Η στήλη θα ασχολείται με θέματα που μας απασχολούν, μας προβληματίζουν, αποτελούν συχνά αντικείμενο συζητήσεων ιδιωτικών, μερικές φορές και πιο δημόσιων, και θεωρητικής αναζήτησης. Τα θέματα δεν συνδέονται με την επικαιρότητα, χωρίς φυσικά να την αποκλείουν, ούτε είναι έμμεσες βιβλιοκρισίες, αν και λογικό είναι να φλερτάρουν με έργα και συγγραφείς. Επίσης, όπως το επι-σημαίνει ο τίτλος, οι συντάκτριες άλλοτε θα συμφωνούν, άλλοτε όχι. Εύχονται οπωσδήποτε, όμως, να βρουν συνομιλητές.
Επιμέλεια: Αθηνά Παπανικολάου, Ντίνα Παπούδα
Πόσο μεγάλα βιβλία αντέχουμε να διαβάζουμε σήμερα; Το ερώτημα αφορά όλα τα βιβλία, αλλά κυρίως την κατηγορία του μυθιστορήματος, γιατί ας πούμε πως σ’αυτό το είδος ο συγγραφέας έχει την δυνατότητα να ελέγξει το υλικό του και ότι τα άλλα, π.χ. δοκίμια και επιστημονικά, έχουν μια άλλη λειτουργία (συχνά μάθηση ή έρευνα) και πολλές φορές το μέγεθος δεν είναι ελέγξιμο από τον συντάκτη τους.
Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται βέβαια είναι να ορίσουμε τι είναι μεγάλο. Θεωρώ ότι ένα μυθιστόρημα είναι μεγάλο από τις 400-500 σελίδες και πάνω.
Προφανώς, παρό;a την συντριπτική παρουσία της εικόνας, ο πολιτισμός μας σήμερα παραμένει γραπτός, αλλά τη θέση του εκτεταμένου αφηγήματος, του μυθιστορήματος-ποταμού/τοιχογραφίας των προηγούμενων δυο αιώνων, που αποτελεί πια μια δύσχρηστη έως απωθητική επιλογή, τον καταλαμβάνει το μικρό, ευέλικτο κείμενο, το στοχευμένο σε κάτι περιορισμένο, του οποίου η ανάπτυξη είναι επίσης περιορισμένη.
Προφανώς η εκδοτική δραστηριότητα είναι πια τόσο πλούσια που δεν είναι εύκολη η πρόσβαση σ’αυτή. Eξάλλου, και ο διαθέσιμος χρόνος του αναγνώστη είναι πιο περιορισμένος. Από την άλλη, άλλες, πιο ευκίνητες και εύπεπτες (;) μορφές τέχνης, όπως ο κινηματογράφος σε όλες του τις εκδοχές (ταινίες, μίνι σειρές, σειρές σε σεζόν) έχουν καταλάβει όχι μόνο τον χρόνο του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά και το θυμικό του. Επομένως, εύλογα αναρωτιέται κανείς τι νόημα έχουν αυτά τα μεγάλα μυθιστορήματα, όπου συχνά ξεχνά κανείς την αρχή, μπερδεύεται στην μέση και το τέλος μετά από βδομάδες (και…) ανάγνωσης είναι από αδικαιολόγητο έως ακατανόητο.
Η συζήτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί μάταιη, όπως και αυτή του Σωκράτη με τον Πλάτωνα για την αξία του γραπτού λόγου. Είναι πράγματι οι συνθήκες που κάθε φορά διαμορφώνονται αντικειμενικά τόσο συνθλιπτικές για τις ατομικές αρέσκειες και απαρέσκειες, που φαίνεται ματαιοπονία και βολονταρισμός να αντιστέκεσαι. Ωστόσο ο πολιτισμός παράγεται και προάγεται και μέσα από τέτοιες φαινομενικά (;) άσκοπες ή περιττές συζητήσεις.
Ισχυρίζομαι ότι, παρόλο τον πολύ σοβαρό αντίλογο –ιδιαίτερα από τη νέα γενιά–, που αντιμετωπίζω με μεγάλη περίσκεψη, τα ογκώδη έργα έχουν όχι μόνο αδιαμφισβήτητη αξία αλλά και ιδιαίτερη χρησιμότητα στην σημερινή εποχή και, μάλιστα, πρωτίστως για τους νέους.
