Ας ξεκινήσω με ένα, καθόλου τυπικό, ευχαριστώ στο Σημείο και στο Alterthess, που πήραν την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση της συγκεκριμένης εκδήλωσης και όχι για την τιμητική πρόσκληση που μου έγινε για να συμμετέχω σε αυτήν ως ένας από τους ομιλητές. Εκδηλώσεις σαν τη σημερινή έχουν βαρύνουσα σημασία για όσους αντιπαλεύουμε την ακροδεξιά καθώς έρχονται να εξειδικεύσουν και να δώσουν εργαλεία κατανόησής του φαινομένου. Στην προκειμένη περίπτωση η εκδήλωση μπορεί να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά που παίρνει η δράση της Ακροδεξιάς στην πόλη της Θεσσαλονίκης, ενώ ταυτόχρονα τολμάει να μιλήσει και για θέματα τα οποία οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις με αντιφασιστικό πρόσημο, είτε δεν αγγίζουν είτε το κάνουν εξ αποστάσεως, χωρίς να έχουν την απαραίτητη τριβή με τις κοινωνικές διεργασίες στις οποίες αναφέρονται. Κι ένα από αυτά τα θέματα είναι το τί συμβαίνει στις κερκίδες. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να κάνω μία μικρή και απαραίτητη εισαγωγή, πριν μιλήσουμε για τη σχέση της Aκροδεξιάς με αυτές.
Δεν είναι αναγκαίο να πειστεί κανείς για να πηγαίνει στο γήπεδο, ειδικά όπως είναι σήμερα. Είναι μια επιλογή που από μόνη της έχει πολλές αντιφάσεις: Πλήρης εμπορευματοποίηση, επιχειρηματικά συμφέροντα, στημένα παιχνίδια, αλισβερίσια με τις κυβερνήσεις, δημιουργία άτυπων ιδιωτικών στρατών και ξέπλυμα μαύρου χρήματος για το πιο λούμπεν κομμάτι της αστικής τάξης της χώρας που λυμαίνεται το ποδόσφαιρο. Μια ματιά στους ιδιοκτήτες μεγάλων, αλλά και μικρών, Ποδοσφαιρικών Ανώνυμων Εταιρειών αρκεί. Καμία αυταπάτη, λοιπόν, για όλα αυτά.
Είναι, όμως, μόνο αυτό το ποδόσφαιρο; Μπορούμε να μιλήσουμε για το ποδόσφαιρο μένοντας μόνο στα επιχειρηματικά συμφέροντα που το επηρεάζουν, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν τι συμβαίνει στις κερκίδες των γηπέδων; Η απάντηση για μένα είναι αρνητική.
Το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα ακόμη άθλημα. Εντάξει, αν δεν θέλουμε, μπορούμε να μην το ονομάσουμε “όπλο της επανάστασης”, όπως έλεγε ο πάντα ενθουσιώθης Τσε Γκεβάρα. Είναι, όμως, ακόμα και σήμερα, που οι τιμές των εισιτηρίων τις αποκλείουν, το μπαλέτο των μαζών, όπως συνήθιζε να λέει ο Ντιμίτρι Σοστακόβιτς. Οι ρίζες του, τόσο στην Αγγλία από όπου ξεκίνησε όσο και στην Ελλάδα, είναι βαθιές μέσα στην εργατική τάξη, γιατί αυτός ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις ο χαρακτήρας των σωματείων κατά την περίοδο της ίδρυσής τους. Γιατί το ποδόσφαιρο υπήρξε, τουλάχιστον στις πρώτες δεκαετίες του, γέννημα της ανάγκης των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, που ήταν αποκλεισμένα από άλλες αντίστοιχες δραστηριότητες, για αθλητισμό, για ψυχαγωγία, για κοινωνικοποίηση.
Και ακόμα και σήμερα έτσι συνεχίζει να είναι. Αυτό είναι που έχουν καταλάβει και προσπαθούν να εκμεταλλευτούν οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ. Και για να μπαίνω σιγά-σιγά και στο ζουμί, αυτό είναι που έχει καταλάβει και η Ακροδεξιά. Αυτό είναι που πρέπει να καταλάβουμε και εμείς.
