Από την τρομακτική ομορφιά του μακρινού 1968 στον δημοτισμό, παρατηρούσε και αφηγούνταν πάντα τα αστέρια: αντίο στον Φράνκο Πιπέρνο
Στην παιδική μου ηλικία, συνέδεσα το όνομα Φράνκο Πιπέρνο με ένα είδος ληστή-λυκάνθρωπου. Ο πατέρας μου με πήγαινε στην Ακραβακάτα, στην πανεπιστημιούπολη του Πανεπιστημίου της Καλαβρίας, για να δω «τους λύκους του Πιπέρνο». Γυρίζαμε γύρω από τον φράχτη πέρα από τον οποίο ζούσαν οι λύκοι.
Ο πατέρας μου μερικές φορές έπαιρνε ένα ξύλο και χτυπούσε τον φράχτη, έτσι οι λύκοι έβγαιναν έξω και μπορούσαμε να τους δούμε. Μια φορά βγήκαν ξαφνικά από τους θάμνους, όπως συμβαίνει στις ταινίες τρόμου όταν το soundtrack συνοδεύει την ένταση μέχρι να συμβεί η έκρηξη.
Μεγάλος τρόμος και μετά μεγάλα γέλια. Ποιος ξέρει αν εκείνος ο Πιπέρνο, που ο Αντρέα Πατσιέντσα (δημιουργός κόμικς, εικονογράφος και ζωγράφος) σχεδίαζε με μακριά μαλλιά να βγαίνουν από τα αυτιά του (ακριβώς, σαν λυκάνθρωπος), μας παρακολουθούσε από την κρυψώνα του, με πλατύγυρο καπέλο, μανδύα και μπότες.
Αλλά τότε, γιατί κρυβόταν; Ποιος σερίφης τον κυνηγούσε και ποιο έγκλημα του καταλογίζονταν; Ο πατέρας μου δεν μου το εξηγούσε και εγώ δεν τον ρωτούσα.
Κάποιος φανταζόταν αυτόν τον κύριο να κρύβεται στην παρανομία, αλλά να εκτρέφει ακόμα και λύκους εξ αποστάσεως. Προέκυψε άλλη μια ένδειξη για τη λυκαθρωπία του Πιπ. Αυτός, «αυτός με τους λύκους», συνήθιζε επίσης να βγαίνει έξω τη νύχτα και να κοιτάζει τα αστέρια.
Δεδομένου ότι η ζωή αποτελείται από κύκλους που κλείνουν και από χρόνια που επιστρέφουν, είκοσι χρόνια μετά την πρώτη μου συνάντηση με τους λύκους, ρώτησα επιτέλους τον Πιπ ποια ήταν η ιστορία τους.
«Μου τους έδωσε ως δώρο ένας φίλος μου από το Τμήμα Οικολογίας του Πανεπιστημίου της Καλαβρίας που ασχολιόταν με λύκους και γεράκια – είπε ο Πιπ – τα μεγάλωσα με αγάπη, τα τάισα, τα φρόντισα, τα κινηματογράφησα.
Αυτά τα κουτάβια έδειχναν μια σχέση με τη ζωή και τη βία χωρίς καμιά υπερβολή, τίποτα περιττό. Ήταν μια απόδειξη ουσιαστικότητας. Έμοιαζαν με χειρουργούς όταν δάγκωναν ζωντανά κουνέλια». Μα γιατί τα κρατούσες κλειδωμένα, Πιπ;
«Τα αγαπούσα πολύ. Με γοήτευαν, αλλά αναγκάστηκα να τα κρατήσω σε εκείνη την περίφραξη. Διαφορετικά θα είχαν δαγκώσει τα πρόβατα των χωρικών και μετά θα τα σκότωναν. Η φύση τούς είχε παράσχει πλήρη αυτονομία, αλλά είχαν καταλήξει σε έναν περιφραγμένο χώρο εξαιτίας της ανθρώπινης καλοσύνης».
Σε όλα αυτά, ο Πιπ αναγνώριζε τη μεταφορά της γενιάς του: «Μου μιλούσαν για αυτό που συνέβαινε σε πολλούς από τους συντρόφους και τους φίλους, μου μιλούσαν λίγο και για μένα τον ίδιο. Σκέφτομαι ιδιαίτερα τη σύζυγό μου Φιόρα, η οποία είχε καταδικαστεί σε δέκα χρόνια φυλάκιση για συμμετοχή σε επαναστατική οργάνωση».