1ον: Σε ένα εκτεταμένο κείμενο ο συγγραφέας όχι μόνο μπορεί να επεκταθεί αλλά και να βαθύνει στο υλικό του. Από την άποψη των χαρακτήρων, αυτό σημαίνει να έχει την πολυτέλεια των σελίδων, ώστε ο χαρακτήρας να εξελιχθεί, χωρίς υποχρεωτικά να είναι βίαιη η εξέλιξή του, αλλά μια διαρκής και βραδεία διαδικασία, όπως πιο συχνά συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά και να εκδιπλωθεί/μεταμορφωθεί δικαιολογημένα από τον πλούτο και την ποικιλία των περιστάσεων που αντιμετωπίζει. Οι χαρακτήρες, έτσι, εμφανίζονται ολοκληρωμένοι, χωρίς συμπεριφορές ή αντιδράσεις αδικαιολόγητες από το υλικό που έχει προηγηθεί.
2ο: Η ίδια η ιστορία, το στόρυ, και η συνακόλουθη πλοκή, επίσης αποτελεί ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ του μεγέθους. Προφανώς ένα εκτεταμένο κείμενο δίνει την δυνατότητα στον συγγραφέα όχι μόνο να εκπτύξει καταστάσεις ποικίλες και πολλές, αλλά και να περιπλέξει και να καθυστερήσει, κάπου να δώσει βάρος και κάπου όχι. Ενδεχομένως, να συμπεριλάβει καθαρό στοχασμό, όταν αυτό είναι σκόπιμο. Από την μεριά του αναγνώστη αυτό σημαίνει να χωθεί βαθιά, να χρειαστεί να κάνει συνδέσεις, να επιστρέψει πίσω, να φαντασιωθεί εξέλιξη, να κάνει εικασίες, να σκεφτεί και να προβληματιστεί, και να τα κάνει όλα αυτά με περιπλοκή και δυσκολία. Στην πραγματικότητα να ακονίσει σκέψη, φαντασία, προβλεπτικότητα πάνω σε έναν σύνθετο καμβά και με δημιουργικό τρόπο.
3ον: Αν το κείμενο αρέσει, η αναγνωστική απόλαυση επιμηκύνεται. Δεν καταναλώνεται διαμιάς, αλλά ασκώντας κανείς μια αριστοκρατική διαχείριση χρόνου, επενδύει σε απόλαυση με την πολυτέλεια να αφιερώσει χρόνο, δηλαδή κομμάτι της ζωής του συχνά σε ένα πράγμα και όχι σε περιεχόμενα των 30 δευτερολέπτων. Ακόμα και η διακοπή, για να πάρεις μια ανάσα ή για να διαχειριστείς το συναίσθημα που προκύπτει από την ανάγνωση, είναι πέρα από επιτρεπτή και μια δυναμική επιλογή.
4ον: Εν αντιθέσει με την γρήγορη κατανάλωση, ένα εκτεταμένο έργο μας ασκεί στην υπομονή, στην επιμονή, στην ανάκληση, στην απαιτητικότητα της κατανόησης.
5ον: Σε μια εποχή όπου όλα τρέχουν και μας επιβάλλονται ταχείς ρυθμοί με καταιγισμό περιεχομένου (content), που πολλές φορές συρρικνώνει και απενεργοποιεί τα αντανακλαστικά μας, η ανάγνωση εκτενών κειμένων αποτελεί αντίσταση, αποτελεί έναν τρόπο του υπάρχειν που σου δίνει τη δυνατότητα στην κυριολεξία να καταβυθιστείς σε βάθη υπαρξιακά που, αν δεν διαθέσεις χρόνο, δεν θα νιώσεις ποτέ. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι μια ανάγνωση που εκτείνεται σε δυο, τρεις μήνες, είναι μια άσκηση που δεν μπορεί να γίνει με απολαυστικό τρόπο πουθενά έξω από το πλαίσιο της λογοτεχνίας.
Και 6ον: Υπάρχουν λογοτεχνικές φόρμες που καλύπτουν την ανάγκη για γρήγορη ανάγνωση: το διήγημα και η νουβέλα. Αν ένας συγγραφέας δεν προλαβαίνει να παρουσιάσει το υλικό του, δεν θα έπρεπε να μπορεί να επιλέξει την έκταση; Δεν θα έπρεπε να έχουμε κι εμείς ως αναγνώστες την εναλλακτική επιλογή, επομένως, για κάτι πιο σύνθετο, που κορυφώνεται αργά ή/και αλλεπάλληλα; Ένα, στην πραγματικότητα διαφοροποιημένο, πεδίο ανάγνωσης και σκέψης;
Ντίνα Παπούδα
Επιπρόσθετα:
1.Το διαδίκτυο, και κυρίως τα κοινωνικά δίκτυα (fb, Instagram, twitter), έχουν επιβάλει παγκόσμια την κουλτούρα του σύντομου κειμένου που δεν απαιτεί μεγάλο χρόνο ανάγνωσης, γεγονός που ελκύει και καθηλώνει τον αναγνώστη, αφού η ταχύτητα, την οποία αφενός απαιτεί η καθημερινότητά του (εργασία + ενημέρωση + διάφορες ασχολίες+ανάπαυση), και αφετέρου οι ραγδαίες αλλαγές που διαρκώς μεταλλάσσουν το κοινωνικό-οικονομικό του περιβάλλον (π.χ ελαστικές σχέσεις εργασίας με σπαστό ωράριο που κατακερματίζει τον ημερήσιο χρόνο), καθιστούν δυσχερή την αφιέρωση σε μακροσκελή γραφή. Η fast-track ανάγνωση ακολουθεί το fast food, συναρμόζεται δηλαδή με την επιτάχυνση όλων των δραστηριοτήτων του ανθρώπινου βίου. Σε ένα τέτοιο πολιτισμικό περιβάλλον, το μυθιστόρημα, με την έκτασή του, a priori υπολείπεται έναντι όλων των άλλων λογοτεχνικών ειδών.