Στις κερκίδες (και για να είμαστε πιο σωστοί, στα πέταλα, δηλαδή στα σημεία των γηπέδων που πηγαίνουν όσοι δεν μπορούν να πληρώσουν τα ακριβά εισιτήρια των επισήμων), βρίσκεται μία μικρογραφία της κοινωνίας.
Άνθρωποι όλων των ηλικιών, των επαγγελμάτων, άνθρωποι διαφορετικών κοινωνικών και ιδεολογικών αναφορών, αλλά κατά κύριο λόγο η νεολαία. Και πιο συγκεκριμένα η κοινωνικά αποκλεισμένη νεολαία της ανεργίας, που στην κεντρική Μακεδονία αγγίζει το 40%. Η νεολαία που βιώνει στο πετσί της τους ταξικούς φραγμούς της σύγχρονης Παιδείας, η νεολαία που μεγάλωσε στα χρόνια της κρίσης, η νεολαία που βλέπει τους γονείς της να μην τα βγάζουν πέρα με τους απλήρωτους λογαριασμούς, τα ακριβά ενοίκια και τα κατασχετήρια από τις τράπεζες, η νεολαία που μεγαλώνει σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου κυριαρχούν τα πρότυπα του κανιβαλισμού, του ατομισμού και της βίας.
Και μέσα σε αυτή την πραγματικότητα έρχεται το σύστημα να αλλάξει το πρότυπο του οπαδισμού των προηγούμενων δεκαετιών που ήθελε εργαζόμενους, αλλά και κάθε λογής “διαφορετικούς” (πάνκηδες, μαλλιάδες, χίππηδες και φρικιά) να συνυπάρχουν στα γήπεδα, να οργανώνουν εκδρομές για να δουν την ομάδα τους, να βλέπουν τις Κυριακές ως μέρα αποσυμπίεσης από την καθημερινότητα. Αυτό που σήμερα πάει να κυριαρχήσει είναι το πρότυπο του μιλιταρισμού στις κερκίδες, της ομοιομορφίας, των γυμναστήριων και των αναβολικών, του εμπόριου ναρκωτικών, της εκτόξευσης της βίας στα στενά των πόλεων, μακριά από εκεί που υπάρχουν οι κάμερες των συνδρομητικών καναλιών. Σε αυτό το πλαίσιο έχουμε από φέτος την υποχρεωτική ανάκρουση του εθνικού ύμνου στους αγώνες μπάσκετ της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο οι επιχειρηματίες μοιράζουν πενηντάευρα σε αυτά τα παιδιά για τη μία ή την άλλη δουλειά. Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργείται εύφορο έδαφος για την εμφάνιση της Ακροδεξιάς στις κερκίδες.
Οι συσχετισμοί είναι αρνητικοί, αλλά, πιστέψτε με, δεν είναι μία από τα πριν χαμένη υπόθεση η μάχη χαρακωμάτων που λαμβάνει χώρα υπόγεια και αθόρυβα μέσα στα πέταλα των γηπέδων της χώρας. Το ζήσαμε έντονα το 2018, με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών. Τότε ήταν που ολόκληρη η “γαλάζια πολυκατοικία”, μερίδα της οποίας σήμερα εφαρμόζει κατά γράμμα όσα προέβλεπε η συμφωνία αυτή, έκανε το δικό της all-in στην επανεμφάνιση της Aκροδεξιάς στην πόλη.