Πώς κατέληξε αυτό; «Για οκτώ μήνες δεν απομακρύνθηκα από αυτούς τους λύκους. Μετά έλαβα και εγώ ένα ένταλμα σύλληψης και δεν μου φάνηκε καλή ιδέα να το σκάσω με δύο λύκους, ήταν πολύ περίπλοκο. Τότε ο πρύτανης του πανεπιστημίου τους φιλοξένησε σε εκείνον τον μεγάλο περίβολο της πανεπιστημιούπολης Arcavacata».
Η ιστορία των λύκων, της αυτονομίας τους και της άγριας δύναμής τους που καταπιέζονται μέσα σε μια φυλακή δείχνει ότι ο Φράνκο Πιπέρνο, ο οποίος πέθανε στην Κοζέντσα στις 13 Ιανουαρίου 2025 σε ηλικία 82 ετών, γνώριζε καλά την τέχνη της ρητορικής και της γλωσσικής αποπλάνησης, και χρησιμοποιούσε τα επίθετα και τα επιρρήματα σαν πεπειραμένος ξιφομάχος της συζήτησης. Σαν λύκος καλλιεργούσε την ενέδρα. Όπως όταν μας εξηγούσε ότι το 1968 σταμάτησαν να επενδύουν στο μέλλον και επέλεξαν να στοιχηματίσουν τα πάντα στο παρόν. Ήταν το αμερικανικό κίνημα, έλεγε ο Πιπέρνο, που «είχε υποδείξει τη δυνατότητα να αντικατασταθεί ο αγώνας για την κατάληψη της εξουσίας από τον συλλογικό πειραματισμό για μια διαφορετική πολιτική ζωή, που θα βασίζεται στην αυτόνομη παραγωγή κοινοτικών σχέσεων, ικανών να δώσουν χώρο στο σώμα, δηλαδή στη σεξουαλικότητα και την απόλαυση».
Διευκρίνιζε: «Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο γιατί είναι σαν να πραγματοποιούμε μια έξοδο, όπου η έξοδος δεν σημαίνει πλέον, όπως για τους αρχαίους Εβραίους, να φεύγεις από την Αίγυπτο για να φτάσεις στη γη της επαγγελίας. Σημαίνει να αφήνεις να αναδυθεί μια διαφορετική Αίγυπτος από την λανθάνουσα κατάσταση της».
Ο Πιπέρνο ως μαθητής είχε μετακομίσει από την Καλαβρία στην Πίζα και μετά στη Ρώμη. Εκδιώχθηκε από το PCI (Κομουνιστικό κόμμα) για «φραξιονισμό», ήταν μεταξύ των ιδρυτών της οργάνωσης Potere Operaio, με τον Τόνι Νέγκρι, τον Ορέστε Σκαλτσόνε, τον Σέρτζιο Μπολόνια, τον Μάριο Νταλμαβίβα και πολλούς άλλους. Ήταν μια από τις οργανώσεις που σχηματίστηκαν στο πλαίσιο του μακρού ιταλικού κινήματος του 1968 αλλά και η πρώτη που αυτοδιαλύθηκε, το 1973.
«Ο Τόνι λέει ότι ήμασταν ένα είδος περίεργης μασονικής στοάς – μου είπε κάποτε, με τον συνήθη σαρκασμό του. – Ήταν δύσκολο να μπεις αλλά όταν ήσουν μέσα ανεχόμαστε οποιαδήποτε τρέλα». Διαφοροποιούνταν από μερικούς συντρόφους του που είχαν εκπαιδευτεί στο φοβερό σχολείο της «μοιραίας ουτοπίας» του πολιτικού εργατισμού, όπως την αποκαλούσε σαρκαστικά ο Φράνκο Μπεράρντι Μπίφο σε ένα δοκίμιό του πριν από μερικά χρόνια. Δεν αναζητούσε καμία κεντρικότητα εκεί όπου η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι πιο υψηλή. Διατηρούσε όμως ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του εργατισμού, που τον προφύλασσε από κάθε μορφή κανονιστικής και γκρινιάρικης θεωρητικοποίησης. Αυτό το χαρακτηριστικό ήταν εμφανές όταν δήλωνε ότι τον κομμουνισμό – την κατάργηση, δηλαδή, της αναγωγής της εργασιακής δύναμης σε εμπόρευμα – δεν χρειάζεται να τον χτίσουμε οπλισμένοι με καλές προθέσεις και κόκκινα βιβλιαράκια. Είναι ήδη σε εξέλιξη. Η δύναμη της κοινωνικής συνεργασίας υπάρχει ήδη, εδώ και τώρα, ισχυρότερη από τη μοναξιά του καπιταλισμού.
