας σπουδαίος πολιτικός, που τον χαρακτήριζε ένα κράμα οραματισμού και ρεαλισμού το οποίο (για να παραμείνουμε στο πλαίσιο του εργατισμού στο οποίο διαμορφώθηκε μετά την πρώιμη και τραυματική αποπομπή του από το PCI το 1967 για «ιδεολογικές αποκλίσεις») παρά τα φαινόμενα, τον έφερνε πιο κοντά στον Mario Tronti παρά στον Toni Negri.
Ήταν και ένας σημαντικός διανοούμενος, που τον χαρακτήριζε ένα κράμα επιστημονικής και ανθρωπιστικής κουλτούρας η οποία τον έκανε ικανό να μην διολισθαίνει ποτέ στον κομφορμισμό, ακόμη και – κυρίως- αυτόν της αριστεράς. Όταν μιλούσε για τη φυσική έμπαινε σε μια άλλη διάσταση, απρόσιτη για τους περισσότερους, αλλά ήταν ακριβώς, ή επίσης, η «φυσική της ύλης» που τον προστάτεψε από την δογματική παρακμή του μαρξιστικού υλισμού.
Ενώ εκδόθηκαν τρία βιβλία (Elogio dello spirito pubblico meridionale, Ρώμη 1997· Lo spettacolo cosmico, Ρώμη 2007· Sessantotto. L’anno che ritorna, Μιλάνο 2008), παρέμεινε στο συρτάρι επί μακρόν, ως ένα είδος ανολοκλήρωτης πράξης, ένα βιβλίο για τον χρόνο, μια φυσικο-φιλοσοφική συνηγορία υπέρ του «εδώ και τώρα» ενάντια στην κλιμάκωση και την επαναλαμβανόμενη κυκλικότητα, ενάντια στην ευθεία γραμμή του προοδευτισμού.
Όπως γνωρίζουμε, και η περιστροφική κίνηση της επανάστασης είναι κυκλική. Και η διάσταση της ζωής του Φράνκο ήταν επίσης κυκλική, όπου τα ίδια πράγματα επέστρεφαν πάντα. Κάποια στιγμή όμως, ακόμη και ο κυκλικός χρόνος διακόπτεται.
Είναι εντυπωσιακό, ή ίσως θα έπρεπε να εκληφθεί ως σημάδι του kairós, ότι ο δικός του χρόνος διακόπηκε ακριβώς την ώρα που η μαύρη συμμορία που μας κυβερνά κάνει τα πάντα για να ανατρέψει τη δεκαετία του ΄60 και τη δεκαετία του ‘70 στο αντίθετό τους και να μας σύρει όλες και όλους στη λάθος πλευρά της ιστορίας.