Δεν είναι κρυφό ότι υπήρχαν συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα μεγαλοπαραγόντων των ΠΑΕ και συγκεκριμένοι πολιτικοί, εκκλησιαστικοί, παραστρατιωτικοί κύκλοι που ναύλωσαν τα δωρεάν λεωφορεία από όλη τη χώρα για τα συλλαλητήρια της περιόδου. Δεν είναι κρυφό πως υπήρχαν συγκεκριμένοι μηχανισμοί που έδωσαν άλλοθι και ουσιαστικά όπλισαν τα χέρια αυτών που έκαψαν στις 21 Ιανουαρίου του 2018 την κατάληψη Λιμπερτάτια και οι οποίοι, από εκείνη την περίοδο και έπειτα, έχουν προβεί σε δεκάδες επιθέσεις σε μετανάστες, σε ομοφυλόφιλους, σε αναρχικούς και αριστερούς, αλλά και ευρύτερα σε οποιονδήποτε εξέφραζε διαφορετική άποψη από την ακροδεξιά ατζέντα, είτε για το περιβόητο “Μακεδονικό” είτε για οποιοδήποτε άλλο θέμα.
Απέναντί μας τότε, αλλά ακόμα και σήμερα, δεν είχαμε και δεν έχουμε κύριο λόγο τη Χρυσή Αυγή, που είχε ήδη παρακμάσει μετά την κοινωνική απονομιμοποίησή της που ακολούθησε τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τις πολύμορφες απαντήσεις που πήρε από το αντιφασιστικό κίνημα, αλλά και τις διώξεις εις βάρος της, που επέφεραν το κόψιμο της χρηματοδότησης, αλλά και το μπαράζ καταδόσεων μεταξύ των μελών της.
Απέναντί μας είχαμε και έχουμε ανθρώπους που, κυρίως, στρατολογούσαν ή στρατολογήθηκαν μέσα στις κερκίδες και από τα σχολεία των πιο φτωχών συνοικιών της πόλης: Από εκεί που τα παιδιά μαθαίνουν να επιβιώνουν μέσω του δίκιου του ισχυρού και πατώντας επί πτωμάτων, αλλά και από την ελεγχόμενη μικροπαραβατικότητα, όπως το εμπόριο ναρκωτικών, γιατί δεν βρίσκουν δουλειές. Από εκεί, δηλαδή που η δικιά μας παρουσία παραμένει ασυντόνιστη και ισχνή.
Μιλάω ως άνθρωπος που διαφωνούσα με τη συμφωνία των Πρεσπών, την οποία προσωπικά κρίνω ως συμφωνία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του ΝΑΤΟ, ως άνθρωπος που ουδέποτε υπήρξα ψηφοφόρος της τότε κυβέρνησης, η οποία άλλωστε συστάθηκε και από τους εξίσου ακροδεξιούς ΑΝΕΛ.
Ταυτόχρονα, όμως, χαίρομαι για το ότι στο πέταλο της ομάδας που υποστηρίζω, στο πέταλο της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης δεν εδραιώθηκε η Ακροδεξιά, παρά την διόλου αμελητέα παρουσία κομματικών μηχανισμών της, όπως προείπα, δεξίας και ακροδεξιάς πολυκατοικίας στο εσωτερικό της.
Γιατί, αν και με πολλές δυσκολίες, εκεί μπορούμε ακόμα να συνυπάρχουμε άνθρωποι διαφορετικών, και πολλές φορές αντίθετων ιδεολογικών αναφορών, γιατί εκεί η προσπάθεια να μολυνθούν οι κερκίδες με το μικρόβιο του ρατσισμού και του φασισμού έπεσε στο κενό. Προφανώς και τα πράγματα δεν είναι ιδανικά. Προφανώς φτάσαμε πολλές φορές κοντά στο να μετατραπεί η κερκίδα μας σε κέντρο στρατολόγησης της Ακροδεξιάς στην πόλη.
Αλλά όταν αντιλαμβάνεσαι τους συνδέσμους και τις κερκίδες ως ζωντανά και εξελισσόμενα και όχι στατικά και απο τα πριν καταδικασμένα κοινωνικά κύτταρα, χωρίς να κλείνεις τα μάτια ή να κάνεις εκπτώσεις στα στραβά που συμβαίνουν μέσα σε αυτές, και ταυτόχρονα έχεις την αντίληψη πως στο γήπεδο, όπως και στην κοινωνία, δεν είναι αναγκαίο όλοι να ταυτιστούν μαζί σου πολιτικά, τα πράγματα μπορούν να μην πάνε τουλάχιστον όσο χάλια θα μπορούσαν.