Θα πρέπει επομένως να το λάβουμε υπόψη και γι’ αυτό να ζήσουμε καλύτερα. «Η γιορτή του ’68 είναι να ξαναβρούμε την ολότητα της ύπαρξης – έγραφε ο Πιπ – όπου τίποτα δεν υπερβαίνει ή αποκλείει, για να είναι κανείς εντελώς ο εαυτός του, πρέπει να συγχωνεύεται με τους άλλους συνολικά. Όπως όταν στο καρναβάλι είμαστε γυναίκες, άντρες, ζώα, όλοι μαζί μεθυσμένοι σε σημείο που το όργιο εμφανίζεται στο κατώφλι, ως απολύτως δυνατό».
Στα χρόνια της επιστροφής του στην Καλαβρία, μετά την εξορία στον Καναδά και τη Γαλλία – ως συνέπεια της δικαστικής δίωξης που από τις 7 Απριλίου 1979 και μετά έπληξε αυτόν και πολλούς από τους συντρόφους του – ασχολήθηκε με τον Νότο, με τη σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη και τον κοινωνικό πλούτο, με την κριτική του γραμμικού χρόνου του κεφαλαίου.
Ανέλαβε την έδρα της Φυσικής της Ύλης και προώθησε, στην Κοζέντσα, τη δημιουργία του κοινοτικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα Radio Ciroma. Σε ανύποπτο χρόνο, πολύ πριν το Πόρτο Αλέγκρε και τη συμμετοχική δημοκρατία σε τοπική βάση, παρουσίασε την πρόταση του δημοτισμού: «Εξουσία στις πόλεις, εξουσία στους πολίτες».
Ένα μικρό ανέκδοτο για να αναφέρουμε την ικανότητα να είσαι μέσα στα πράγματα του κόσμου. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν, ως καλεσμένος σε ένα εκλογικό φόρουμ για να παρουσιάσει το πρόγραμμα του ψηφοδελτίου που είχε συντάξει με τους δικούς του, αντί να ζητήσει ρητά ψήφους, χρησιμοποίησε τον χρόνο που του παραχωρήθηκε για να επαινέσει μια τοπική μαθητική συλλογικότητα που αφιέρωνε τις δραστηριότητές της στην ανάπτυξη από κοινού και την αμοιβαία υποστήριξη. Η λεπτομέρεια βρίσκεται στο γεγονός ότι εκείνοι οι έφηβοι (mea culpa: όταν είσαι τόσο νέος έχεις το δικαίωμα να είσαι εξτρεμιστής) αφιέρωναν επίσης μέρος του χρόνου τους ασκώντας του αυστηρή κριτική, κατηγορώντας τον για κάποια απόκλιση από ποιος ξέρει ποια επαναστατική ορθοδοξία. Chapeau, Φράνκο.
Έγινε επίσης, στην Κοζέντσα, δύο φορές δημοτικός σύμβουλος υπεύθυνος για το «πλανητάριο» και για την κυκλοφορία. Έναν ρόλο που έπαιξε ενθαρρύνοντας τους τοπικούς αστυνομικούς να εφαρμόζουν αυστηρά τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας για να αποτρέπουν τους συμπολίτες του από τη χρήση του αυτοκινήτου τους ακόμη και για μικρές αποστάσεις.
Και ένας από τους παλιούς του συντρόφους είπε ένα πολύ αιχμηρό αστείο: «Επιτέλους, ο Φράνκο είναι επικεφαλής μιας ένοπλης συμμορίας». Την τοποθέτησή του στη θέση αυτή την οφείλει στον Τζάκομο Μαντσίνι, γραμματέα του σοσιαλιστικού κόμματος (πριν από τον Κράξι) και υπουργό που ολοκλήρωσε την πολιτική του καριέρα στην πατρίδα του, την πόλη Κοζέντσα. Ο Μαντσίνι στο όνομα του δικαιώματος της δίκαιης δίκης είχε υπερασπιστεί τον Πιπέρνο και τους αυτόνομους όταν βρέθηκαν κατηγορούμενοι. Υπάρχει μια ιστορία που αποκαλύπτει τι αντιπροσώπευε ο Μαντσίνι την εποχή της μεγάλης καταστολής. Στις 9 Μαρτίου 1985, η αστυνομία σκότωσε στην Τεργέστη τον αυτόνομο ακτιβιστή Πιέτρο Πέδρο Γκρέκο, πυροβολώντας τον με τη δικαιολογία ότι μπέρδεψαν την ομπρέλα που κρατούσε με τουφέκι.
