in

Οι ιδέες ως πράξεις. Του Χρήστου Λάσκου

Θανάσης Γιαλκέτσης, Περιπλανήσεις στην επικράτεια των ιδεών, Πόλις 2024, σελ. 268

Οι ιδέες, όταν κατακτήσουν τις μάζες, γίνονται υλική δύναμη

Καρλ Μαρξ

Η μικρή, αλλά πλούσια, συλλογή δοκιμίων, που μας προσφέρει ο Θανάσης Γιαλκέτσης, με το τελευταίο του βιβλίο, είναι ιδιαίτερα ερεθιστική. Τα δοκίμια έχουν γραφεί ή εκφωνηθεί μεταξύ του 2017 και του 2023, με χρονολογική σειρά, που σημαίνει με διατήρηση της θεματικής ποικιλίας σε ρευστότητα. Δεν συγκεντρώνονται θεματικά, αλλά εκτυλίσσονται με τη σειρά που εμφανίστηκαν. Έτσι το θέμα της συλλογής περικυκλώνεται από διάφορες πλευρές με συνέπεια να προσεγγίζεται, κατά τη γνώμη μου, καλύτερα.

Ποιο είναι, όμως, το θέμα; Ο τίτλος του βιβλίου είναι απολύτως ουδέτερος και καθόλου διευκρινιστικός. Δεν ξέρω αν αυτό είναι σκόπιμο. Αν, δηλαδή, ο Γιαλκέτσης θέλει να πει πως το βιβλίο έχει ως αντικείμενο τις «ιδέες», τόσο γενικά τόσο ασαφώς. Αν κάνει έτσι ένα νεύμα προς το δυνητικό αναγνώστη ότι θα βρει μέσα του αυτό το σπουδαίο, αλλά όλο και περισσότερο απαξιωμένο πράγμα, που είναι οι ιδέες. Απαντώντας, με αυτόν τον τρόπο, στην ακροκεντρώα, ως επί το πλείστον, προτροπή, σε όποιον έχει «οράματα» να επισκεφτεί ένα ψυχίατρο.

Στο χρόνια του «ρεαλισμού» το να έχεις ιδέες είναι κουσούρι. Πράγμα, στο οποίο, αν όχι πάντα ρητά, στην πράξη, πάντως, σίγουρα, προσέρχεται και η κυβερνώσα (;) Αριστερά.

Χαρακτηριστική είναι η πληθωριστική χρήση από μέρους της της διάκρισης μεταξύ ηθικής της πεποίθησης και ηθικής της ευθύνης. Ως «υπεύθυνη» πολιτική δύναμη πρέπει πάντοτε να δίνει το μεγαλύτερο βάρος στην «ευθύνη». Η γνώμη μου είναι ότι η φτωχή αυτή διάκριση του Βέμπερ είναι, απλώς, απολογητική. Ο ίδιος, άλλωστε, τη διατύπωσε ως πρακτική έννοια, προς υπεράσπιση του συστήματος, σε μια περίοδο όπου οι επικίνδυνες τάξεις γίνονταν όλο και δυνατότερες μέσα από την ενίσχυση των πολιτικών τους φορέων, της επαναστατικής Σοσιαλδημοκρατίας της εποχής.

Ο Μαρξ έχει πολύ σοβαρότερα να πει επ’ αυτού. Η προσχώρηση στο Βέμπερ δείχνει περισσότερα για την ποιότητα της σημερινής «θεσμικής» Αριστεράς παρά για την ουσία του θέματος. Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη διάκριση είναι ακριβώς ό,τι προσάπτει στην Αριστερά η Δεξιά: καλά αυτά που ονειρεύεστε, αλλά προσγειωθείτε στο ρεαλισμό. Εκεί κρίνεται η πολιτική και όχι στα ανέφικτα και επικίνδυνα μεγάλα.

Αφήστε που «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Ή, όπως το θέτει ο Τοντόροφ, είναι πάρα πολλές οι τραγωδίες, που προκάλεσε ο «πειρασμός του καλού». Πρώτα η «ευθύνη», λοιπόν, μετά η «πεποίθηση» -όχι χρονικά, αλλά «λογικά».

Σκέφτομαι πόσο ανόητη είναι, μέσα στην αλήθεια της, αυτή η στάση. Αν ο «πειρασμός του καλού» είναι επικίνδυνος, τι να πει κανείς για τον «πειρασμό του κακού», που είναι ο βασικός ψυχολογικός μηχανισμός λειτουργίας του καπιταλισμού. Ή, ακόμα, για τον «πειρασμό της αδιαφορίας», που σκότωσε πολύ περισσότερους ανθρώπους από όσους η επιδίωξη του «καλού». Η οποία αδιαφορία είναι υπηρέτης του ριζικού κακού πολύ περισσότερο από ό,τι του μετριοπαθούς, έστω, καλού.

Ποιο είναι, όμως, το θέμα του βιβλίου; Ενός βιβλίου που ασχολείται με τον Ρικάρντο και τον Μάλθους, με το 1917 και τη Ροσάντα, τις αθλιότητες της ΕΕ να εξισώνει το ναζισμό με τον κομμουνισμό, το μέτρο και την αντίσταση στην τυραννία, τον χριστιανισμό, τη βιοπολιτική, την ελπίδα, τον Μπερλινγκουέρ, την άνοιξη της Πράγας, τη ναζιστική γενοκτονία και το Κατίν, τον Πρίμο Λέβι και την αδελφοσύνη,…

Το κόκκινο νήμα, λοιπόν, που συνδέει μεταξύ τους τα κείμενα του βιβλίου είναι το ερώτημα αν είναι δυνατή η υπέρβαση της σημερινής αθλιότητας. Αν μια ριζικά άλλη κοινωνία, μια καλή κοινωνία, είναι εφικτή. Αν η εποχή των τεράτων, που έχει επανέλθει, είναι δυνατόν να έχει καλό τέλος. Αν υπάρχουν, έστω, κάποιες πιθανότητες, στις οποίες το κίνημα της ανθρώπινης χειραφέτησης να μπορεί να ποντάρει.