2. Η σχολική πραγματικότητα, τουλάχιστον η ελληνική που γνωρίζουμε είτε ως μαθητές είτε ως δάσκαλοι, με την διδασκαλία αποσπασμάτων από τη λογοτεχνία, δεν ευνόησε ποτέ την ανάγνωση ολόκληρου λογοτεχνικού έργου. Το αποτέλεσμα είναι να μην δημιουργείται αναγνωστικό κοινό που θα εντρυφήσει σε μεγάλο κείμενο, θα προχωρήσει πέρα από την στιγμιαία, πιθανή απόλαυση, θα στοχαστεί, θα δημιουργήσει το δικό του σύμπαν μέσα από την πολυσέλιδη γραφή. Μια αλλαγή στο αναλυτικό πρόγραμμα, με εισαγωγή και σχολιασμό μυθιστορήματος σε όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους (κάτι που εφαρμόζεται σε άλλες χώρες, π.χ. Γαλλία), ίσως λειτουργήσει ευεργετικά προς την κατεύθυνση που επιθυμούμε.
3. Η διάδοση των graphic novels, ιδιαίτερα στη νεολαία, ο συνδυασμός δηλαδή εικόνας και λόγου, ακουμπά πάνω στην κυριαρχία σήμερα της πρώτης έναντι του δεύτερου, που απαιτεί πιο σύνθετες εγκεφαλικές λειτουργίες.
4. Αρνητικά λειτούργησαν και οι ποικίλοι πειραματισμοί της μεταμοντέρνας γραφής που υιοθέτησε νέα σχήματα αφήγησης, που διέρρηξαν τα παλιά (π.χ. απάρνηση της γραμμικότητας του χρόνου, αμφισβήτηση της μεγάλης γραφής, ανάμειξη πολλών υφολογικών τρόπων και σχημάτων στο ίδιο έργο, ασαφής έκφραση αλλά και έντονη ποιητικότητα, υπαινικτικός λόγος, επιμονή στην αισθητική μορφή, δημοσιογραφικός λόγος…), σε αναντιστοιχία μάλλον με το επίπεδο πρόσληψης των καινοτομιών από τους αναγνώστες.
5. Το εκτενές μυθιστόρημα απαιτεί πεδίο ελευθερίας, διάθεσης για καταβύθιση στον κόσμο του, αναστοχασμό, ονειροπόληση, ανασύνθεση της μνήμης, ανασκευή της πραγματικότητας και επανατοποθέτηση του εαυτού στο περιβάλλον του. Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι απαραίτητο.
6. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες για το μεγάλο μυθιστόρημα που κυριαρχούσε τον 19ο και τον 20ό αιώνα, οι εκδότες επισημαίνουν πως επανεκδόσεις παρατηρούνται κατά πλειοψηφία σ΄ αυτό το είδος, και όχι στο διήγημα ή στη νουβέλα. Αυτό από μόνο του αφήνει μια χαραγματιά ελπίδας. Βέβαια, κυριαρχεί το ιστορικό μυθιστόρημα ή η μυθιστορηματική βιογραφία σημαντικών προσωπικοτήτων που άφησαν τη σφραγίδα τους σε εθνικό ή οικουμενικό επίπεδο. Και αυτή η τάση ερμηνεύεται ως μια αντίσταση του κοινού στην πολυπλοκότητα της ζωής του, που αδυνατεί να την κατανοήσει και να ερμηνεύσει, και ως εκ τούτου στρέφεται σε παλαιότερα σχήματα, δομές και πρόσωπα που δοκιμάστηκαν και εδραιώθηκαν στη συλλογική συνείδηση.
Αθηνά Παπανικολάου