Η κηδεία του Πέδρο έγινε στη γενέτειρά του, ένα μικρό χωριό στην επαρχία του Ρέτζιο Καλάμπρια. Πρέπει να φανταστεί κανείς το κλίμα που επικρατούσε εκεί: ελάχιστοι σύντροφοι, αποκαρδιωμένοι και κυνηγημένοι, με κόκκινες σημαίες στο ζοφερό τοπίο της δεκαετίας του 1980. Κάποια στιγμή μπροστά στην εκκλησία σταμάτησε ένα αυτοκίνητο και κατέβηκε ο σοσιαλιστής ηγέτης. Ήταν η μόνη πολιτική προσωπικότητα που παρευρέθηκε στην κηδεία και ζήτησε δικαιοσύνη για αυτόν τον θάνατο.
Οι αναλύσεις του Πιπέρνο σε αυτή τη φάση συνδύαζαν τη φιλοσοφική και ανθρωπολογική παρατήρηση των μορφών ζωής του νότου με την εκπληκτική αφηγηματική του ικανότητα όταν περιέγραφε τον ουρανό.
Όποιος είχε την τύχη να κάνει μια νυχτερινή έξοδο στα δάση μαζί του για να παρακολουθήσει το Κοσμικό Θέαμα που παρουσίαζε εξηγώντας τα αστέρια δεν μπορεί να ξεχάσει τον τρόπο που συνέδεε τις αστρονομικές έννοιες με τις μυθολογικές αφηγήσεις, τις υπαρξιακές σκέψεις και τις πολιτικές περιπλανήσεις. Ήταν ένας τρόπος για να γίνει πράξη η πεποίθηση ότι διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα είναι φτιαγμένα για να αναμειγνύονται, να συγκρίνονται, να διαπλέκονται και ότι η ουδετερότητα της επιστημονικής μεθόδου δεν υφίσταται. Αυτό έπρεπε να είναι το νόημα του πανεπιστημίου, υποστήριζε ο Πιπέρνο: ένας χώρος όπου όλες οι γνώσεις συναντώνται, πέρα από το κλουβί των επιστημονικών κλάδων.
Όταν το 1978 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απήγαγαν τον Άλντο Μόρο, ο Πιπέρνο είχε ήδη επιστρέψει στην Καλαβρία, για να διδάξει Φυσική της Ύλης στο πανεπιστήμιο. Κατάλαβε ότι ο θάνατος του προέδρου του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος θα ήταν καταστροφή για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και εργάστηκε για να του σώσει τη ζωή, εκμεταλλευόμενος επίσης το γεγονός ότι στο μεταξύ μερικοί από τους παλιούς του γνωστούς από την οργάνωση Potere operaio είχαν επιλέξει να ενταχθούν στις Ερυθρές Ταξιαρχίες.
Συνδέθηκε για πάντα μαζί του ένας τύπος, αυτός που μας καλούσε να συνδυάσουμε τη «γεωμετρική δύναμη» της Via Fani (εκεί όπου κρατούνταν ο Μόρο) με την «τρομακτική ομορφιά» των συγκρούσεων στους δρόμους της Ρώμης στις 12 Μαρτίου 1977. Ήταν ένας τρόπος για να πει ότι οποιαδήποτε μορφή σύγκρουσης, ακόμη και η πιο ριζοσπαστική, δεν θα έπρεπε να αγνοεί τη μαζική διάσταση. Αλλά ο τύπος, που θα όριζε ο ίδιος ως επιρροή από τον Ντ’Ανούντσιο, πέρασε ως εξύμνηση της τρομοκρατίας.