Όταν είσαι εκεί για να κόψεις ριζικά και εξαρχής την πρώτη προσπάθεια εμφάνισης ρατσιστικού μίσους (ενδεικτικά να αναφέρω τους ήχους χιμπατζή όταν η μπάλα βρέθηκε στα πόδια ενός μαύρου ποδοσφαιριστή αντίπαλης ομάδας), όταν επιμένεις να διεκδικείς χώρο στην κερκίδα για τους μετανάστες πρώτης ή δεύτερης γενιάς από την Αλβανία και τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, αλλά και τους πρόσφυγες από τις πιο πρόσφατες ιμπεριαλιστές επεμβάσεις σε Μέση Ανατολή και Αφρική. Όταν παίρνεις πρωτοβουλίες συλλογής ειδών πρώτης ανάγκης για την Ειδομένη, για τους σεισμόπληκτους της Αλβανίας, για τους άστεγους εν μέσω πανδημίας, για τους πυρόπληκτους της Εύβοιας και τους πλημμυροπαθείς της Θεσσαλίας, όταν κρεμάς πανό ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού. Όταν τολμάς π.χ., και εδώ είναι το πιο δύσκολο σημείο, να βγάλεις λόγο ακόμα και ενάντια στη δική σου διοίκηση, που εν μέσω γενοκτονίας του λαού της Παλαιστίνης, διοργανώνει φιλικό με Ισραηλινή ομάδα, αναφέροντας μάλιστα πως τιμάς τις πολυεθνικές ρίζες της ομάδας σου και τους πολλούς Θεσσαλονικείς Εβραίους αθλητές που είχε στο ενεργητικό της. Όταν λοιπόν προσπαθείς και υλοποιείς όλα τα παραπάνω, πιστέψτε με, δεν υπάρχει ο ζωτικός χώρος για να αναπτυχθεί κάποια οργανωμένη ακροδεξιά δράση.
Ίσως να είναι λίγο πιο δίπλα, ίσως παρακολουθεί και ίσως γκρινιάζει που δεν τα καταφέρνει, ενώ ανα περιόδους προσπαθεί να ξαναβρεί αφορμές για να υπάρξει ξανά οργανωμένα. Παρόλα αυτά, προς το παρόν τουλάχιστον, είναι μειοψηφική και κοινωνικά απομονωμένη.
Κλείνω επαναλαμβάνοντας πως η κατάσταση στο Χαριλάου, αλλά και στα γήπεδα όλης της χώρας, δεν είναι ονειρική. Έχει πολλά, πολλά, πολλά προβλήματα. Αλλά ας κρατήσουμε το εξής: Όπως και παντού, έτσι και στα γήπεδα, στα σχολεία, στις γειτονιές, όπου δεν είμαστε εμείς, οι όποιοι εμείς, και αυτό είναι μία μεγάλη συζήτηση για μία επόμενη εκδήλωση, θα είναι οι άλλοι.
Να είμαστε, λοιπόν, παντού, μέσα στην πραγματική ζωή, μέσα στη ζωή του λαού και των αντιφάσεών του. Kαι με την πρέπουσα υπομονή και επιμονή να τολμάμε να αλλάζουμε τους συσχετισμούς, όσο αρνητικοί κι αν φαίνονται.
Να κάτι που μπορούμε να κρατήσουμε από τη συγκεκριμένη εκδήλωση.
*Από την εκδήλωση με τίτλο “Πύργος Λευκός σε φόντο μαύρο”, που οργάνωσαν το Σημείο για τη Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς και το Alterthess την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024 στην αίθουσα εκδηλώσων της ΕΣΗΕΜΘ. Στην εκδήλωση, που συντόνισε η Άννα Κυριακίδου, μίλησαν επίσης οι: Ντία Κεραμειδά, Δημήτρης Μυστακίδης, Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος και Κωστής Παπαϊωάννου. Τo Alterthess θα αναρτήσει σύντομα και το βίντεο.