Το εκτενέστερο, κι ένα από τα καλύτερα, δοκίμιο είναι «Η μαρτυρία ενός δίκαιου», διερεύνηση του λογοτεχνικού κόσμου του Πρίμο Λέβι. Του πιο πραγματικού για τον ίδιο τον Λέβι κόσμου, στο μέτρο που έγραφε στην υπηρεσία μιας τεράστιας υπαρξιακής αποστολής: να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη των εκατομμυρίων προσώπων, με όνομα κι επώνυμο, που τα είχαν, έστω κι αν κανείς δεν το θυμάται, και που η μεσοπολεμική Ακροδεξιά μετάτρεψε σε σκόνη και στάχτη. Για να έρθουν οι άθλιοι ευρωενωσιακοί να την ταυτίσουν με τον «κόκκινο ολοκληρωτισμό».

Η επιμονή στο Λέβι έχει στρατηγική σημασία. Η επιμονή σε αυτό που υπήρξε το μοναδικό ιστορικά, απόλυτο Κακό, έχει τεράστια αξία. Ακυρώνει την απολογητική λειτουργία της προσφυγής στον «πειρασμό του καλού». Το απόλυτα Κακό ήρθε από την συνειδητή επιδίωξη του κακού, από μια απόφυση της αιώνιας Δεξιάς, της οποίας τον καταστατικό κοινωνικό δαρβινισμό εξέλιξε μέχρι τη «λογική» του συνέπεια.

Γιατί, όμως, ήταν αυτό το απόλυτο Κακό; Γιατί ήταν μια συνθήκη από την οποία, ακόμη και ανάμεσα στα θύματα, αυτοί που επέζησαν «δεν ήταν οι καλύτεροι, οι προορισμένοι για το καλό, οι κομιστές ενός μηνύματος -όσα είχα δει και ζήσει έδειχναν ακριβώς το αντίθετο. Επιζούσαν κυρίως οι χειρότεροι, οι εγωιστές, οι βίαιοι, οι αναίσθητοι, […] οι καταδότες… Επιζούσαν οι χειρότεροι, δηλαδή αυτοί που προσαρμόζονταν -οι καλύτεροι χάθηκαν όλοι» (σελ. 151). Ελάχιστοι από τους κρατούμενους αντιστάθηκαν και ήταν πολιτικοί, σχεδόν στο σύνολό τους, κομμουνιστές, δηλαδή, ως επί το πλείστον. Αυτοί «είχαν τη δυνατότητα και τη δύναμη […] να δράσουν προς υπεράσπιση και προς όφελος των συνανθρώπων τους». όσοι, να το ξαναπώ, ήταν προσβεβλημένοι από τον «πειρασμό του καλού».

Η πάλη απέναντι στο μεγάλο, ίσως στην επανάληψη του απόλυτου, Κακό, που απειλεί σήμερα ξανά τον κόσμο απαιτεί, κατά τη γνώμη μου, απολύτως ριζικές πρακτικές. Επαναστατικές λέγαμε παλιότερα. Ο Γιαλκέτσης δεν είναι σίγουρος. Έχει περισσότερο «μέτρο» στις εκτιμήσεις του. Νομίζω, όμως, πως ριζικές αλλαγές χωρίς ριζικές στρατηγικές είναι απολύτως ανέφικτες. Μεταξύ άλλων, ο βίος και η πολιτεία του «ιστορικού συμβιβασμού», π.χ., το δείχνει ανάγλυφα.

Σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα, ο Γιαλκέτσης δεν συμφωνεί. Ειλικρινά, όμως, δεν ξέρω τι το μετριοπαθέστερο θα ήταν αληθοφανές. Είναι πιθανό ο δρόμος προς τη συλλογική χειραφέτηση να είναι πλέον κλειστός. Είναι πιθανό η κρίσιμη μάχη να έχει δοθεί ήδη και να έχει χαθεί οριστικά. Είναι εύλογο πως περιμένουμε μάλλον το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού.

Αν υπάρχουν, ωστόσο, κάποιες λίγες πιθανότητες να είναι αλλιώς τα πράγματα, μόνο επαναστατικές πρακτικές -και να συζητήσουμε τι σημαίνει αυτό- είναι ρεαλιστικές.

Το βιβλίο, μ’ όλο, που όπως ήδη φάνηκε, διαφωνώ σε αρκετά -ή, ίσως, ακριβώς γι’ αυτό- είναι μια πού χρήσιμη μηχανή σκέψης.

Όταν συμφωνείς συμφωνείς. Όταν διαφωνείς, ξέρεις γιατί διαφωνείς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Εικόνες από την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου-Για τα γεγονότα στο ΠΑΜΑΚ

ΓΝΘ Παπαγεωργίου: Μήνυμα για δωρεάν υγεία στα κάλαντα του Μουσικού Σχολείου Σιάτιστας