Ακόμα και στην Κοινοβουλευτική Εξεταστική Επιτροπή για την τρομοκρατία, ο Πιπέρνο είπε χωρίς μισόλογα αυτό που σκεφτόταν για την υπόθεση και τους λόγους που τον ώθησαν να εμπλακεί σε αυτήν: «Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ήταν πραγματικά πεπεισμένες ότι μπορούσαν να ανακρίνουν τον Μόρο και να αποκαλύψουν τους δεσμούς με τις ΗΠΑ– δήλωσε – Υπήρχε ένα επίπεδο πολιτικού αναλφαβητισμού στην ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών που ήταν τρομακτικό και το οποίο, κατά τη γνώμη μου, αντανακλούσε τη μπερδεμένη κατάσταση της χώρας».
Παράλληλα με τα στοχαστικά δοκίμια και τα πυκνά γραπτά (πολλά από τα οποία συγκεντρώθηκαν πρόσφατα από το διαδικτυακό περιοδικό Machina), ο Πιπέρνο ήταν επιδεξιότατος στα ευφυολογήματα, στις λακωνικές ειρωνικές απαντήσεις και με την αυστηρή λογική χειριζόταν παραδοξότητες που σε έστηναν με την πλάτη στον τοίχο.
Σε έναν συνομιλητή που σε κάποιο τηλεοπτικό πρόγραμμα τον κατηγόρησε ότι εξύμνησε τη χρήση βίας, απάντησε έκπληκτος, θυμίζοντας με μια υπερβολική μεταφορά το πλαίσιο του «μικρού ιταλικού εμφυλίου πολέμου» της δεκαετίας του ‘70: «Με ρωτάτε αν η βία είναι δίκαιη; Είναι σαν να με ρωτάτε αν είναι ωραίο να χέζεις. Το να χέζεις δεν είναι δίκαιο, είναι αναπόφευκτο».
Σε μια άλλη περίπτωση, κατηγορήθηκε ότι με τους φίλους του το ’68 προωθούσε την πρακτική του ελεύθερου έρωτα, ενάντια στην παραδοσιακή οικογένεια: «Δεν αναγκάσαμε κανέναν – απάντησε ο Πιπ, ειλικρινά αποσβολωμένος – Αν κάποιος ήθελε να είναι ελεύθερος μπορούσε να το κάνει, αλλά δεν ήταν υποχρεωμένος. Μερικές φορές υπήρχαν κοντά μας ιερείς και μοναχές, αλλά κανείς δεν τους ανάγκαζε στον ελεύθερο έρωτα».
Μία τόσο γεμάτη ζωή, γεμάτη προσπάθειες, λάθη, περιπετειώδεις ήττες και ανεπανάληπτες εμπειρίες, συνοψίζεται στις ειδήσεις με δικαστικές φόρμουλες και ανόητες, προκατασκευασμένες εικονίτσες. Αυτό το γνώριζε ο Πιπέρνο. Στην πραγματικότητα, έπαιζε με αυτό. Πριν από περίπου δέκα χρόνια βρέθηκα με τον Φράνκο στο Τορίνο, για μια συζήτηση στην οποία επρόκειτο να συμμετάσχουμε. Κάποια στιγμή μπήκαμε σε ένα μικρό ψητοπωλείο απέναντι από το Palazzo Nuovo για να τσιμπήσουμε κάτι. Αποδείχθηκε ότι η κυρία που μας εξυπηρετούσε είχε καταγωγή από την Καλαβρία.
Έτσι πιάσαμε συζήτηση. Αυτή, προφανώς, είχε σαγηνευτεί από την κομψή ευγλωττία του. (Υπήρχε μια συνήθεια, όχι μόνο του Φράνκο πρέπει να πω, να αναμειγνύει την καθημερινή γλώσσα με λέξεις από άλλη εποχή: ο χωροφύλακας για τον αστυνομικό, ο κακοποιός για τον ληστή, ο γκρινιάρης για τον κλαψιάρη κ.ο.κ.). «Αλλά ξέρετε ότι δεν ακούγεται και πολύ ότι είστε από κει κάτω; Τι δουλειά κάνετε;» τον ρώτησε η λοκαντιέρα. Εκείνος απάντησε με παγωμένα μάτια που γελούσαν, με το χαρακτηριστικό στρογγυλεμένο «ρο» (της διαλέκτου της Καλαβρίας) και τις τρίχες να βγαίνουν από τα καλοχτενισμένα αυτιά του: «Dev’esserhe che sono stato in prhigione» (Είναι επειδή ήμουν στη φυλακή).
Πηγή: jacobinitalia.it/